Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δουλικά

См. также в других словарях:

  • δουλικά — δουλικός slave neut nom/voc/acc pl δουλικά̱ , δουλικός slave fem nom/voc/acc dual δουλικά̱ , δουλικός slave fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλικάς — δουλικά̱ς , δουλικός slave fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλικός — (I) ή, ό (AM δουλικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δούλο ή στη δουλεία 2. αυτός που γίνεται από δούλους («δουλικός πόλεμος») 3. αυτός που ταιριάζει σε δούλο, ευτελής, ταπεινός («δουλική συμπεριφορά») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • EXOMIS — Gr. Ε᾿ξωμὶς, tunica sine manicis, seu vestis stricta et angusta, ex qua humeri exercebantur nudique conspiciebantur. Vett. Critici Exomides, ἱμάτια δουλικὰ καὶ ἐτερομάχαλα, vestes serutles ex altera parte manuleatas, interpretantur: et habebat… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • αυλόδουλος — ο ο δουλικά υποταγμένος στη βασιλική αυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή + δούλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δ. Ι. Ποιμενίδη] …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • γλείφτης — ο [γλείφω] αυτός που γλείφει κάποιον, δηλ. τόν κολακεύει δουλικά …   Dictionary of Greek

  • δορυφορώ — (AM δορυφορῶ, έω) είμαι δορυφόρος, σωματοφύλακας νεοελλ. ακολουθώ τυφλά, δουλικά κάποιον μσν. 1. περιστοιχίζω, περιτριγυρίζω αρχ. 1. είμαι οπλισμένος με δόρυ 2. διαφυλάσσω, διασφαλίζω 3. βρίσκομαι κάτω από την επίδραση ή την προστασία κάποιου 4.… …   Dictionary of Greek

  • λιβανίζω — (Α λιβανίζω) [λίβανος] νεοελλ. 1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω 2. μτφ. κολακεύω δουλικά κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον ταπεινά 3. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια ενοχλώντας κάποιον 4. φρ. «λιβανίζω κάτι για πολύ καιρό» καθυστερώ πολύ να κάνω κάτι αρχ. έχω… …   Dictionary of Greek

  • ξενόδουλος — η, ο 1. υποταγμένος στους ξένους 2. αυτός που μιμείται δουλικά τους ξένους ή τις ξενικές συνήθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δούλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»