-
1 μερικος
-
2 μερικός
μερικός, zum Theile gehörig, theilweise, gesondert, D. L. 2, 87 u. a. Sp.
-
3 μερικός
μερικόςpartial: masc nom sg -
4 μερικός
μερικός, zum Teile gehörig, teilweise, gesondert -
5 μερικός
η, ό[ν]1) частичный;μερική έκλειψη της σελήνης — частичное затмение луны;
μερική επιτυχία — частичный успех;
μερική επιστράτευση ( — или κινητοποίηση) — частичная мобилизация;
μερική εφαρμογή τού νόμου — частичное применение закона;
2.) частный, особый, отдельный;μερική περίπτωση — частный случай;
3) πλ. некоторые; немногие, несколько;μου χρειάζονται μερικά βιβλία ο) — мне нужны некоторые книги; — б) мне нужно иметь несколько книг;
έχω μερικά χρήματα — у меня есть немного денег;
μερικες φορές — а) иногда; — б) несколько раз;
μερικοί άνθρωποι — а) несколько человек; — б) некоторые люди;
§ μερικοί μερικοί — некоторые, кое-кто (при намёке)
-
6 μερικός
[мэрикос] εκ. частичный, некоторый, какой- то.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μερικός
-
7 μερικός
[мэрикос] επ частичный, некоторый, какой- то. -
8 μερικός
II particular, individual, special, Aristipp. ap. D.L.2.87, Demetr.Lac.Herc.1055.16, Hero *Deff.136.11 ([comp] Comp.), Porph.Sent.22, Jul.Gal. 148c, etc.; μ. ψυχή, νοῦς, Procl.Inst. 109, cf. Dam.Pr. 397;μ. καὶ θνητὸν ζῷον Hierocl. in CA 24p.474M.
Adv. -κῶς Gal.16.411
, Porph.Sent.22, etc.; opp. καθολικῶς, A.D.Adv.123.1: [comp] Comp. - ώτερον ib.138.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μερικός
-
9 μερικός
делуменГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μερικός
-
10 μερικός
1) partial2) someΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μερικός
-
11 partial
μερικός -
12 μερικά
μερικόςpartial: neut nom /voc /acc plμερικά̱, μερικόςpartial: fem nom /voc /acc dualμερικά̱, μερικόςpartial: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
13 μερικώτερον
μερικόςpartial: adverbial compμερικόςpartial: masc acc comp sgμερικόςpartial: neut nom /voc /acc comp sg -
14 μερικωτάτων
μερικόςpartial: fem gen superl plμερικόςpartial: masc /neut gen superl pl -
15 μερικωτέραις
μερικόςpartial: fem dat comp plμερικωτέρᾱͅς, μερικόςpartial: fem dat comp pl (attic) -
16 μερικωτέρων
μερικόςpartial: fem gen comp plμερικόςpartial: masc /neut gen comp pl -
17 μερικόν
μερικόςpartial: masc acc sgμερικόςpartial: neut nom /voc /acc sg -
18 μερικώτατα
μερικόςpartial: adverbial superlμερικόςpartial: neut nom /voc /acc superl pl -
19 μερικώτατον
μερικόςpartial: masc acc superl sgμερικόςpartial: neut nom /voc /acc superl sg -
20 частичный
μερικός, τμηματικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > частичный
См. также в других словарях:
μερικός — partial masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικός — ή, ό (ΑM) μερικός, ή, όν) [μέρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέρος ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο ειδικός, σε αντιδιαστολή προς τον γενικό (α. «η εισήγηση ήταν καλή, σε μερικά ζητήματα όμως ήταν πολύ ασαφής» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς… … Dictionary of Greek
μερικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στο μέρος ενός όλου: Τον χειρούργησαν με μερική νάρκωση. 2. στον πληθ., μερικοί, ές, ά ορισμένοι, κάποιοι: Μερικά παιδιά είναι ατίθασα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μερικά — μερικός partial neut nom/voc/acc pl μερικά̱ , μερικός partial fem nom/voc/acc dual μερικά̱ , μερικός partial fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικώτερον — μερικός partial adverbial comp μερικός partial masc acc comp sg μερικός partial neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικωτάτων — μερικός partial fem gen superl pl μερικός partial masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικωτέραις — μερικός partial fem dat comp pl μερικωτέρᾱͅς , μερικός partial fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικωτέρων — μερικός partial fem gen comp pl μερικός partial masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικῶν — μερικός partial fem gen pl μερικός partial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικόν — μερικός partial masc acc sg μερικός partial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικώτατα — μερικός partial adverbial superl μερικός partial neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)