-
1 οξεία
ὀξείᾱ, ὀξύς 2sharp: fem nom /voc /acc dual (ionic)——————ὀξείᾱͅ, ὀξύς 2sharp: fem dat sg (doric ionic aeolic) -
2 οξεια
-
3 οξεία
-
4 ὀξεῖα
-
5 ὀξεία
Βλ. λ. οξεία -
6 ὀξείᾳ
Βλ. λ. οξεία -
7 οξεία
η грам, знак острого ударения -
8 ὀξεῖα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὀξεῖα
-
9 δι-οξεῖα
-
10 ὀξύς
A wood sorrel, Oxalis Acetosella, Plin.HN27.112.2 = ὀξύσχοινος, great sea-rush, Juncus acutus, ib.21.113.3 = ὀξαλίς, sorrel, Rumex acetosa, Gal.11.667.------------------------------------Aὀξέα Hdt.9.23
, al., v.l. in Hp.Mul.1.64, al. (in codd. freq. ὀξέη, and so Babr.73.1 metri gr.): ὀξεῖα, poet. for neut. pl. ὀξέα, Hes.Sc. 348 :—sharp, keen, whether of a point or an edge, in Hom. and Hes. mostly of weapons or anything made of metal,ἄκων Il.10.335
, al.;ἄορ 21.173
, Hes.Sc. 457 ;βέλος Il.4.185
, etc.; also of non-metallic substances,λᾶας 16.739
;μοχλός Od.9.382
;σκόλοπες Il. 12.56
,64 ; ὀξεῖα κορυφή, of a mountain-peak, Od.12.74 ; soπάγοι ὀξέες 5.411
; λίθος ὀξὺς πεποιημένος sharpened so as to serve as a knife, Hdt. 7.69, cf. 3.8 ; κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας brought to a point, Id.7.64 ;ὄρεα ἐς ὀ. τὰς κορυφὰς ἀ. Id.2.28
; τὸ ὀ. the apex of a triangle, ib.16 ; of the heart, Arist.Resp. 478b5 ;τὸ ὀ. τοῦ ᾠοῦ Id.GA 752b8
; ὀ. γωνία an acute angle, Id.Top. 107a16, al., Euc.1 Def.12, Archim. Spir.16 ;Χρόνος ὀξὺς ὀδόντας Simon.176
; ἡ ὀξεῖα, name of a surgical instrument, Hermes 38.282, Heliod. ap. Orib.44.23.59 ; but also, a pointed splinter of bone, ib.46.20.5.II in reference to the senses,1 of feeling, sharp, keen,ὀδύναι Il.11.268
; ὀ. ἠέλιος the piercing sun, h.Ap. 374 ; ὀξειᾶν ἀκτίνων πατήρ, i.e. the Sun, Pi.O.7.70 ;Σείριος ὀξὺς ἐλλάμπων Archil.61
;πῦρ ὀ. Anaxipp.1.12
; soχιὼν ὀξεῖα Pi.P.1.20
; so also of grief and the like ,ἄχος Il.19.125
;μελεδῶναι Od.19.517
: and generally, sharp, severe,μάχη ὀξέα.. γίνεται
keenly contested,Hdt.
9.23 ;ὀ. πυρετός Hp.VM16
([comp] Sup.);[ἡ νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται S.Ph. 808
; νόσοι, μανίαι, Pi.O.8.85, N.11.48 ([comp] Comp.), cf. Hp.Acut.tit., Archig. ap. Gal.9.887 ;πάθαι Pi.P.3.97
;ἐπιμομφά Id.O.10(11).9
, etc.2 of the sight,ὀξύτατον ὄμμα Id.N.10.62
;ὄψις.. ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος.. αἰσθήσεων Pl.Phdr. 250d
: freq. in neut. as Adv., ὀξύτατον δέρκεσθαι to be keenest of sight, Il.17.675 ;ὀξύτατα καθορᾶν Pl.R. 516c
; so ὀξὺ νοεῖν notice a thing sharply, Il.3.374 ;ὀξὺ προϊδεῖν Od.5.393
;ὀξύτερον βλέπει Ar.Pl. 1048
, Lys. 1202 (lyr.): prov.,ὀξύτερον τοῦ Λυγκέως βλέπειν Id.Pl. 210
, cf. Macar.Prov.6.41 ; also ὀξὺ ἄκουσεν heard with sharp ear, Il.17.256, cf. Pl.Lg. 927b ; ὀξεῖαν ἀκοὴν.. λόγοις διδούς keen attention, S.El. 30.b of things that affect the sight, dazzling, bright,αὐγὴ Ἠελίου Il.17.372
;[Ἠελίου] ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι 14.345
: hence of colours, Ar. Pax 1173 (v.φοινικίς 2
) ;αἱ ὀξεῖαι χροιαί Arist. Phgn. 806b4
;πορφύρα Plu.Cat.Mi.6
, PHolm.20.36 ;[ἐσθὴς] ὀξυτέρα καὶ τηλαυγεστέρα Ael.NA4.46
.3 of sound, shrill, piercing,ἀϋτή Il.15.313
;ὀξὺ βοήσας 17.89
;ὀξὺ δὲ κωκύσασα 18.71
;ὀξὺ λεληκώς 22.141
;ὀξέα κεκληγώς 17.88
, etc.; of whinnying horses,ὀξεῖα χρέμισαν Hes.Sc. 348
; of young pigs,ὀξὺ κεκράγατε Ar.Ach. 804
; of the scream of birds of prey,ὀξέα κλάζων S.Ant. 112
(anap.) ; of metals,ἰάχεσκε σάκος ὀξέα καὶ λιγέως Hes.Sc. 233
; also of the wail of the nightingale (cf. ὀξύφωνος),ὄρνιθος ὀ. φθόγγον S.Ant. 424
; so ἐπηλάλαξαν τὸν ὀ. νόμον shrieked their shrill song, A.Th. 952 (lyr.) ; ὀξὺ μέλος, of the grasshopper, Ar.Av. 1095 (lyr.).b of musical tones, in a technical sense, high-pitched, opp.βαρύς, φθόγγοι Pl.Ti. 80a
, X. Cyn.6.20 ;ὀξυτάτη χορδή Pl.Phdr. 268d
;φωνὴ ὀξεῖα, βαρεῖα, μέση Arist.Rh. 1403b29
;τῷ ὀξεῖ ἐν φωνῇ μὲν ἐναντίον τὸ βαρύ, ἐν ὄγκῳ δὲ τὸ ἀμβλύ Id.Top. 106a13
.c in Music, δι' ὀξειῶν ([dialect] Dor. - ᾶν) interval of a fifth, Philol.6, Arist.Pr. 920a24.d ἡ ὀξεῖα (sc. προσῳδία ) the acute accent, D.T.630.1, A.D.Pron.35.10, al.; τὸν τόνον φυλάσσειν ὀ. ib.60.1 ;ὀ. συλλαβή Pl.Cra. 399b
;ὀ. στοιχεῖον S.E.M.1.113
.5 of smell, Arist.de An. 421a30 ;ὀξύτατον ὄζειν τινός Ar.Ach. 193
.III metaph., of the inner sense, sharp, keen, hasty, esp. quick to anger, passionate, epith. of Ares, Il.2.440,al. ;μένος ὀξύ h.Hom.8.14
;καρδίη ὀξυτέρη Thgn.366
;θυμὸς ὀ. S.OC 1193
;νέος καὶ ὀ. Pl.Grg. 463e
;οἱ ἀκρόχολοι ὀξεῖς Arist.EN 1126a18
: so in ὀξύ-θυμος, -κάρδιος, -χολος.2 sharp, quick,δεινοὶ καὶ ὀξεῖς Pl.Ap. 39b
: c. inf.,ἐπινοῆσαι ὀ. Th.1.70
;γνῶναι.. ὀξύτατοι τὰ ῥηθέντα D.3.15
; also ;τὰς ἐνθυμήσεις ὀξύς Luc.Salt. 81
.IV of motion, quick, swift, post-Hom.,ὀξυτάτους ἵππους Hdt. 5.9
(v.l. ὠκυτάτους) ;ἱερακίσκος Ar.Av. 1112
;ὀξυτέρῳ χαλινῷ S.Ant. 108
(lyr.) ; of a report,ὀξεῖα βάξις διῆλθ' Ἀχαιούς Id.Aj. 998
; ὀξεῖαν ἐκβάλλει ῥοήν, of a dying man, Id.Ant. 1238, cf. A.Ag. 1389 ; of a flame, fierce, Thphr.HP5.9.3 ;ᾄξας ὀξὺς νότος ὥς S.Aj. 258
(anap.) ; τὸ εὔψυχον.. ὀξεῖς ἐνδείκνυνται are quick in displaying, Th.4.126 ; opp. βραδύς, Id.8.96 ; opp. ῥάθυμος, Arist.EE 1240a2 ; opp. ἡσύχιος, Id.EN 1116a9 ;ὀ. παράγγελμα Onos.10.2
; ὀ. καιρός an urgent crisis, Id.6.1, al.; ὁ ὀ. δρόμος the express post, POxy.900.7 (iv A. D.), 2115.6 (iv A. D.) ;ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα Ep.Rom.3.15
: esp. in Adv. (v. infr.). -
11 острый
επ., βρ: остр κ. остр, остра, остро.1. αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός κοφτερός, οξύστομος•-ая игла το μυτερό βελόνι•
-ое копь αιχμηρό ακόντιο•
-меч αιχμηρό ξίφος•
острый нож κοφτερό ή αιχμηρό μαχαίρι.
2. ωοειδής•-ое лицо ωοειδές πρόσωπο.
3. μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς•-ое зрение οξεία όραση, οξυωπία•
-ое обояние οξεία όσφρηση•
острый слух οξεία ακοή•
острый ум οξύνοια, ακονισμένο μυαλό.
4. αψύς, δριμύς, τσουχτερός, πικάντικος•острый запах δριμεία οσμή.
|| στυφός•-ая айва στυφό κιδώνι.
5. αρμυρός, ξινός•-ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά.
|| καυτερός, τσουχτερός•острый перец καυτερό πιπέρι•
-ая горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα.
6. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός•-ое словцо δηκτική λέξη•
у него острый язык ή он остр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα.
7. δυνατός, ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος -οβ•желание μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος καημός•
-ая тоска μεγάλη θλίψη.
8. (για ασθένειες) οξύς•острый аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα•
-ая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.
9. μτφ. επίμαχος•острый вопрос επίμαχο ζήτημα.
|| οξυμένος οξύς κρίσιμος•-ое положение οξυμένη κατάσταση•
острый кризис οξεία κρίση•
момент κρίσιμη στιγμή.
ουσ. θ. -ая η οξεία (τόνος λέξεων).εκφρ.острый угол – οξεία γων ία. -
12 чуткий
επ., βρ: -ток, -тка, -тко; чутче.1. λεπτός, οξύς•-ое ухо λεπτό αυτί (οξεία ακοή)•
чуткий нос οξεία όσφρηση•
чуткий нюх οξεία όσφρηση•
чуткий слух οξεία ακοή.
2. (τεχ.) ευαίσθητος, πολύ λεπτός (για όργανα, συσκευές).3. πρόσχαρος• αβρός•чуткий подход λεπτός τρόπος (συμπεριφοράς).
εκφρ.чуткий сон – ελαφρός ύπνος. -
13 ὀξύς
ὀξύς, εῖα, ύ, (mit ὠκύς verwandt, anch vielleicht mit ἀκή, vgl. Buttm. Lexil. I, 243. II, 67 ff.), scharf, spitz; bes. zunächst von schneidenden Werkzeugen, Waffen; πέλεκυς, Il. 17, 250 u. öfter; ἄκων, 21, 590; δόρυ, φάσγανον, ξίφος, ἄορ, βέλος u. ä., Il. oft; ὄγκοι, 4, 214; βέλη, Pind. P. 4, 213; ὄνυχες λεόντων, N. 4, 63; σκόλοπες, Il. 12, 56. 64; auch λᾶας, 447; πάγοι, Od. 5, 411; μοχλὸν ὀξὺν ἐπ' ἄκρῳ, 9, 382; κορυφή, Berggipfel, 12, 74; σίδηρος, Eur. Suppl. 590; φάσγανον, I. A. 1566. – Dah. Alles, was auf die Sinne einen schneidenden, stechenden Eindruck macht, empfindlich ist; – a) vom Gefühl; ἠέλιος, die stechende, scharfbrennende Sonne, H. h. Apoll. 374; Hes. O. 416; ὀξειᾶν ἀκτίνων, Pind. Ol. 7, 70, vgl. 3, 25; auch χιόνος ὀξείας, P. 1, 20; sp. D., ἥλιος, Callim. 3 (XII, 71); auch Σείριος, Archil. 42; übh. schmerzhaft, ἄχος, Il. 19, 125 Od. 11, 208; ὀδύναι, Il. 11, 268. 272; μελεδῶναι, Od. 17, 517; νόσοι, μανίαι, Pind. Ol. 8, 85 N. 11, 48; u. geistig, ὀξεῖαν ἐπι-μομφάν, Ol. 11, 9, u. so bes. noch sp. D. – b) vom Gehör, scharftönend, durchdringend, von gellenden, schmetternden Tönen; ἀυτή, Il. 15, 313; u. so ὀξὺ βοήσας, 17, 89, κελεύων, 20, 52, κωκύειν, 18, 71, λεληκώς, 22, 141, κεκληγώς u. ä.; auch ὀξὺ δ' ἄκουσεν, scharf hören, 17, 256; so bei Hes. von Rossen, ὀξεῖα χρέμισαν, Sc. 348; ὀξέα καὶ λιγέως ἰάχεσ κε σάκος, 233; χάλκεον ὀξὺ βοᾶν, 243; ἐπηλάλαξαν τὸν ὀξὺν νόμον, Aesch. Spt. 936, vgl. Pers. 1015; ἀκούειν, Suppl. 884; όξὺ βοῆς ἀκοῦσαν Ἄργος, Eur. Or. 1530; πικρᾶς ὄρνιϑος ὀξὺν φϑόγγον, Soph. Ant. 420, vgl. El. 727; ἀψόφητος ὀξέων κωκυμάτων, Ai. 314; ὀξέα κλάζων αἰετός, Ant. 112; auch ὀξεῖαν ἀκοὴν τοῖς ἐμοῖς λόγοις διδούς, El. 30; ἔστι τι όξὺ ἐν φωνῇ, Plat. Prot. 332 c; φϑόγγος, im Ggstz von βαρύς, hoher Ton, Tim. 80 a; öfter auch χορδὴ ὀξυτάτη, Phaedr. 268 d; Sp., ὀξὺ μέλπειν Anacr. 53, 3, ὀξύτατα συρίξομαι, Luc. Nigr. 10. – c) vom Gesicht, blendend, hell; αὐγὴ Ἠελίοιο, Il. 17, 372; φάος, 14, 345; u. activisch, scharf sehend, ὀξὺ μάλα προϊδών, Od. 5, 393; ὀξύτατον δέρκεσϑαι, Il. 17, 675. 23, 477 H. h. 18, 14, öfter; ὀξὺ νόησε (vgl. νοέω), Hom., Hes. Th. 838; ὀξεῖ' Ἐρινὺς ἰδοῖσα, Pind. Ol. 2, 45; ὀξύτατον ὄμμα, N. 10, 62. Sprichwörtlich ὀξύτερον Λυγκέως βλέπει, von scharfem Gesicht, Paroem. App. 4, 30; auch ὀξύτερον οἱ γείτονες βλέπουσι τῶν ἀλωπέκων, ibd. 31; vgl. Ar. Lys. 1202 Plut. 310; ὀξὺ βλέπειν, Plat. Conv. 219 a u. öfter; ὀξύτερος ὀφϑαλμός, Ep. ad. 10 (XII, 88). – Dah. von den Farben, Arist. physiogn. 2; ὀξεῖα φοινικίς, Ar. Pax 1139. – d) vom Geschmache, scharf, herbe, bitter, sauer; ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ ξυνϑεὶς ζύμωμα, Plat. Tim. 74 e, öfter; Xen., u. häufiger bei Sp.; übtr., κίνδυνος, Plut. Timol. 4. – e) übh. empfindlich, leidenschaftlich, bes. leicht in Zorn gerathend, jähzornig; Ἄρης, Hom., wie Eur. Heracl. 290; ὀξὺ μένος, H. h. 7, 14; ϑυμὸς ὀξύς, Soph. O. C. 1195; u. in Prosa, νέος ἐστὶ καὶ ὀξύς, Plat. Gorg. 463 e, vgl. Polit. 311 a; ὀξὺ καὶ ἀνδρεῖόν πού φαμεν, 306 e; aber auch = schnell Etwas auffassend, εἰς πάντα τὰ μαϑήματα ὀξεῖς φαίνονται, im Ggstz von βραδεῖς, Rep. VII, 526 b; ἐπινοῆσαι ὀξεῖς, Thuc. 1, 70; οἱ ἀνδρεῖοι ἐν τοῖς ἔργοις ὀξεῖς, Arist. Eth. 3, 7; ὀξὺς τὰς ἐνϑυμήσεις, Luc. Salt. 81. – Uebh. auch von der Bewegung, eigtl. wohl heftig, schnell, Her. 5, 9; ἐπειδὰν τὴν ὀξυτάτην δρόμου ἀκμὴν παρῇ, Plat. Rep. V, 460 e; εἴτε βραδύτερον εἴτε ὀξύτερον ἐπαΐξασα, Theaet. 190 a. Im Gegensatz von βραδύς auch Thuc. 8, 96; so κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγήν Aesch. Ag. 1362; νότος, Soph. Ai. 251, wie auch Phil. 797, ὡς ἥδε (ἡ νόσος) μοι ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται, von dem schnellen Anfall zu erklären ist; ὀξυτέρῳ κινήσασα χαλινῷ, mit schärferem, schnellerem Zügel, Ant. 108; Sp., ὀξύτερον ἔδραμε, Diosc. 11 (VI, 220); πτήσομαι ὀξύτερος στεροπῆς, Alpheus 1 (XII, 18); nach Arist. physiogn. 2 in Beziehung auf die Bewegung dem νωϑρός entgeggstzt. – So auch adv. ὀξέως, z. B. βοηϑεῖν, im Ggstz von ἐνδοιαστῶς, Thuc. 6, 10; μεταχειρίσαι, ibd. 12.
-
14 острый
о́стр||ыйприл ὀξύς, μυτερός, κοφτερός, αἰχμηρός / ἀκονισμένος (отточенный):\острыйые ка́мии οἱ μυτερές πέτρες· \острыйые когти τά γαμψά νύχια·2. перен (о зрении и т. ἡ.) ὀξύς:\острый слух ἡ ὀξεία ἀκοή· \острый ум τό ἀκονισμένο μυαλό·3. (на вкус \острый о блюде и т. п.) ὀξύς, δριμύς, δυνατός/ καυτερός, τσουχτερός (едкий)·4. (колкий, язвительный) δηκτικός, τσουχτερός:\острый на язык ἀνθρωπος μέ τσουχτερή γλωσσά· \острыйое словцо́ ἡ τσουχτερή κουβέντα· \острыйое замечание ἡ δηκτική παρατήρηση·5. (резкий, сильный) δριμύς, δυνατός, ὀξύς:\острыйая боль ὀξύς πόνος·6. (катастрофический, критический):\острый момент ἡ κρίσιμη στιγμή· \острый недостаток ἡ ὀξεία ἀνεπάρκεια, ἡ μεγάλη Ελλειψη· \острыйая проблема τό ὀξύ πρόβλημα· ◊ \острый у́гол мат ἡ ὀξεία γωνία. -
15 οξύς
εία, ύ1) острый; остроконечный; заострённый, отточенный; οξεία σπάθη острая сабля; οξεία κορυφή острая вершина; 2) острый, сильный (о слухе, зрении, тж. о еде, боли, болезни и т. п.); 3) кислый; 4) перен. острый, остроумный; 5) резкий (тж. перен.), пронзительный (о голосе, звуке и т. п.); οξείες αντιθέσεις острые противоречия; § οξεία γωνία мат. острый угол -
16 οξεη
-
17 οξείας
ὀξείᾱς, ὀξύς 2sharp: fem acc pl (ionic)ὀξείᾱς, ὀξύς 2sharp: fem gen sg (doric ionic aeolic) -
18 ὀξείας
ὀξείᾱς, ὀξύς 2sharp: fem acc pl (ionic)ὀξείᾱς, ὀξύς 2sharp: fem gen sg (doric ionic aeolic) -
19 тонкий
επ., βρ: -нон, -нка, -нко; тоньше; тончайший.1. λεπτός, ψιλός, φτενός, λιανός•-ие нитки λεπτές κλωστές•
тонкий слой λεπτό στρώμα•
-ая ткань λεπτό ύφασμα.
|| αραιός, άπυ-κνος•тонкий туман αραιή ομίχλη.
|| μτφ. υψηλός, οξύς•тонкий голос λεπτή φωνή.
2. μτφ. εύθραυστος• ευπαθής•тонкий механизм λεπτός μηχανισμός.
|| λεπτομερής, λεπτομερειακός•-ие знания οι λεπτομερείς γνώσεις•
-ая критика λεπτή κριτική•
тонкий анализ λεπτομερειακή ανάλυση.
3. μτφ. δυσδιάκριτος, δυσπαρατήρητος•-ие оттенки красок λεπτές αποχρώσεις χρωμάτων• тонкийтонкийие различия λεπτές διακρίσεις•
тонкий запах λίγη μυρουδιά•
тонкий юмор λεπτό χιούμορ•
тонкий намк λεπτός υπαινιγμός,
4. μτφ. φίνος, ντελικάτος• σεμνοπρεπής,5. ευαίσθητος• οξύς•тонкий слух οξεία ακοή•
-ое обоняние οξεία όσφρηση.
6. μτφ. εύστροφος, οξύνους, σπιρτόζος.εκφρ.- ая кишка – το λεπτό έντερο•тонкий сон – ελαφρός ύπνος•тонкий яд – βραδυενεργό δηλητήριο. -
20 παρ-οξύ-τονος
παρ-οξύ-τονος, mit dem scharfen Accent, ὀξεῖα, auf der vorletzten Sylbe bezeichnet, so gesprochen, geschrieben, Gramm.; auch adv., παροξυτόνως ἀνέγνωσται χερνίβα, Ath. IX, 409 a.
См. также в других словарях:
ὀξεία — ὀξείᾱ , ὀξύς 2 sharp fem nom/voc/acc dual (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξείᾳ — ὀξείᾱͅ , ὀξύς 2 sharp fem dat sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξεία — Μικρό νησί του Ιονίου πελάγους, που αποτελεί προέκταση των ακτών της Αιτωλοακαρνανίας μέσα στη θάλασσα. Ανήκει στο σύμπλεγμα των Εχινάδων. Απέναντι από το νησί εκβάλλει ο ποταμός Αχελώος, οι προσχώσεις του οποίου μειώνουν συνεχώς την απόσταση που … Dictionary of Greek
οξεία — η (θηλ. του επιθ. οξύς) 1. (γραμμ.) τόνος λέξης. 2. (μουσ.) σημάδι της βυζαντινής μουσικής ( ) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀξεῖα — ὀξύς 2 sharp fem nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρυγγίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ. Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας… … Dictionary of Greek
παγκρεατίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του παγκρέατος. Μπορεί να είναι οιδηματώδης, αιμορραγική, νευρωτική ή πυώδης. Προέρχεται από υπερφαγία, από ασθένειες του στομάχου, του δωδεκαδακτύλου, των χοληφόρων αγωγών ή του ήπατος ή και από στένωση των αγωγών του… … Dictionary of Greek
εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… … Dictionary of Greek
ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… … Dictionary of Greek
πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… … Dictionary of Greek
ὀξείας — ὀξείᾱς , ὀξύς 2 sharp fem acc pl (ionic) ὀξείᾱς , ὀξύς 2 sharp fem gen sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)