-
1 σχεδόν
σχεδόν (s. ἔχω, σχεῖν), adv., vom Orte, nahe, in der Nähe, lat. cominus; oft bei Hom. u. Hes., sowohl absolut, als mit dem gen. u. dat.; σχεδὸν ἐλϑέμεν, Il. 4, 247 u. öfter; σχεδὸν οὔτασε, aus der Nähe, im Nahkampf, 5, 458; ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ' ἀλλήλοισιν ἰόντες, 5, 14 u. öfter; auch σχεδὸν εἵαται, 10, 100. 422; ἀλλ' οὐ σχεδόν ἐστιν ἑλέσϑαι, 23, 268; μάλα σχεδὸν ἤλυϑεν Ἰδομενῆος, 13, 402, wie ὅςτις σχεδὸν ἔγχεος ἔλϑῃ, 20, 363, u. öfter; ἧσται σχεδὸν αἵματος, Od. 11, 142; auch von der Verwandtschaft, 10, 441; ϑάνατος δή τοι σχεδόν ἐστι, Il. 17, 202, u. sonst; πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη, Pind. Ol. 1, 74; παρέσταν σχεδόν, 11, 52; τύμβῳ σχεδόν, N. 10, 66; ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, P. 5, 38. – Nach Homer = beinahe, ungefähr; Soph. El. 599 O. R. 736 u. öfter; Eur. Hel. 111 u. öfter; in Prosa: σχ. πάντες, Her. 1, 10. 65; σχ. ταὐτά, 2, 48; τὴν διάνοιαν σχεδὸν ἁπάντων δίειμι, Plat. Phaedr. 228 d; σχεδόν τι λέγοντες ταὐτά, Parm. 128 b, und öfter so mit τί verbunden, wie Xen. Hell. 4, 2, 14 u. sonst; σχεδόν τι ταῦτα, grade das, Plat. Gorg. 472 c; bald mehr, bald weniger bejahend in Antworten, Soph. 250 c, u. sonst oft, wie bei Folgdn.
-
2 σχεδόν
1 near, closea adv., c. prep.ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.74
παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν O. 10.52
τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν P. 5.40
b prep.I c. dat.τοὶ δ' ἔναντα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ N. 10.66
“ἀλλά μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει Πα. 2. 73, cf. Παρθ. 2. 69. -
3 σχεδόν
Grammatical information: adv.Meaning: `near', of place and time (ep. lyr. Il.), `nearly, almost, about' (posthom. IA.);Other forms: Also - όθεν `from nearby' (Hom., A. R.; Schwyzer 628).Compounds: Comp. αὑτο-σχεδόν (- δά P 319) `right in the vicinity, very near' (Hom., Arat.), `at once' (A. R.) with αὑτοσχεδ-ίη, only in obl. cas.: dat. - ίῃ ( μάχῃ, ὑσμίνῃ?; cf. Trümpy Fachausdrücke 113), acc. - ίην `in close combat, man to man' (Hom.), ἐς σχεδόν `in close combat' (Tyrt.), ἐξ -ίης `inconsiderate, offhand' (h. Merc.); adj. - ιος `unprepared, improvised' (Arist., hell. a. late).Derivatives: σχέδ-ιος `nearby, belonging to close combat' (A. in lyr. a.o.), `adjacent, concerning the closest present, instantly, unprepared, improvised' (hell. a. late); adv. - ίην `in close combat' (Ε 830), `soon' (Nic.). -- From this the verbs: 1. σχεδι-άζω, also w. ἀπο- a.o., `to improvise, to do, make offhand, to act thoughtlessly' (hell. a. late) with - ασμα, - ασμός, - αστικῶς (hell. a. late.; on the meaning Koller Glotta 40, 183ff.). 2. αὑτοσχεδι-άζω `id.' (Att.) with - αστής (X.), - ασμα, - ασμός, - αστός, - αστικός (Pl. Com., Arist. a.o.).Etymology: From σχεῖν, σχέσθαι (s. ἔχω) with suffix - δον (Schwyzer 626; cf. Haas Μνήμης χάριν 1, 144f.); prop. `holding (himself) to, connecting'. Lat. LW [loanword] schedius, - ium. Cf. σχέδην.Page in Frisk: 2,837Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σχεδόν
-
4 σχεδόν
σχεδόν, vom Orte: nahe, in der Nähe, lat. cominus; σχεδὸν οὔτασε, aus der Nähe, im Nahkampf; auch von der Verwandtschaft; beinahe, ungefähr; bald mehr, bald weniger bejahend in Antworten -
5 σχεδόν
σχεδόν adv. (Hom. et al.) nearly, almost (Soph., X., Pla.; ins, pap; 2 Macc 5:2; 3 Macc 5:14, 45; EpArist, Philo, Just.; Tat. 41, 4) Ac 13:44 (cp. Jos., Ant. 7, 20 πᾶσαν σχεδόν); 19:26; Hb 9:22 (cp. Jos., Ant. 1, 18 πάντα σχ.); B 16:2; MPol 1:1; 22:3; EpilMosq 5.—DELG. -
6 σχεδον
Iadv. [σχεῖν]1) на близком расстоянии, близко, вблизи(στῆναι Hom.)
πηὸς μάλα σ. Hom. — ближайший родственник2) на близкое расстояние, вплотную(ἐλθεῖν τινι и τινος Hom.)
3) приблизительно, почтиσ. πάντες Her. — почти все;
σ. παρὰ τοῖσι ἄλλοισι Her. — почти у всех остальных;σ. τι ταὐτά Plat. — почти одно и то же;σ. τι πρόσθεν ἢ … Soph. — незадолго до того, как …;σ. ἐπίσταμαι Soph. — я почти уверен4) быть может, пожалуй, надеюсь, полагаюσ. ἱκανῶς Arst. — пожалуй, достаточно;
σ. τι τέν σέν οὐ καταισχύνω φύσιν Soph. — надеюсь, что (этим) я не порочу твоего рода;σ. οὐ πείσεται Plat. — он, полагаю, не послушается;σ. εἴρηκα ἃ νομίζω συμφέρειν Dem. — я сказал, кажется, (все), что считаю полезным:σ. συνίημι Her. — я склонен думать (что) …5) ( в ответах) пожалуй (что так) Plat.IIв знач. praep. cum gen. et dat.1) близ Hes., Pind.νῆσοι σ. ἀλλήλῃσι Hom. — близко расположенные друг к другу острова;
σ. ὕδατος Hom. — близ реки;σ. ἀνθρώπων Hom. — вблизи людей2) на близкое расстояниеσ. ἔγχεος ἐλθεῖν Hom. — подойти на близкое расстояние к копью
3) ( во времени) близкоθάνατός τοι σ. ἐστι Hom. — смерть твоя близка
-
7 σχεδόν
σχεδόν adv. ['держась (близко)'] близко; приблизительно, почти -
8 σχεδόν
σχεδόνnear: indeclform (adverb) -
9 σχεδόν
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σχεδόν
-
10 σχεδόν
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σχεδόν
-
11 σχεδόν
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σχεδόν
-
12 σχεδόν
επίρρ. почти; около, примерно -
13 σχεδόν
почти, приблизительно.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σχεδόν
-
14 σχεδὸν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σχεδὸν
-
15 σχεδόν
-
16 σχεδόν
[схэдон] επίρ. почти,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σχεδόν
-
17 σχεδόν
+ D 0-0-0-0-3=3 2 Mc 5,2; 3 Mc 5,14.45 -
18 σχεδόν
[схэдон] επίρ почти. -
19 σχεδόν
gairebe' -
20 σχεδόν
I of Place, near, hard by, [dialect] Ep. and Lyr.,δυσμενέες δ' ἄνδρες σ. εἵαται Il.10.100
;σ. εἴσιδε γαῖαν Od.5.392
, cf. 24.493; σ. οὔτασε at close quarters, Il.5.458;μή πώς σ' ἠὲ βάλῃ ἠὲ σ. ἄορι τύψῃ 20.378
, cf. 13.576, 16.828: sts. c. dat.,οὐ γάρ σφιν παῖδες σ. εἵαται 10.422
;νῆσοι ναιετάουσι σ. ἀλλήλῃσι Od.9.23
;οἳ δή σφι σ. εἰσι Hes.Sc. 113
; so στάθεν τύμβῳ ς. Pi.N.10.66 (also πὰρ ποδὶ ς. Id.O.1.74; ἀμφ' ἀνδριάντι ς. Id.P.5.40): more freq. c. gen., Φαιήκων γαίης ς. Od.5.288, cf. 475, 6.125, 9.117, 10.156, etc.;σ. αἵματος 11.142
.2 with Verbs of motion,σ. ἐλθεῖν τινι Il.9.304
, cf. Hes.Sc. 435; τινος Od.4.439;Ἀχαιίδος 11.481
;ὅστις σ. ἔγχεος ἔλθῃ Il.20.363
.II metaph. ofrelationship, καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα ς. Od.10.441.III of Time, [θάνατος] δή τοις. εἶσι Il.17.202
, cf. Od.2.284;σοὶ δὲ γάμος σ. ἐστιν 6.27
; σοὶ.. φημὶ σ. ἔμμεναι, ὁππότε.. [the time] is near, when.., Il.13.817.IV after Hom., about, approximately, more or less, roughly speaking,σ. κατὰ ταὐτά Hdt.6.42
;σ. τι ταὐτά Pl.Prm. 128b
;σ. τι τοιαῦτα Id.Smp. 201e
;σ. τι ταῦτα Id.Grg. 472c
;σ. πάντες Hdt.1.65
, 2.48, X.HG6.5.33, cf. Act.Ap.13.44, PRyl.81.7 (ii A.D.); πάντα ς. Arist.Mete. 350b21;σ. ἅπαντας Ar.Ec. 1157
;πάντες σ. ἢ οἵ γε πλεῖστοι Arr.Epict.1.11.7
;σ. ἐκ κρηνῶν οἱ πλεῖστοι ῥέουσιν Arist.Mete. 350b34
; σ. περὶ τριακόσια στάδια ib. 351a14; σ. τι πρόσθεν ἢ.. not long before, S.OT 736;σ. ἤδη τῆς κοίτης ὥρη προσέρχεται ὑμῖν Hdt.5.20
; σὺν τοῖς θεοῖς σ. ἔσται ὁ διάλογος (audit)ἕως τῆς λ τοῦ Παχών PTeb.58.58
(ii B.C.);σ... τὸν αὐτὸν.. καιρόν Inscr.Prien.105.13
(i B.C.); alsoσ. ἴσως Pl.Sph. 253c
, Arist.Top. 118a13;σ. που D.S.36.10
;σ. ὡς εἰπεῖν Arist.APo. 79a20
, Rh. 1382b28, Gem.16.28; σ. εἰπεῖν one might almost say, Pl.Sph. 237c, Ath.Mech.3.4, POxy.1033.11 (iv A.D.), PLips.34.16 (iv A.D.).2 with Verbs (freq. in [tense] pf.), esp. of saying or knowing,σ. εἴρηχ' ἂ νομίζω συμφέρειν D.3.36
;εἴρηται σ. ἱκανῶς Arist.APr. 32a16
; διώρισται ς. Id.Pol. 1328a19;τὸν ἐμὸν.. σ. ἤδη νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ar.Pl.33
;σ. ἐπίσταμαι S.Tr.43
;σ. οἶδα E.Tr. 898
;ἐγὼ σ. τὸ πρᾶγμα γιγνώσκειν δοκῶ Ar.Pl. 860
; freq. used to soften a positive assertion with a sense of modesty, sts. of irony,σ. γὰρ.. συνίημι Hdt.5.19
; σ. τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν I dare say I do not.., S.El. 609; σ. τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω I dare say it is a fool who thinks me foolish, Id.Ant. 470; σ. δέ τι καὶ τὸ ξύμπαν generally speaking in every respect, Th.3.68; σ. οὐδ' ὁπωστιοῦν σοι πείσεται probably not at all, Pl.Phd. 61c; σ. γὰρ ἔχω ὃ εἰπὼν ἀναγκάσω σε I think I have an argument, Id.Phdr. 236d.VI = σχέδην, ἠκολούθει σ. J.BJ1.17.2 (unless = followed at no long distance).
См. также в других словарях:
σχεδόν — near indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδόν — ΝΜΑ επίρρ. κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου (α. «είμαι σχεδόν έτοιμη» β. «πάντα τὰ πράγματα τοῑς Ἀθηναίοις σχεδὸν ὑπῆρχε», Πλούτ.) αρχ. 1. (στο έπος και στη λυρική ποίηση) (με τοπ. σημ. και συν. με δοτ.) πολύ κοντά («νῆσοι... ναιετάουσι μάλα… … Dictionary of Greek
σχεδόν — επίρρ. ποσ., περίπου, πάνω κάτω: Σχεδόν οι μισοί βουλευτές αποχώρησαν από την αίθουσα. – Βρέθηκε σχεδόν στο χείλος της καταστροφής. – Μου τα είπε σχεδόν όλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek