-
1 δουλικά
δουλικόςslave: neut nom /voc /acc plδουλικά̱, δουλικόςslave: fem nom /voc /acc dualδουλικά̱, δουλικόςslave: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 δουλικάς
δουλικά̱ς, δουλικόςslave: fem acc pl -
3 ταπεινός
ταπεινός, niedrig; – a) vom Orte, niedrig gelegen; ταπεινοὶ ἔζοντο, Eur. Or. 1411; χώρα, Plut. Cam. 28; – gering, schlecht, καὶ ἄπορος δίαιτα Plat. Legg. VI, 762 e, u. Folgde; τριήρεις, neben ὰλιτενεῖς, mit niedrigem Bord, Plut. Them. 14; übertr., λέξις ταπεινή, Arist. poet. 22. – b) unterwürfig, demüthig, auch verzagt, kleinmüthig, feig; σὺ δ' οὐδέπω ταπεινὸς οὐδ' εἴκεις κακοῖς, Aesch. Prom. 320, vgl. 910; διάνοια, Thuc. 2, 61; καὶ ἀνελεύϑερον, Xen. Mem. 3, 10, 5; Ggstz von ἀστεῖος Isocr. 2, 34, von φιλόκαλος 1, 10, von σεμνός 3, 42; ψυχαί, 4, 151; ταπεινῶς im Ggstz von ὑπερηφάνως, 152; πρὸς τὴν ἀρχήν, 3, 56; διάνοια, Thuc. 2, 61; δουλεία ταπεινὴ καὶ ἀνελεύϑερος, Plat. Legg. VI, 774 c, u. öfter; im guten Sinne, καὶ κεκοσμημένος, Legg. IV, 716 a; gehorsam, ταπεινόν τινα παρέχειν, Xen. An. 2, 5, 12; – λόγοι μέτριοι καὶ ταπεινοί, Dem. 45, 5, u. öfter; vgl. πολλὰ ταπεινὰ καὶ δουλικὰ πράγματα τοὺς ἐλευϑέρους ἡ πενία βιάζεται ποιεῖν, 57, 45; ταπεινὸς τὴν γνώμην, Luc. somn. 9; – ταπεινὰ πράττειν, in schlechten Umständen sein, Plut. Thes. 6.
-
4 κατα-χράω
κατα-χράω (s. χράω), 1) act. nur in der 3. pers.; Her. 1, 164 καταχρᾷ, es ist genug, reicht aus; ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα αὐτοῖς 7, 70, die Mähne diente statt des Helmbusches; καταχρήσει 4, 118, öfter; δός τι καὶ καταχρήσει Phoenix bei Ath. VIII, 360 a. – 2) med. (vgl. χράομαι), brauchen, gebrauchen zu Etwas; Plat. oft, εἴς τι, ἐπινοῶν εἰς τὴν αὑτοῦ ποίησιν καταχρήσασϑαι τῷ λόγῳ Critia. 113 a, wie Legg. III, 700 b; οὐ δεῖ τῷ πιστευϑῆναι εἰς τὸ μεῖζον δύνασϑαι κακουργεῖν καταχρῆσϑαι Dem. 19, 277; κατεχρῶντο τούτοις σύμπασιν ἐπὶ φιλοσοφίαν Plat. Polit. 272 c; πρός τινας Conv. 187 c Crat. 426 e; ἐν καιρῷ πράξεσιν Isocr. 4, 9; ἐμπειρίαις 174; κενῇ προφάσει κατεχρῶ Dem. 18, 150; öfter λόγῳ, einen Vorwand brauchen, vorgeben, sagen; auch ohne λόγῳ, οἵτινες κατεχρῶντο ὡς τῷ Πολέμωνι οὐδεμία γένοιτο ἀδελφή 43, 39, vgl. 48, 44. – Oft auch = einen schlechten Gebrauch von Etwas machen, mißbrauchen, bes. Sp.; D. Sic. 20, 101; Luc. de luct. 20; N. T.; ὀνόματι, ein Wort in uneigentlicher Bedeutung brauchen, Strab. 5, 1, 2 u. Gramm.; – verbrauchen, aufbrauchen, τῇ τῶν προγόνων δόξῃ μὴ καταχρησόμενοι μηδ' ἀναλώσοντες αὐτήν, wo es auch mißbrauchen sein kann, Plat. Menex. 247 a; τί, Lys. 19, 22; so steht auch das perf. in pass. Bdtg, τὰ μέγιστα κατακέχρηται, im Ggstz von μικρὰ παραλε λεῖφϑαι, Isocr. 4, 74; Sp. – Umbringen, niedermachen, tödten, τὸν παῖδα Her. 1, 117, ἑωυτόν 1, 82; pass., καταχρησϑῆναι 9, 120; auch Sp., καταχρήσασϑαι τὰ δουλικὰ σώματα Pol. 1, 85, 1. – Allgemeiner, οὐδ' ἥκω παραιτησόμενος ὑμᾶς, ἀλλὰ καταχρήσασϑέ μοι, εἰ δοκῶ τοιοῦτος εἶναι, macht mit mir, was ihr wollt, bestraft mich, Aesch. 1, 122. – 3) ( κίχρημι) sich leihen, τὰ ὀφειλόμενα καὶ εἰς ὅ τι ἕκαστον αὐτῶν κατεχρήσατο Dem. 49, 4, vgl. 47, 50.
-
5 ἐξ-ωμίς
ἐξ-ωμίς, ίδος, ἡ, ein einfaches Oberkleid od. Unterkleid (vgl. Hesych.) mit keinem, oder nach Schol. Ar. Vesp. 444 mit Einem Aermel (ἑτερομάσχαλα καὶ δουλικὰ ἱμάτια), das Sklaven u. ärmere Bürger trugen, Ar. Eccl. 662. 1021 (nach Suid. εὐτελὴς χιτὼν ἐλευϑέριος οὐκ ἐπισκεπάζων τοὺς βραχίονας; nach Poll. 4, 118 λευκὸς ἄσημος κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν ῥαφὴν οὐκ ἔχων); auch Lacedämonier, Ael. V. H. 9, 34, u. Einfachheit affectirende Cyniker, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 153. Bei den Römern nach Gell. 7, 12 tunica substricta et brevis citra humerum desinens; Plut. Cat. mai. 3 u. a. Sp.
-
6 διακονημα
-
7 διακόνημα
A servants' business, service,δουλικὰ δ. Pl.Tht. 175e
;δ. ἐγκύκλια Arist.Pol. 1255b25
, cf. CIG2811b24 (Aphrodisias, prob.).II pl., instruments or utensils of service, Ath.6.274b, Diog.Ep.37.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακόνημα
-
8 ἐξωμίς
ἐξ-ωμίς, ίδος, ἡ, ein einfaches Oberkleid od. Unterkleid mit keinem, oder einem Ärmel ( ἑτερομάσχαλα καὶ δουλικὰ ἱμάτια), das Sklaven u. ärmere Bürger trugen; auch Lacedämonier u. Einfachheit affektierende Cyniker. Bei den Römern: tunica substricta et brevis citra humerum desinens -
9 δοῦλος
Grammatical information: m.Meaning: `slave, servant', also as adj. with the comp. δουλότερος (Hdt.); δούλη f. `slave-woman, maid' (Il.); on the extension E. Kretschmer Glotta 18, 74f.Other forms: δῶλος Cret.;Compounds: many subst. and adj. compp.Derivatives: δουλίς f. (Hyp.; cf. Schwyzer 127 and 465) with δουλίδιον (H.), δουλάριον (Ar.). - δουλοσύνη `servanthood' (Ion., Od.; vgl. Porzig Satzinhalte 226) with δουλόσυνος (E. Hek. 448 [lyr.]); s. Frisk Eranos 43, 220. - δούλιος, - ειος `slavish, of a servant' (Hom.), δούλεος `id.' (A. R.), δουλικός `id.' (Att. etc.), δουλικά ( σώματα) n. pl. `slaves' (Peripl. M. Rubr., Pap.). - Denomin. δουλεύω `be slave, serve' (Ion.-Att.) with δουλεία, ion. - ηΐη `servanthood', δούλευμα `id.' (trag.; s. Chantr. Form. 186), δουλεύτρια `female servant' (Eust.); δουλόομαι, - όω `be made servant' (Ion.-Att.) with δούλωσις (Th.) and δουλωτικός (Plu.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The forms point to *δόελος, prob. from *δοhελος. One adduces: δοῦλος ἡ οἰκία, η την ἐπὶ τὸ αὑτὸ συνέλευσιν τῶν γυναικῶν H. (unclear δωλοδομεῖς οἰκογενεῖς; wrong Schulze Q. 95 A. 3); the word has been changed in δοῦμος (Latte after Wackernagel; aigainst the word order), but there is no conclusion. The word is in any case a loan, acc. to Lambertz Glotta 6, 1ff. from Carian or Lydian (thus Benveniste Rev. d. ét. lat. 10, 438f.); Risch, Kratylos 29 (1984) 96f. remarks that then the word would have appeared much later (than Myc), but it could as well be Pre-Greek. Neumann (FS Risch)1986, 489-496) started from *dm̥-sel-o- \> * doh-elo-, with sel- the root of ἑλεῖν. But `home-taken' does not give the right meaning (while Fr. domestique is perfect), and for o \< *m̥ in Attica etc. he gives only ὄπατρος as example.Page in Frisk: 1,412Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δοῦλος
См. также в других словарях:
δουλικά — δουλικός slave neut nom/voc/acc pl δουλικά̱ , δουλικός slave fem nom/voc/acc dual δουλικά̱ , δουλικός slave fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικάς — δουλικά̱ς , δουλικός slave fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικός — (I) ή, ό (AM δουλικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δούλο ή στη δουλεία 2. αυτός που γίνεται από δούλους («δουλικός πόλεμος») 3. αυτός που ταιριάζει σε δούλο, ευτελής, ταπεινός («δουλική συμπεριφορά») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
EXOMIS — Gr. Ε᾿ξωμὶς, tunica sine manicis, seu vestis stricta et angusta, ex qua humeri exercebantur nudique conspiciebantur. Vett. Critici Exomides, ἱμάτια δουλικὰ καὶ ἐτερομάχαλα, vestes serutles ex altera parte manuleatas, interpretantur: et habebat… … Hofmann J. Lexicon universale
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
αυλόδουλος — ο ο δουλικά υποταγμένος στη βασιλική αυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή + δούλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δ. Ι. Ποιμενίδη] … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
γλείφτης — ο [γλείφω] αυτός που γλείφει κάποιον, δηλ. τόν κολακεύει δουλικά … Dictionary of Greek
δορυφορώ — (AM δορυφορῶ, έω) είμαι δορυφόρος, σωματοφύλακας νεοελλ. ακολουθώ τυφλά, δουλικά κάποιον μσν. 1. περιστοιχίζω, περιτριγυρίζω αρχ. 1. είμαι οπλισμένος με δόρυ 2. διαφυλάσσω, διασφαλίζω 3. βρίσκομαι κάτω από την επίδραση ή την προστασία κάποιου 4.… … Dictionary of Greek
λιβανίζω — (Α λιβανίζω) [λίβανος] νεοελλ. 1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω 2. μτφ. κολακεύω δουλικά κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον ταπεινά 3. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια ενοχλώντας κάποιον 4. φρ. «λιβανίζω κάτι για πολύ καιρό» καθυστερώ πολύ να κάνω κάτι αρχ. έχω… … Dictionary of Greek
ξενόδουλος — η, ο 1. υποταγμένος στους ξένους 2. αυτός που μιμείται δουλικά τους ξένους ή τις ξενικές συνήθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δούλος] … Dictionary of Greek