-
1 сторона
1. (пространство, расположенное по бокам или краям чего-л.) η πλευρά- выпуска (жидкости газа) - της εκροής/εξόδου2. (направление) η κατεύθυνση, το μέρος 3. (линия, ограничивающая геометрическую фигуру) το πλευρό 4. (дип., юр.) η πλευρ/άτο μέροςадреса сторон, юридические νόμιμες διευθύνσεις των - ώνпо просьбе - ы βάσει της ζήτησης/παράκλησης της - άςневиновная - μη υπαίτιος -, μη ένοχη -потерпевшая - ο παθών, το θύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сторона
См. также в других словарях:
πλεύρ' — πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc/acc dual πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πλευραί , πλευρά rib fem nom/voc pl πλευρά , πλευρόν rib neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κέγχρωμα — κέγχρωμα, τὸ (Α) 1. καθετί που έχει το μέγεθος τού κόκκου τού κεχριού 2. στον πληθ. τὰ κεχρώματα οπές στην περιφέρεια τής ασπίδας απ όπου ο μαχητής έβλεπε τον εχθρό χωρίς να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα… … Dictionary of Greek
κεγχριαίος — κεγχριαῑος, ία, ον (Α) ίσος στο μέγεθος με το κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα ιαῑος (πρβλ. κολοσσ ιαίος, πλευρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
μετωπιαίος — α, ο (ΑΜ μετωπιαῑος, αία, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο μέτωπο (α. «μετωπιαίες κυψέλες» β. «μετωπιαίο οστό γ. «μετωπιαίος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + κατάλ. ιαίος (πρβλ. ονυχ ιαίος, πλευρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
οσφυΐτιδα — η ιατρ. η οσφυαλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς + κατάλ. ίτις, ίτιδος (πρβλ. πλευρ ίτιδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] … Dictionary of Greek
ουλίτιδα — Πάθηση των ούλων. Βλ. λ. ούλα. * * * η ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τών ούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούλο + επίθημα ίτιδα (πρβλ. πλευρ ίτιδα). Η λ. στον λόγιο τ. οὐλῖτις, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Λάζο] … Dictionary of Greek
οφθαλμίτιδα — η (Α ὀφθαλμῑτις, ίτιδος) νεοελλ. συνοπτικός όρος για τις φλεγμονές τού ματιού, αλλ. οφθαλμία αρχ. επίθετο τής Αθηνάς, ως θεάς τής σελήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. πλευρ ίτιδa)] … Dictionary of Greek
παλαιστριαίος — παλαιστριαῑος, αία, ον (Α) αρμόδιος ή κατάλληλος για την παλαίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαίστρα + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. πλευρ ιαίος] … Dictionary of Greek
παλαστιαίος — παλαστιαῑος και παλαιστιαῑος και παλαιστημαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ίσο με μία παλάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαστή / παλαιστή + κατάλ. ιαίος (πρβλ. πλευρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
παραδεισιάς — άδος, ἡ, Α (θηλ. επιθ.) παραδεισιακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. ιάς (πρβλ. πλευρ ιάς)] … Dictionary of Greek