-
1 κατά-πλοος
κατά-πλοος, zsgz. -πλους, ὁ, das Herabfahren zu Schiffe, das ans Land Fahren, die Landung; Thuc. 4, 26; ἐκ κατάπλου πολιορκεῖν τὴν πόλιν, sogleich nach der Landung, Pol. 3, 40, 3, öfter; τοῦ οἴκαδε κατάπλου, Rückfahrt, Xen. Hell. 1, 4, 11. – Auch = der Landungsplatz, Sp.
-
2 πλόος
πλόος, ὁ, zsgzgn πλοῦς, die Schifffahrt; δολιχὸν πλόον ὁρμαίνοντας, Od. 3, 169; Hes. O. 632. 667; ναῶν πλόον εὐϑύν, Pind. Ol. 7, 32, u. öfter, wie Tragg.; πλοῦν ἐστείλαμεν, wir machten die Seefahrt, Soph. Ai. 1024; τὸν πλοῦν ποιεῖσϑαι, Phil. 548; auch καιρὸς καὶ πλοῦς ὅδ' ἐπείγει γὰρ κατὰ πρύμνην, günstige Schifffahrt, 1437; Eur. oft; u. in Prosa: Her. 2, 29. 156; μηδένα ἐκβῆναι ἐκ τῆς νεὼς πρὶν πλοῠς γένηται, Thuc. 1, 137; auch günstige Zeit, günstiger Wind zum Fahren, πλῷ χρησάμενοι, 3, 3, = εὔπλοια, wie καλλίστοις πλοῖς χρῆσϑαι Antiph. 5, 83. – Sprichwörtl. δεύτερος πλοῦς, wenn es so nicht geht, doch auf die andere Weise, Plat. Polit. 300 b Phaed. 99 d; ἐπεὶ τοῠ μέσου τυχεῖν ἄκρως χαλεπόν, κατὰ τὸν δεύτερόν φασι πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπ τέον τῶν κακῶν, Arist. eth. 2, 9; Folgde. – Spätere Dichter brauchen das Wort auch von Landreisen, Nic. Ther. 195 u. Antimach. beim Schol. dazu, vgl. Lob. Phryn. 615. – Phot. führt auch den unregelmäßigen plur. πλόες an. auch der gen. sing. lautete bei Sp. πλοός, vgl. Lob. Phryn. 453.
-
3 πλόος
A , X.An.5.7.7; gen. (Egypt, ii B.C.); dat. ; acc. ; later, a gen. sg. πλοός, as if of third declens. (cf. χοῦς A), Peripl.M.Rubr.62, OGI572.21 (Myra, ii/iii A.D.), X. Eph.1.14; dat.πλοΐ D.S.21.2
: pl.πλόες Phot.
; acc.πλόας IGRom. 4.841
([place name] Hierapolis): ([etym.] πλέω):—sailing, voyage, Od.3.169, Hdt. (who always has the disyll. form) 2.29, etc.;ἔσσεται Ἀγεάνακτι καλὸς π. ἐς Μιτυλάναν Theoc.7.52
;ναῶν π. Pi.O.7.32
;πλόον ὁρμαίνειν Od.
l.c.; πλοῦν στεῖλαι, ποιεῖσθαι, S.Aj. 1045, Ph. 552; ἔξω πλόου out of one's course, Pi.P.11.39;ἐπ' ἡμέρας τέσσερας πλόος Hdt.2.29
; μῆκός ἐστι πλόος ἡμέραι τέσσερες its length is four days' sail, ib. 158; ἐκ τῶν πλόων when the voyage is done, Id.1.185: metaph.,διὰ τοῦ πλοῦ.. τῆς ζωῆς Pl.Lg. 803b
.2 time or tide for sailing, ὡραῖος π., εἰαρινὸς π., Hes.Op. 630, 678;καιρὸς καὶ π. S.Ph. 1450
(anap.); π. ἡμῖν ἐγίγνετο, i.e. the wind was fair, Antipho 5.24, cf. Th.1.137;π. ἐστί τινι E.Hec. 899
, IA92;παραπεσόντος π. τισί Plb.4.57.6
; πλῷ χρήσασθαι to have a fair wind, Th.3.3;πλόον δοκάζων Sophr.52
: pl., .3 prov., δεύτερος π. 'the next best way', of those who try another scheme if the first fails (from those who use oars when the wind fails, ὁ δ. π. ἐστι δήπου λεγόμενος, ἂν ἀποτύχῃ τις οὐρίου (cj.),κώπαισι πλεῖν Men.241
), Pl.Phd. 99d, Phlb. 19c, Plt. 300c; δεύτερος δὲ π..., πειρᾶσθαι.. the next best thing is to try.., Arist.Pol. 1284b19;κατὰ τὸν δ. πλοῦν Id.EN 1109a35
;δ. ἂν εἴη π. τὸ.. Plb.8.36.6
: prov.,οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐπὶ τράπεζάν ἐσθ' ὁ π. Nicol.Com.1.26
, cf. Κόρινθος; ἡμέτερος ὁ π. 'our innings', Com.Adesp.274.4 later, = ὁδός, βαιὸν π. αἰὲν ὀκέλλει, of the crawling of a serpent, Nic.Th. 295, cf. Sch. ad loc. -
4 πλοος
стяж. πλοῦς ὅ (стяж. pl. πλοῖ)1) плавание, морское путешествие(τὸν πλοῦν ποιεῖσθαι Soph.)
πλόον ὁρμαίνειν Hom. — обдумывать морское путешествие;ἐπ΄ ἡμέρας τέσσερας πλόος Her. — четырехдневное плавание;ἐκ τῶν πλόων Her. — после плавания по морю;ὅ πλοῦς τῆς ζωῆς Plat. — жизненный путь2) поиски, попытка(ὅ δεύτερος πλοῦς ἐπὴ τέν τῆς αἰτίας ζήτησιν Plat.)
κατὰ τὸν δεύτερον πλοῦν Arst. — во-вторых3) благоприятный момент для отплытия, попутный ветер Hes., Thuc. -
5 κατάπλοος
κατά-πλοος, ὁ, das Herabfahren zu Schiffe, das ans Land Fahren, die Landung; ἐκ κατάπλου πολιορκεῖν τὴν πόλιν, sogleich nach der Landung; τοῦ οἴκαδε κατάπλου, Rückfahrt; der Landungsplatz -
6 πλέω
Grammatical information: v.Meaning: `to travel by sea, to sail, to navigate', w. prefix also `to swim, to flow' (Il.).Other forms: Aor. πλεῦσαι (Att.), fut. πλεύ-σομαι (Il.), - σοῦμαι (Att.), - σω (hell.), perf. πέπλευκα (S.), pass. πέπλευσμαι (youngtt.), πλευ-σθῆναι, - σθήσομαι (Arr.).Derivatives: πλόος, contr. πλοῦς ( ἀνά-, ἐπί-, περί-πλέω etc.) m. `navigation, seafaring', also `traveling time, traveling wind' (IA.); compp., e.g. εὔ-πλοος `with a good seafaring, navigating well' (Erinn., Theoc.) with - ίη, - ια f. (ep. poet. Il.), περί-πλους adj. `possible to sail round' (Th.), `sailing round' (AP), also `encasing' (Hp.; cf. ἐπίπλοον). From πλόος 1. the old inherited i̯o-deriv. πλοῖον n. `craft, ship' (IA; cf. bel.) with πλοι-άριον (Ar., X.), - αρίδιον (pap.); 2. πλόϊμος `navigable' (Att.), often written πλώϊμος after πλώω etc. (cf. Arbenz 48 f.); 3. πλοώδης `swimming, flowing', i.e. `not fixed, mobile' (Hp.), s. Strömberg Wortstud. 25; 4. πλοϊκός `id.' (Suid.); but 5. πλοί̄ζω `to commit navigation' (hell.) rather for older deverb. πλωΐζω (s. πλώω). -- From πλέω also the very rare πλεῦσις (simplex only H. s. νεῦσις), a.o. in ἐπίπλευσις f. `attack at sea' (Th. 7, 36 beside ἀνάκρουσις; otherwise ἐπίπλους). On πλεύμων, πλοῦτος s. v.Etymology: The primary themat. root-present πλέ(Ϝ)ω agrees with Skt. plávate `swimm, flow', OCS plovǫ, pluti ' πλέω', prob. also with Lat. pluit `it rains' (from * plovit \< * plevit; cf. Ernout-Meillet s. v.); with πλεύσομαι agrees, prob. as parallel innovation, Skt. ploṣyati. Beside the nom. actionis πλό(Ϝ)ος stands in Skt. with expected oxytonesis the nom. agentis plavá- m.; with this identical Russ. plov `ship, barge' and Toch. B plewe `ship' (IE *plou̯os). Thus πλοῖον (for *πλόϜιον) = OWNo. fley n. `ship'. Furher forms, for Greek without interest, with rich lit. in WP. 2, 94f., Pok. 835ff., W.-Hofmann s. pluō, Mayrhofer s. plávate and plaváḥ, Fraenkel s. pláuti; on related rivernames, e.g. NHG Fliede(n), Krahe Beitr. z. Namenforsch. 9, 1ff. -- S. also πλώω, πλύνω; (not πολύς)}.Page in Frisk: 2,559-560Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλέω
-
7 αὐτός
1 emphatic adj., himself, herselfa nom.,Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48
ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62
αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135
ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56
δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50
τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91
ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
“εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.b c. subs.αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50
οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76
Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169
Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31
ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1
ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8c c. pron.κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.2 reflex. pron.ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265 “ ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” ( αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.3 him, her, it pers. pron.ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73
ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19
ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45
Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49
νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98
γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32
δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32
τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101
Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19
δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44
“ πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμεν” P. 4.38ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67
ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121
αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128
“τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” P. 4.155κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200
τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218
κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118
ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8
ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69
δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36
νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37
ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39
ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ.. 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.4 ὁ αὐτός v. ὁ C. 7. -
8 κεῖνος
κεῑνος (-ος, -ου, -ῳ, -ον, -οι, -ων, -οις, -οισι(ν), -ους; -αι; κεῖνο nom., acc., -α acc.: ἐκεῖνος codd., O. 2.99, O. 3.31, O. 6.102, O. 10.30, O. 10.41, O. 13.76, O. 13.87, P. 3.55, N. 3.11, N. 5.22, I. 8.65, fr. 137. 1, corr. Boeckh.)1 that, those cf. Des Places, 67.a with prior reference.ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα those 29 victories of the trainer Melesias O. 8.62 κεῖνον κατὰ χρόνον sc. of his victory O. 10.102 κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει Typhos P. 1.25 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron. P. 1.42 κείνας ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους those with which he won his victory P. 2.8 “ κεῖνος ὄρνις” P. 4.19 “ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” Libya P. 4.48ἀλλ' ἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον P. 4.243
καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας Damophilos P. 4.289 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί (τὸν Ἀρκεσίλαν. Σ.) P. 5.107κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν P. 9.68
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς Chromios N. 1.9 ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμόν ( Αἰδώς v. 33) N. 9.36 κείνων λυθέντες ( δεσμῶν supp. Wil.) fr. 35. ]αι κείνῳ χρόνῳ Δ. 4. d. 1. pro subs., emphasising some previously mentioned person or thing, ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρή (Hieron v. 23) O. 1.101 καὶ κεῖνος, ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; (Theron v. 95) O. 2.99 κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ἐπίστανται ( ἡμίονοι v. 22) O. 6.25 κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (Hermes v. 79) O. 6.80 θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι (the relatives of Hagesias in Stymphalos and Syracuse, cf. οἴκοθεν οἴκαδ v. 99) O. 6.102 κείνοισι μὲν — πολὺν ὗσε χρυσόν (the Rhodians v. 48: κείνοις ὁ coni. Mingarelli) O. 7.49 κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα (Melesias v. 54) O. 8.62 κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν ( Χάριτες v. 27) O. 9.28 κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ( λαοί v. 46) O. 9.53 δάμασε καὶ κείνους (Kteatos and Eurytos v. 28) O. 10.30 καὶ κεῖνος ( Αὐγέας v. 35) O. 10.41 ἀπὸ κείνου χρήσιος (Polyidos v. 75) O. 13.76 σὺν δὲ κείνῳ (Pegasos v. 86) O. 13.87 τῷ πόλιν κείναν Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (Aitna v. 60) P. 1.61 ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Asklepios from v. 53) P. 3.55 τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε (Hieron v. 72) P. 3.75 μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν (the golden fleece v. 69) P. 4.69 “ ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν” (the family of Cheiron v. 105) P. 4.105 κείνου γε κατὰ κλέος (Jason v. 123) P. 4.125 σὺν κείνοισι (with his relatives = οἱ δ v. 133) P. 4.134 “ κείνων φυτευθέντες” (Kretheus and Salmoneus v. 143) P. 4.144 κεῖνος γὰρ (Damophilos v. 281) P. 4.281 κεῖνόν γε καὶ (Battos v. 55) P. 5.57 κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν (the marriage of Apollo and Cyrene v. 66) P. 9.68 κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν (Nereus v. 94) P. 9.95πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.123
βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν ( τινα v. 64) N. 1.68 ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι (the triumph singers v. 4) N. 3.11 κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι (Kallikles v. 80) N. 4.85 πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός (Aiakidai v. 15) N. 5.22 ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς (Peleus v. 26) N. 5.30 καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος (Peleus v. 36: καὶ σοῦ e Σ Christ) N. 5.43 κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν (Praxidamos v. 15) N. 6.17 ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες (Aiakos v. 8) N. 8.10 κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν ( Φθόνος, from φθονεροῖσι v. 21) N. 8.23 ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν (Amphitryon v. 13) N. 10.14 κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα (Lynkeus v. 61) N. 10.62 κεῖνοι γὰρ (Kastor and Iolaos v. 16) I. 1.17 πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (Aiakidai v. 43) I. 5.47 πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα (Telamon v. 26) I. 6.31 ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας (Nikokles v. 64) I. 8.65 κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος (the ancestors of the Abderitans v. 59) Πα. 2.. Διὸς παῖς ὁ χρυσός. κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. as antecedent of preceding relative clause, οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2.b without prior reference. ( θεὸς)ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
, cf. O. 6.1022 τοιοῦτος, such a one as that εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ; O. 6.7 προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ (τουτέστι τὸν τοιοῦτον. Σ: such as Homer lit for Aias) I. 4.43 σειρῆνα δὲ κόμπον μιμήσομ' ἀοιδαῖς κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.3 fragg. ]ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Pae. 10.19
κείνῳ μὲν Αἴτνα δεσμὸς ὑπερφίαλος ἀμφίκειται fr. 92. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν (Teuffel: ἐκεῖνα κοινὰ εἶσ codd.) fr. 137. 1. κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. -
9 εὐθύς
A straight, direct, whether vertically or horizontally, opp. σκολιός, καμπύλος, Pl.Tht. 194b, R. 602c, etc.; κατὰ τὸ εὐθὺ ἑστάναι stands still with reference to the vertical, of a spinning top, ib. 436e; εὐ. πλόος, ὁδοί, Pi.O.6.103, N.1.25, etc.;εὐθυτέρα ὁδός X.Cyr.1.3.4
;ὁδοὺς εὐθείας ἔτεμε Th.2.100
;ῥόμβος ἀκόντων Pi.O.13.93
; εὐθείᾳ (sc. ὁδῷ) by the straight road, Pl.Lg. 716a;εὐθεῖαν ἕρπε A.Fr. 195
; τὴν εὐ. E.Med. 384;ἐπ' εὐθείας D.S.19.38
, Ascl.Tact.2.6, Plot.2.1.8; so alsoεἰς τὸ εὐ.βλέπειν X.Eq.7.17
, etc.; πλήρης τοῦ εὐθέος tired of going straight forward, ib.14; ἡ ἐς τὸ εὐ. τῆς ῥητορικῆς ὁδός the direct road to.., Luc.Rh.Pr. 10; κατ' εὐθύ on level ground, LXX 3 Ki.21.23; but ἡ κατ' εὐ. τάσις in the direct line, Apollon.Cit.2; on the same side, Gal.8.62; also, opp. εἰς τὸ ἐντός, Plot.6.7.14.2 in moral sense, straightforward, frank, of persons, ;κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ Pi.P.3.28
;ῥῆτραι Tyrt.4.6
;τόλμα Pi.O. 13.12
;δίκα Id.N.10.12
;κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην A.Eu. 433
, cf.Ἀρχ. Ἐφ. 1911.134
([place name] Gonni);ὁ εὐθὺς λόγος E.Hipp. 492
;τὸ εὐ. τε καὶ τὸ ἐλεύθερον Pl.Tht. 173a
; ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγειν to speak straight out, Th.3.43; ἐκ τοῦ εὐ. ὑπουργεῖν outright, openly, without reserve, Id.1.34; ἐκ τοῦ εὐ., opp. δι' αἰνιγμάτων, Paus.8.8.3: in fem.,τὴν εὐθεῖάν τινι συνειπεῖν Plu.Cic.7
;ἁπλῶς καὶ δι' εὐθείας Id.2.408e
; ἀπ' εὐθείας ib.57a, Fab.3; κατ' εὐθεῖαν by direct reasoning, Dam.Pr. 432; μηδὲν ἐξ εὐθείας παρέχει (an amulet) does no good directly, Sor.2.42.3 εὐθεῖα, ἡ, as Subst.,a (sc. γραμμή) straight line, Arist.APr. 49b35, al., Euc. 1 Def.7, al.; ἐπ' εὐθείας εἶναι lie in a straight line, Archim.Con.Sph.7, al.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν εὐ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐ. ἐκτείνειν, in the same line, Plb. 3.113.2,3; ἐπὶ μίαν εὐ. ib.8: [comp] Comp.,εὐθυτέρα ἡ γραμμὴ γίνεται Arist. Mech. 855a24
.b (sc. πτῶσις) nominative case, D.T.636.5, A.D. Pron.6.11, etc.; κατ' εὐθύ in the nominative, Arist.SE 182a3.B as Adv., [full] εὐθύς and [full] εὐθύ, the former prop. of Time, the latter of Place, Phryn.119, etc.I [full] εὐθύ, of Place, straight, usu. of motion or direction, straight to..,h.Merc.
342; ; εὐ. [τὴν ἐπὶ] Βαβυλῶνος straight towards.., X.Cyr.5.2.37: and so c. gen., εὐ. τῶν κυρηβίων, εὐθὺ Πελλήνης, Ar.Eq. 254, Av. 1421;εὐ.τοῦ Διός Id. Pax68
;εὐ. τοὐρόφου Eup.47
; , cf. Th.8.88, etc.; ἀποθανούμενος ᾔει εὐ. τοῦ δαιμονίου in opposition to.., Pl.Thg. 129a (s.v.l.); cf. ἰθύς.b νῆσον οἰκεῖ εὐθὺ Ἴστρου opposite.., Max.Tyr.15.7.3 rarely of Time, Philoch.144, Arist.Rh. 1414b25, UPZ77.27 (ii B.C.), PGrenf.1.1.24 (ii B.C.), Aristeas 24, Luc.Nav.22.II [full] εὐθύς,1 of Time, straightway, forthwith, Pi.O.8.41;ὁ δ' εὐ. ὡς ἤκουσε A.Pers. 361
;ὁ δ' εὐ. ἐξῴμωξεν S.Aj. 317
;τὸ μὲν εὐ. τὸ δὲ καὶ διανοούμενον Th.1.1
, cf. 5.3, 7.77; joined with other adverbial words,τάχα δ' εὐ. ἰών Pi.P.4.83
;εὐ. κατὰ τάχος Th.6.101
; εὐ. παραχρῆμα (v. sub παραχρῆμα); εὐ. ἀπ' αρχῆς Ar. Pax84
(anap.);εὐ. ἐξ ἀρχῆς X.Cyr.7.2.16
; ἐξ ἀρχῆς εὐ. Arist.Pol. 1287b10;εὐ. κατ' ἀρχάς Pl.Ti. 24b
;ἀφ' ἑσπέρας εὐ. ἤδη Luc. Gall.1
; εὐ. ἐκ νέου, ἐκ παιδός, even from one's youth, Pl.R. 485d, 519a;εὐ. ἐκ παιδίου X.Cyr.1.6.20
: with a part.,εὐ. νέοι ὄντες Th.2.39
;εὐ. ἥκων X.An.4.7.2
;εὐ. ἀπεκτονώς D.23.127
; τοῦ θέρους εὐ. ἀρχομένου just at the beginning of summer, Th.2.47; ἀρξάμενος εὐ. καθισταμένου [τοῦ πολέμου] from the very beginning of the war, Id.1.1; εὐ. ἀποβεβηκότι immediately on disembarking, Id.4.43; εὐ. γενομένοις at the moment of birth, Pl.Tht. 186b: metaph., at once, naturally, ὑπάρχει εὐθὺς γένη ἔχον τὸ ὄν Being falls at once into genera, Arist. Metaph. 1004a5, cf.Po. 1452a14: with Subst.,ἡ τῶν Ἰταλιωτῶν εὐθὺς φυγή Hdn.8.1.5
.2 less freq. in a local relation, ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐ. just above the city, Th.6.96; παρ' αὐτὴν εὐ. ὁ ἔσπλους ἐστίν directly past it (the mole), Id.8.90; ἐγγύτατα τούτου εὐ. ἐχομένη immediately adjoining this, ibid., cf. Theoc.25.23; εὐ. ἐπὶ τὴν γέφυραν Foed. ap. Th.4.118, cf. X.Cyr.7.2.1,2, 2.4.24, Ages.1.29; τὴν εὐ. Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν the road leading straight to Argos, E.Hipp. 1197 (condemned by Phot.);εὐ. Λυκείου Pherecr.110
, cf. Arist.HA 498a32, etc.3 of Manner, directly, simply, v.l. in Pl.Men. 100a.4 like αὐτίκα 11: for instance, to take the first example that occurs,ὥσπερ ζῷον εὐθύς Arist.Pol. 1277a6
, cf. Cael. 284b10, etc.;οἷον εὐθύς Cleom. 1.1
, D.Chr.11.145.C regul. Adv. [full] εὐθέως, used just as εὐθύς, S.Aj.31, OC 994, E. Fr.31, Pl.Phd. 63a, etc.; αἰσθόμενος εὐθέως as soon as he perceived, Lys.3.11;ἐπεὶ εὐθέως ᾔσθοντο X.HG3.2.4
;εὐθέως παραχρῆμα Antipho 1.20
, D.52.6.2 = εὐθύς B. 11.4, οἷον εὐθέως as for example, Plb.6.52.1,12.5.6 (dub. sens. in Hp.Art.55); so εὐ. alone, Ph.2.589. ( εὐθέως is the commoner form in later Greek, PCair.Zen.34.17 (iii B.C.), etc.) -
10 ἔσχατος
A like ἔγ-κατα):I of Space, as always in Hom., farthest, uttermost, extreme, θάλαμος ἔ. the hindmost chamber, Od.21.9 ; at the end of the lines,Il.
10.434, cf.8.225 ; ἔσχατοι ἀνδρῶν, of the Aethiopians, Od.1.23 ;οἰκέομεν..ἔσχατοι 6.205
;ἐσχάτη τῶν οἰκεομένων ἡ Ἰνδική Hdt.3.106
, cf. Th.2.96, etc.;τὸ ἔ. τῆς ἀγορᾶς X.HG3.3.5
;ὑπ'..ἐσχάτην στήλην S.El. 720
; τάξις ἐ. the farthest part of the army, Id.Aj.4 : pl.,ἔσχατα γαίης Hes.Th. 731
;τὰ ἔ. τῶν στρατοπέδων Th.4.96
;ἐπ' ἔσχατα χθονός S.Fr. 956
;αἱ ἐπ' ἔσχατα τοῦ ἄστεως οἰκίαι Th.8.95
; ἐξ ἐσχάτων ἐς ἔσχατα ἀπικέσθαι from end to end, Hdt.7.100, cf. X.Vect.1.6 ;παρ' ἔσχατα λίμνης Pl.Phd. 113b
, cf. Th.3.106:—in various senses, uppermost,ἐ. πυρά S.El. 900
; lowest, deepest,ἀΐδας Theoc.16.52
;ἅλς AP13.27
(Phal.) ; innermost, ; last, hindmost,ἤλαυνε δ' ἔ. Id.El. 734
; ἐπ' ἐσχάτῳ at the close of a document, PTeb.68.54 (ii B.C.), etc.2 of Degree, uttermost, highest,τὸ ἔ. κορυφοῦται βασιλεῦσι Pi.O.1.113
;ἀνορέαι ἔ. Id.I.4(3).11
;σοφία Lib.Or.59.88
; of misfortunes, sufferings, etc., utmost, last, worst, πόνος, ἀδικία, κίνδυνοι, Pl.Phdr. 247b, R. 361a, Grg. 511d ;ὀδύναι αἱ ἔ. Id.Prt. 354b
; δῆμος ἔ. extreme democracy, Arist.Pol. 1296a2.b Subst., τὸ ἔ., τὰ ἔ., the utmost,ἐς τὸ ἔ. κακοῦ ἀπιγμένοι Hdt.8.52
;τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔ. κακοῦ Id.1.22
; without Art.,ἐπ' ἔσχατα βαίνεις S. OC 217
(lyr.) ;προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους Id.Ant. 853
(lyr.) ;ἐπ' ἔ. ἐλθεῖν ἀηδίας Pl.Phdr. 240d
, cf. R. 361d, etc.;ὃ πάντων κακῶν ἔσχατόν ἐστι, τοῦτο πάσχει Id.Phd. 83c
;οἱ τὰ ἔ. πεποιηκότες X.Cyr.8.8.2
; ζημιοῦσθαι πᾶσι τοῖς ἐ., Lat. extremis suppliciis, Pl.Plt. 297e ; ἔσχατ' ἐσχάτων κακά worst of possible evils, S.Ph.65, cf. Philem.178 ;εἰς τὰ ἔ. ἐληλυθώς UPZ60.12
(ii B.C.) : [comp] Comp.οὔτε γὰρ τοῦ ἐσχάτου -ώτερον εἴη ἄν τι Arist.Metaph. 1055a20
: [comp] Sup. - ώτατος f.l. in X.HG2.3.49, cf. Phryn.51 ;τὰ -ώτατα Phld.Hom.p.320
.3 of Persons, lowest, meanest, D.S.8.18, D.C.42.5, Alciphr.3.43 : prov., οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔ., i.e. the meanest of mankind, Magnes 5, cf. Philem.77 ; in Pl.Tht. 209b it seems to mean the remotest of mankind, cf. πρὸς ἐσχάτην Μυσῶν v.l. in App.Prov.2.85 (παρὰ τοῖς ἐ. τῆς Μυσίας Apostol.8.1
); similarlyοὐδὲ τὸν ἔσχατον Καρῶν Plu.2.871b
.4 of Time, last, ἐς τὸ ἔ. to the end, Hdt.7.107, Th.3.46; ἔ. πλόος, ναυτιλίαι, the end of it, Pi.P.10.28, N.3.22 ; ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας over the last scion of the race, S.Ant. 599 (lyr.); ἔ. Ἑλλήνων, Ῥωμαίων, Plu.Phil.1, Brut.44 : neut. ἔσχατον, as Adv., for the last time, S.OC 1550 ; finally, best of all, 1 Ep.Cor.15.8; at the latest,ἔ. ἐν τρισὶ μησίν SIG1219.11
(Gambreion, iii B. C.), cf. Inscr.Prien.4.45 (iv B. C.); εἰς τὴν ἐσχάτην at the last, LXXEc.1.11 ; ἐπ' ἐσχάτῳ ib.2 Ki.24.25, al.: Subst. ἐσχάτη, ἡ, end,οὐχ ἕξεις ἐ. καλήν Astramps.Orac.21.4
, cf. 40.3.5 in the Logic of Arist., τὰ ἔ. are the last or lowest species, Metaph.1059b26, or individuals, ib.998b16, cf. AP0.96b12, al.;τὸ ἔ. ἄτομον Metaph.1058b10
.II Adv. - τως to the uttermost, exceedingly,πῦρ ἐ. καίει Hp. de Arte8
;ἐ. διαμάχεσθαι Arist.HA 613a11
;ἐ. φιλοπόλεμος X.An.2.6.1
;φοβοῦμαί σ' ἐ. Men.912
, cf. Epicur.Ep. 1p.31U.b - τως διακεῖσθαι to be at the last extremity, Plb.1.24.2, D.S.18.48 ;ἔχειν Ev.Marc.5.23
;ἀπορεῖν Phld.Oec.p.72J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔσχατος
См. также в других словарях:
ακτοπλοΐα — Κατά λέξη, ο πλους κοντά στις ακτές. Ειδικότερα, η συγκοινωνία μεταξύ των λιμανιών μιας χώρας αλλά και η σχετική ναυτιλία (βλ. λ. ναυσιπλοΐα). * * * η Ναυτ. 1. η ναυσιπλοΐα κοντά στην ακτή. Η τέχνη τής πλεύσης με τη βοήθεια χαρακτηριστικών… … Dictionary of Greek
-πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ωκύπλοος — ον, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ταχὺ πλέων» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ταχύπορος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πλόος (< πλέω), πρβλ. ταχύ πλοος] … Dictionary of Greek
ORION — Poetis venator est, et satelles Dianae, auditor Atlantis, qui doctrinam de caelestibus motibus, et stellis ex Libya in Graeciam attulit. Nomen eius quidam ab ὥρα, quod significat differentias temporum anni, ver, aeslatem, etc. deducunt. Quamquam… … Hofmann J. Lexicon universale
πλοϊκός — ή, ό / πλοϊκός, ή, όν, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον πλου 2. φρ. «πλοϊκοί φανοί [ή πλοϊκά φώτα]» φώτα που οφείλει να έχει αναμμένα σε όλη τη διάρκεια τής νυκτερινής πορείας του ένα πλοίο στον πρωραίο ιστό,… … Dictionary of Greek
ταχυπλοΐα — η, ΝΑ [ταχύπλους / πλοος] η ταχύτητα κατά την πλεύση … Dictionary of Greek