-
1 πλευρικός
πλευρικός, zur Seite gehörig, Schol. Ar. Equ. 362.
-
2 πλευρικός
πλευρικόςof: masc nom sg -
3 πλευρικός,
πλευρικός, u. πλευριμαῖος, zur Seite gehörig -
4 πλευρικός
-
5 πλευρικός
[плэврикос] εκ. (α-Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλευρικός
-
6 πλευρικός
[плэврикос] επ (α-. -
7 πλευρικός
II π. ἀριθμός number of units in the side of a square, opp. διαμετρικός:μονάς Theol.Ar.3
, Iamb. in Nic.p.11 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλευρικός
-
8 πλευρικός
latéral -
9 рёберный
πλευρικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рёберный
-
10 latéral
πλευρικός -
11 πλευρικά
πλευρικόςof: neut nom /voc /acc plπλευρικά̱, πλευρικόςof: fem nom /voc /acc dualπλευρικά̱, πλευρικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 πλευρικόν
πλευρικόςof: masc acc sgπλευρικόςof: neut nom /voc /acc sg -
13 πλευρικοί
πλευρικόςof: masc nom /voc pl -
14 πλευρικούς
πλευρικόςof: masc acc pl -
15 πλευρική
πλευρικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
16 πλευρικήν
πλευρικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 πλευριμαῖος
πλευρικός, u. πλευριμαῖος, zur Seite gehörig -
18 боковой
боковой πλευρικός, πλάγιος, πλαϊνός \боковойые места οι ακρινές θέσεις* * *πλευρικός, πλάγιος, πλαϊνόςбоковы́е места́ — οι ακρινές θέσεις
-
19 πλευρικών
-
20 πλευρικῶν
См. также в других словарях:
πλευρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικός — ή, ό / πλευρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευρά τού σώματος («πλευρικό τόξο). 2. φρ. «πλευρικοί αριθμοί» οι αριθμοί που ορίστηκαν από τον πλατωνικό φιλόσοφο και μαθηματικό Θέωνα τον Σμυρναίο και η ονομασία τους… … Dictionary of Greek
πλευρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην πλευρά ή τα πλευρά, στα πλάγια: Η πλευρική αντοχή του πλοίου δεν είναι μεγάλη. 2. (ιατρ.), αυτός που αναφέρεται στις πλευρές του σώματος: Πλευρικός πόνος. 3. αυτός που γίνεται από τα πλάγια: Πλευρική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλευρικά — πλευρικός of neut nom/voc/acc pl πλευρικά̱ , πλευρικός of fem nom/voc/acc dual πλευρικά̱ , πλευρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικῶν — πλευρικός of fem gen pl πλευρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικόν — πλευρικός of masc acc sg πλευρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικοί — πλευρικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικοῦ — πλευρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικούς — πλευρικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρική — πλευρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικήν — πλευρικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)