Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κεῖνται

См. также в других словарях:

  • κεῖνται — κεῖμαι Aër. pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

  • σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… …   Dictionary of Greek

  • CYCLADES — insulae maris Aegaei a promontor. Gerresto, ut Plin. notat, l. 4. c. 12. circa Delum hodie Sdille, quo singulis annis, Iuventus missa, ut festis interesset, in orbem sitae, unde et nomen acceperunt, Strabo, l. 10. Zonar. tom. 3. Dionys. v. 525.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OZOLAE — seu OZOLI Plinio, l. 3. c. 3. populi Achaiae, Aetolis finitimi, ad sinum Corinthiacum. Vide Lorcri; quorum alii ad sinum Corinthiacum, alii ad sinum Euboicum sunt. Locrorum species erant, simul et Opuntii et Epicnemidii, in Graecia; praeter quos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • POLYANDRIUM seu Polyandrum — Graece Πολυάνδριον, proprie coemeterium, h. e. ut habetur in Glossis graecis, MSS. Reg. μνῆμα, τάφος, εν ᾧ πολλοὶ ἄνδρες κεῖνται, monumentum, sepulchrum, ubi complures virisunt siti. Theodulfus Episc. Aurelianensis in Capitular. c. 9. Antiquus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • αχρωματισμός — Η άρση του χρωματικού σφάλματος, το οποίο οφείλεται στη διάθλαση του λευκού φωτός. Λευκό φως εννοούμε το ηλιακό φως, το φως του ηλεκτρικού λαμπτήρα, του βολταϊκού τόξου κλπ. Το λευκό φως αποτελείται από πολλά χρώματα (επτά είναι τα βασικά χρώματα …   Dictionary of Greek

  • εγγεγραμμένος — η, ο 1. αυτός που έχει γραφτεί («εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων, στο δημοτολόγιο»). 2. φρ. «εγγεγραμμένο σχήμα σε άλλο» σχήμα τού οποίου όλες οι κορυφές κείνται στην περίμετρο ενός άλλου σχήματος …   Dictionary of Greek

  • ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»