Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλεύρ-ωμα

См. также в других словарях:

  • κέγχρωμα — κέγχρωμα, τὸ (Α) 1. καθετί που έχει το μέγεθος τού κόκκου τού κεχριού 2. στον πληθ. τὰ κεχρώματα οπές στην περιφέρεια τής ασπίδας απ όπου ο μαχητής έβλεπε τον εχθρό χωρίς να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • πόδωμα — (I) το, Ν [πούς, ποδός] ναυτ. το κάτω μέρος ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου. (II) τὸ, Α 1. δάπεδο, βάση 2. σιταποθήκη 3. φρ. «τέλος ποδώματος» φόρος αποθηκεύσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρόν)] …   Dictionary of Greek

  • σχαλίδωμα — ώματος, τὸ, Α διχαλωτό τεμάχιο ξύλου που χρησιμοποιούσαν ως υποστήριγμα, η σχαλίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επεκταμένος τ. < σχαλίς, ίδος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρά)] …   Dictionary of Greek

  • τείχωμα — τὸ, Α φραγμός, φράχτης, λιθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρά)] …   Dictionary of Greek

  • τράκτωμα — ώματος, τό, Μ είδος εμπλάστρου από λευκό κερί, ρητίνη, αβγά και λιβάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρακτός + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρά)] …   Dictionary of Greek

  • ποθοδώματα — τὰ, Α (βοιωτ. τ.) πρόσοδοι, εισοδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ὁδός + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρ ωμα: πλευρά), με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ πριν από δασυνόμενη λ.] …   Dictionary of Greek

  • πτέρωμα — το, ΝΜΑ, και φτέρωμα Ν 1. τα φτερά και τα πούπουλα ενός πτηνού, το σύνολο τών πτερών και τών πτίλων 2. μτφ. η δύναμη για πέταγμα ή για κίνηση (α. «φρενών πτέρωμα», Κάλβ. β. «τὸ τῆς ψυχῆς... πτέρωμα», Μεθόδ. γ. «πτέρωμα τῆς κινήσεως», Γαλ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • πτερύγωμα — το, ΝΑ 1. το πτέρωμα, το σύνολο τών φτερών ενός πτηνού 2. περίστυλο ελληνικού ναού αρχ. 1. το πτερύγιο τού αφτιού 2. η διάταξη τών γραμμάτων κειμένου σε πάπυρο σε σχήμα φτερού 3. στον πληθ. τὰ πτερυγώματα τα σαρκώματα τού γυναικείου αιδοίου που… …   Dictionary of Greek

  • τρύφωμα — ώματος, τὸ, Α (κυρίως στον πληθ.) τὰ τρυφώματα (κατά τον Ησύχ.) (στους Ιταλούς) «θρέμματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρ ωμα: πλευρά)] …   Dictionary of Greek

  • φάρσωμα — ώματος, τὸ, ΜΑ μσν. πρόχειρος μεσότοιχος, τσατμάς αρχ. τοποθέτηση τής τρόπιδας ναυπηγούμενου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρσος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρ ωμα: πλευρά)] …   Dictionary of Greek

  • φαλάντωμα — ώματος, τὸ, Α η φαλάκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλανθος «αυτός που είναι φαλακρός στο μέτωπο» + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρ ωμα). Το ντ τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς τα ρηματ. επίθ. σε αντος (πρβλ. ἀθέρμ αντος, ἀλεύκ αντος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»