Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κλαδ-

См. также в других словарях:

  • πλαδαρός — ή, ό / πλαδαρός, ά, όν, ΝΜΑ (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) χαλαρός, μαλακός, άτονος (α. «πλαδαροί μαστοί» β. «πλαδαραὶ σάρκες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. (κυρίως για ύφος λόγου) ο στερούμενος εσωτερικής συνοχής και λογικής αλληλουχίας 2.… …   Dictionary of Greek

  • -ωτός — (I) ΝΜΑ κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας, που παράγονται από ουσιαστικά (πρβλ. αγκαθ ωτός, δαντελ ωτός, δικτυ ωτός, διχαλ ωτός, κλαδ ωτός, κροκ ωτός, οδοντ ωτός κ.ά.) (II) Ν κατάληξη επιθέτων τής Νέας Ελληνικής που… …   Dictionary of Greek

  • ζαρεύω — και ζαρεύγω παίζω ζάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάρι + κατάλ. ευω (πρβλ. κλαδ εύω, χαϊδ εύω)] …   Dictionary of Greek

  • κλαδαρός — κλαδαρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που σπάει εύκολα, εύθραυστος («τὰ δὲ δόρατα... λεπτά καὶ κλαδαρά ποιοῡντες», Πολ.) 2. μτφ. ηδυπαθής, ερωτόληπτος («κλαδαρὰς ὄψεις», Κλήμ.) 3. κυματοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλα δ αρός. Η ρίζα θα πρέπει να είναι τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …   Dictionary of Greek

  • κλειθρίον — κλειθρίον, τὸ (Α) μικρή κλειδαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρον + υποκορ. κατάλ. ίον, πρβλ. κλαδ ίον, στρουθ ίον] …   Dictionary of Greek

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

  • κλωνί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 355 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 35 χλμ. Δ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σπερχειάδος. * * * και κλωνίν, το (AM κλωνίον) μικρός κλώνος, κλαδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλών +… …   Dictionary of Greek

  • λιβαδωτός — λιβαδωτός, ή, όν (Μ) (για τόπο) 1. αυτός που περιστοιχίζεται από λιβάδια 2. ομαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβάδι + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκαθ ωτός, κλαδ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… …   Dictionary of Greek

  • πόνεμα — ατος, το, ΝΜ το να πονά κανείς, ο πόνος, η οδύνη και κυρίως η ψυχική νεοελλ. οδυνηρό εξάνθημα, καλόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονώ, κατά τα ουδ. σε εμα < ρ. σε εύω (πρβλ. κλάδ εμα, μάζ εμα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»