-
1 πλεύρ'
πλευρά̱, πλευράrib: fem nom /voc /acc dualπλευρά̱, πλευράrib: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)πλευραί, πλευράrib: fem nom /voc plπλευρά, πλευρόνrib: neut nom /voc /acc pl -
2 πλευρά
A = πλευρόν, rib, rare in sg.,βοὸς π. Hdt.4.64
;παρὰ τὴν π. ἑκάστην Arist.HA 513b29
: pl., ribs, Id.PA 654b35.2 pl., generally, side of a man or animal,ἄλλοτ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ' αὖτε ὕπτιος Il.24.10
; of both sides,ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους 23.716
; , cf. Hes.Sc. 430, A.Pr.71, Eu. 843 (lyr.): sg., also, of one side, S.OC 1260, Aj. 834, etc.; a side of beef, etc., PCair.Zen.381.5 (iii B.C., written πλερά): the pl. form is v.l. in E.Hec. 826.II side, of things and places,νηὸς πλευραί Thgn.513
; ; [ Πακτωλοῦ] D.P. 833; of an army,αἱ π. τοῦ πλαισίου X.An.3.4.22
, cf. 28, Plu.Mar. 25, etc.;παρὰ π. τινὶ εἶναι Plb.5.26.6
; παρὰ π., opp. κατὰ κεφαλήν, IG22.463.72b side of a rectangle, ib. 36c: hence, one factor of any product, Id.Tht. 148a, Arist. Metaph. 1051a26, Euc.7 Def.17, etc. -
3 πλευράξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλευράξ
-
4 πλευριάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλευριάς
-
5 πλευριαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλευριαῖος
-
6 πλευρικός
II π. ἀριθμός number of units in the side of a square, opp. διαμετρικός:μονάς Theol.Ar.3
, Iamb. in Nic.p.11 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλευρικός
-
7 πλευρίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλευρίον
-
8 πλευρισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλευρισμός
-
9 πλευρίτης
A connected with ribs, of vertebrae, Poll.2.178.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλευρίτης
-
10 πλευριτικός
A suffering from pleurisy, Hp. Aph.1.12, IG14.966.7 (Rome, ii A.D.), Paul.Aeg.3.33.3 causing pleurisy, Ruf. ap. Orib.5.3.14;π. πυρετός Gal.17(1).890
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλευριτικός
-
11 πλεύρωμα
II cross-rail, Ath. Mech.17.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεύρωμα
-
12 πλευρωνία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλευρωνία
-
13 πλευρῖτις
II = σκόρδιον, Ps.-Dsc.3.111.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλευρῖτις
-
14 πλευρά
Grammatical information: f.Meaning: `rib(s), side of the body', metaph. `side of an area, of a geometrical figure, flank of an army' (Il.).Compounds: Very often as 2. member, e.g. περί-πλευρος `going around the ribs, covering the sides' (E. in lyr.).Derivatives: Dimin. πλευρ-ία pl. (Hp., Delph. inscr.), - ιάς f. `side of an area' (Tab. Heracl.; after πεδι-άς a.o.; cf. Chantraine Form. 354); - ιαῖος `situated at the sides' (Boeot. inscr.), - ικός `belonging to the ribs' (sch.); - ίτης m. `connected to the ribs', designation of a bone of the spine (Poll.), - ῖτις ( νόσος) f. `pleurisy' (Hp., Ar.), also as pl.name = σκόρδιον (Ps.-Dsc.; because of the working, cf. Redard 75); - ώματα n. pl. = πλευρά (A.; poetic enlargement, Chantraine Form. 186); - ισμός m. meaning unclear, `dam'? (pap.); - ών, - ῶνος m. Aetol. PlN (Β 639 a.o.), Krahe ZONF 8, 159. -- Hypostasis παρα-πλευρ-ίδια n. pl. `side-armors' (X., Arr.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like νευρά a.o., so to be enalysed in πλε-υρ-ά, - όν (Benveniste Origines 112 f.). Without certain explanation. If origin. `side', one would like with Benveniste l.c. to connect with the root pelā- `broaden' ( πέλαγος, πλάξ, παλάμη a.o.). If however, what is much more probable, prop. `rib', this etymology is is irrelevant. Or prop. "what belongs at the side (*πλῆ-Ϝαρ)"? -- Older hypotheses in Bq (rejected).Page in Frisk: 2,559Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλευρά
-
15 сторона
1. (пространство, расположенное по бокам или краям чего-л.) η πλευρά- выпуска (жидкости газа) - της εκροής/εξόδου2. (направление) η κατεύθυνση, το μέρος 3. (линия, ограничивающая геометрическую фигуру) το πλευρό 4. (дип., юр.) η πλευρ/άτο μέροςадреса сторон, юридические νόμιμες διευθύνσεις των - ώνпо просьбе - ы βάσει της ζήτησης/παράκλησης της - άςневиновная - μη υπαίτιος -, μη ένοχη -потерпевшая - ο παθών, το θύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сторона
-
16 βούπλευρ
См. также в других словарях:
πλεύρ' — πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc/acc dual πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πλευραί , πλευρά rib fem nom/voc pl πλευρά , πλευρόν rib neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κέγχρωμα — κέγχρωμα, τὸ (Α) 1. καθετί που έχει το μέγεθος τού κόκκου τού κεχριού 2. στον πληθ. τὰ κεχρώματα οπές στην περιφέρεια τής ασπίδας απ όπου ο μαχητής έβλεπε τον εχθρό χωρίς να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα… … Dictionary of Greek
κεγχριαίος — κεγχριαῑος, ία, ον (Α) ίσος στο μέγεθος με το κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα ιαῑος (πρβλ. κολοσσ ιαίος, πλευρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
μετωπιαίος — α, ο (ΑΜ μετωπιαῑος, αία, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο μέτωπο (α. «μετωπιαίες κυψέλες» β. «μετωπιαίο οστό γ. «μετωπιαίος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + κατάλ. ιαίος (πρβλ. ονυχ ιαίος, πλευρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
οσφυΐτιδα — η ιατρ. η οσφυαλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς + κατάλ. ίτις, ίτιδος (πρβλ. πλευρ ίτιδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] … Dictionary of Greek
ουλίτιδα — Πάθηση των ούλων. Βλ. λ. ούλα. * * * η ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τών ούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούλο + επίθημα ίτιδα (πρβλ. πλευρ ίτιδα). Η λ. στον λόγιο τ. οὐλῖτις, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Λάζο] … Dictionary of Greek
οφθαλμίτιδα — η (Α ὀφθαλμῑτις, ίτιδος) νεοελλ. συνοπτικός όρος για τις φλεγμονές τού ματιού, αλλ. οφθαλμία αρχ. επίθετο τής Αθηνάς, ως θεάς τής σελήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. πλευρ ίτιδa)] … Dictionary of Greek
παλαιστριαίος — παλαιστριαῑος, αία, ον (Α) αρμόδιος ή κατάλληλος για την παλαίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαίστρα + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. πλευρ ιαίος] … Dictionary of Greek
παλαστιαίος — παλαστιαῑος και παλαιστιαῑος και παλαιστημαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ίσο με μία παλάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαστή / παλαιστή + κατάλ. ιαίος (πρβλ. πλευρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
παραδεισιάς — άδος, ἡ, Α (θηλ. επιθ.) παραδεισιακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. ιάς (πρβλ. πλευρ ιάς)] … Dictionary of Greek