Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μεριτεία

См. также в других словарях:

  • μεριτεία — μεριτεία, ἡ (Α) [μεριτεύομαι] 1. διανομή ιδιοκτησίας, μοιρασιά περιουσίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεριδαρχία» …   Dictionary of Greek

  • μεριτείας — μεριτείᾱς , μεριτεία division fem acc pl μεριτείᾱς , μεριτεία division fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριτείαν — μεριτείᾱν , μεριτεία division fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»