-
1 Πακτωλού
-
2 Πακτωλοῦ
-
3 χρῡσ-εργός
χρῡσ-εργός, Gold machend, Πακτωλοῦ ποτά Lycophr. 1352.
-
4 πλευρά
A = πλευρόν, rib, rare in sg.,βοὸς π. Hdt.4.64
;παρὰ τὴν π. ἑκάστην Arist.HA 513b29
: pl., ribs, Id.PA 654b35.2 pl., generally, side of a man or animal,ἄλλοτ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ' αὖτε ὕπτιος Il.24.10
; of both sides,ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους 23.716
; , cf. Hes.Sc. 430, A.Pr.71, Eu. 843 (lyr.): sg., also, of one side, S.OC 1260, Aj. 834, etc.; a side of beef, etc., PCair.Zen.381.5 (iii B.C., written πλερά): the pl. form is v.l. in E.Hec. 826.II side, of things and places,νηὸς πλευραί Thgn.513
; ; [ Πακτωλοῦ] D.P. 833; of an army,αἱ π. τοῦ πλαισίου X.An.3.4.22
, cf. 28, Plu.Mar. 25, etc.;παρὰ π. τινὶ εἶναι Plb.5.26.6
; παρὰ π., opp. κατὰ κεφαλήν, IG22.463.72b side of a rectangle, ib. 36c: hence, one factor of any product, Id.Tht. 148a, Arist. Metaph. 1051a26, Euc.7 Def.17, etc. -
5 ἄνδηρον
ἄνδηρον, τό,A raised bank by the side of a river or ditch, dike, Mosch. 4.102: mostly in pl., ἄνδηρα, τά, Hyp.Fr. 113, Lyc.629;Πακτωλοῦ χρυσέοισιν ἐπ' ἀνδήροισι Call.Fr.45
P., cf. Fr.anon. 110;τετμῆσθαι καθάπερ ἀνδήροις καὶ ὀχετοῖς Plu.2.650c
, cf. Luc.Lex.2.2 border, edge, of the sea, dub. in B.1.54 (p.439J.);ἄ. θαλάσσης Opp.H.4.319
.4 = στῆθος χειρός, Poll.2.144.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄνδηρον
См. также в других словарях:
Πακτωλοῦ — Πακτωλός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PACTOLUS — hodie Sarabat, ex tabulis recentiorib. Lydiae fluv. ex monte Tmolo nascens, et per Sardianum agrum in Hermum influens, qui et Chrysorrhoas, ab eo quod aureas secum trahat arenulas, ex quo Midas in eo se lavisset. Plut in Pactolo: Πακτωλὸς ποταμός … Hofmann J. Lexicon universale
Μίδας — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε μαζί με τους Μακρόβιο, Αφροδίσιο, Bαλεριανό, Λεόντιο κ.ά. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. II Μυθικός βασιλιάς της Φρυγίας με τον οποίο συνδέονται διάφορες μυθικές παραδόσεις. Η πιο γνωστή… … Dictionary of Greek
Χρυσόπολις — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη σημερινή Κωνσταντινούπολη, που η ονομασία της οφείλεται, σύμφωνα με τις διάφορες εκδοχές που υπάρχουν, ή στον τάφο του Χρύσου, γιου του Αγαμέμνονα και της Χρυσηίδας, ή στο χρυσάφι που εισέπρατταν ως… … Dictionary of Greek
αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… … Dictionary of Greek
χρυσεργός — όν, Α αυτός που παράγει χρυσό («χρυσεργὰ Πακτωλοῡ ποτά», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + εργός (< ἔργον), πρβλ. φιλ εργός] … Dictionary of Greek
Δημοδίκη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Η δεύτερη σύζυγος του Αθάμαντα. Ο Φρίξος απέρριψε τον έρωτα που του προσέφερε, προκαλώντας τον θυμό της και τις συκοφαντίες της προς τον πατέρα του. Στην τραγωδία του Φρίξος που δεν διασώθηκε, ο Σοφοκλής την… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Σάρδεις — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, κοντά στη συμβολή του Πακτωλού και του Έρμου. Ασφαλείς πληροφορίες για την πόλη έχουμε από τότε που έγινε πρωτεύουσα του λυδικού κράτους, και με ακρίβεια χρονολογείται στο 652 η καταστροφή της από τους Κιμμέριους.… … Dictionary of Greek