Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλευρ-ιαῖος

См. также в других словарях:

  • κεγχριαίος — κεγχριαῑος, ία, ον (Α) ίσος στο μέγεθος με το κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα ιαῑος (πρβλ. κολοσσ ιαίος, πλευρ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • μετωπιαίος — α, ο (ΑΜ μετωπιαῑος, αία, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο μέτωπο (α. «μετωπιαίες κυψέλες» β. «μετωπιαίο οστό γ. «μετωπιαίος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + κατάλ. ιαίος (πρβλ. ονυχ ιαίος, πλευρ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • παλαιστριαίος — παλαιστριαῑος, αία, ον (Α) αρμόδιος ή κατάλληλος για την παλαίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαίστρα + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. πλευρ ιαίος] …   Dictionary of Greek

  • παλαστιαίος — παλαστιαῑος και παλαιστιαῑος και παλαιστημαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ίσο με μία παλάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαστή / παλαιστή + κατάλ. ιαίος (πρβλ. πλευρ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»