-
1 μέρισμα
μέρισμα, τό, das Getheilte, der Theil, Orph. Hymn. Pan. 16.
-
2 μέρισμα
μέρισμαpartneut nom /voc /acc sg -
3 μέρισμα
μέρισμα, τό, das Geteilte, der Teil -
4 μέρισμα
τό1) часть, доля; 2) фин. дивиденд -
5 μέρισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέρισμα
-
6 μέρισμα
dividendΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μέρισμα
-
7 temettü
μέρισμα -
8 dividend
μέρισμα -
9 μερίσματα
μέρισμαpartneut nom /voc /acc pl -
10 дивиденд
эк. το μέρισμα--Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дивиденд
-
11 дивидент
дивидентм эк. τό μέρισμα, τό τοκο-μερίδιο[ν]. -
12 bonus
['bəunəs]1) (an addition to the sum due as interest, dividend, or wages.) δώρο, έξτρα αμοιβή2) (something unexpected or extra: The extra two days holiday was a real bonus.) μποναμάς, πρόσθετο μέρισμα -
13 dividend
['dividend](the interest paid on shares etc: a dividend of 2%.) μέρισμα -
14 дивидент
[νιβιντιέντ] οοσ. α μέρισμα, τοκομερίδιο -
15 дивидент
[νιβιντιέντ] ουσ α μέρισμα, τοκομερίδιο -
16 дивиденд
-а α.κέρδος μετόχων, μέρισμα. -
17 доля
-и γεν. πλθ. -ей θ.1. μερίδιο, μερίδα, μέρισμα, μέρος, μερτικό, μοίρα, μοιράδι(ο)•делить на равные -и χωρίζω σε ίσια μέρη•
это имение досталось на -ю αυτό το κτήμα μού 'πέσε στο μερτικό μου•
моя доля наследства το μερίδιο μου από την κληρονομιά•
капика есть сотая доля рубля το καπίκι είναι το ένα εκατοστό του ρουβλιού•
третья, четвртая, гитая доля листа σχήμα φύλλου σε ένα τρίτο, τέταρτο, πέμπτο.
|| δόση, κόκκος•в его словах не было и -и истины στα λόγιατου δεν υπήρχε ούτε κόκκος αλήθειας•
доля здравого смысла κόκκος ορθού λόγου (λογικής σκέψης)•
2. τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, ριζικό. || (απλ.) ευτυχία.3. παλ. ρωσικό μέτρο βάρους ίσον προς 44 χιλιοστά του γραμμαρίου.εκφρ.быть в -е – είμαι μέτοχος•войти в -го – μπαίνω μέτοχος, γίνομαι μέτοχος•принять в -ю – παίρνω μέτοχο•на -ю – στο μερίδιο•на мою -ю – στο μερίδιο μου. -
18 надел
-а α.μερίδα, μερίδιο, μέρισμα, μέρος, μοιράδι. || κλήρος, μέρος γης κτήμα• οικόπεδο. -
19 μέρος
Grammatical information: n.Compounds: Rarely as 1. element, e.g. μερ-άρχης m. `distributing official' (Att. inscr.), `commander of a military division' (hell.), very often as 2. part, e.g. πολυ-μερής `consisting of many parts' (Ti. Locr., Arist.).Derivatives: (s. also on μερίζω below) μερίς, - ίδος f. `part, distribution, contribution, plot of ground, district, class' (Att., hell.; on the meaning as against μέρος Chantraine Form. 345) with μερίδ-ιον (Arr.); as 1. member a. o. in μεριδ-άρχης m. `governor of a district' (pap., LXX). -- From μέρος also: μερίτης m. `participant' (D., Plb.; Fraenkel Nom. ag. 2, 211, Redard 43) with μεριτικός `belonging to the με-ρίτης' (Lyd.), ( συμ-)μεριτεύω, - ομαι `distribute(among themselves)' (LXX, pap.), with μεριτεία `distribution of property' (pap.); μερικός `concerning the part, individual, special' (Aristipp. ap. D. L.) with - κεύω `consider as individual' (Steph. in Rh., Eust.); μερόεν μεριστικόν H.; μέρεια or - εία in ἐν τᾶι μερείᾱι (Tab. Heracl.; cf. Schwyzer 469). -- Denomin. (first from μέρος, but also from μερίς): μερίζω, Dor. - ίσδω, also mith prefix as ἐπι-, δια-, κατα-, `distribute', midd. `dictribute among one another, drive apart' (IA., Theoc., Bion) with ( ἐπι-, κατα-) μερισμός `dictribution' (Pl., Arist.), μέρισμα `part' (Orph.), κατα-, ἀνα-μέρισις `distribution' (Epicur.), ( συμ-)μεριστής `distributor' resp. `fellow-heir' (Ev. Luc., pap.), f. - ίστρια (sch.).Etymology: Verbal noun to μείρομαι `take one's share' (s. v.), perf. ἔμμορε `participate'; a supposition on νέμος (connected with νέμω `distribute') as example by Porzig Satzinhalte 264; the neutral σ-stems with ε-vowel were in general very productive (Schwyzer 512).Page in Frisk: 2,212Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέρος
См. также в других словарях:
μέρισμα — part neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρισμα — το (Α μέρισμα) [μερίζω] νεοελλ. 1. μοίρασμα, διανομή, μοιρασιά 2. μερίδιο 3. (οικον.) α) το μερίδιο κερδών για κάθε μετοχή που διανέμεται στους μετόχους μιας εταιρείας β) το ποσό που εισπράττει κάθε ασφαλισμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα από το … Dictionary of Greek
μέρισμα — το, ατος 1. μερίδιο: Τα μερίσματα των κτημάτων είναι δέκα στρέμματα. 2. το ποσό από τα κέρδη μιας εταιρείας που αναλογεί σε κάθε μέτοχο: Προνομιούχο μέρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μερίσματα — μέρισμα part neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερισματαπόδειξη — η η προσαρτημένη στη μετοχή απόδειξη είσπραξης με την οποία καταβάλλεται το μέρισμα που αναλογεί σε κάθε μετοχή, αλλ. μερισματόγραφο, κν. κουπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρισμα, ατος + απόδειξη. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής… … Dictionary of Greek
μερισματούχος — ο αυτός που έχει μέρισμα, μερίδιο, μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρισμα, ατος + ούχος*] … Dictionary of Greek
Politics of Greece — The Politics of Greece takes place in a large parliamentary representative democratic republic, whereby the Prime Minister of Greece is the head of government, and of a multi party system. Legislative power is vested in both the government and… … Wikipedia
αυτοχρηματοδότηση — η η χρηματοδότηση της λειτουργίας ή των επενδυτικών σχεδίων μιας επιχείρησης από τα συσσωρευμένα καθαρά κέρδη της, τα οποία δεν διανέμονται ως μέρισμα αλλά παραμένουν στη διάθεση της επιχείρησης … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek