-
1 δουλικός
δουλικός, knechtisch; γένος Plat. Polit. 309 a; διακονήματα Theaet. 175 e; ἔργον Araros Poll. 3, 75; καὶ ταπεινὰ πράγματα Dem. 57, 45; ἐργασία Arist. pol. 1, 11; Sp., wie Plut., πόλεμος, Sklavenkrieg. Crass. 10. – Adv., δουλικῶς καϑῆσϑαι Xen. Oec. 10, 10.
-
2 δουλικος
3ὁ δ. πόλεμος Plut. (лат. bellum servile) — Невольническая война
-
3 δουλικός
δουλικόςslave: masc nom sg -
4 δουλικός
-
5 δουλικός
η, ό[ν]1) рабский; 2) раболепный, подобострастный, лакейский -
6 δουλικός
[дуликос] επ рабский, раболепный, подобострастный. -
7 δουλικός
Aὅπλον X.Cyr.7.4.15
([comp] Sup.);διακονήματα Pl.Tht. 175e
; ἔργον Araros18;δ. καὶ ταπεινὰ πράγματα ποιεῖν D.57.45
;- ώτεροι τὰ ἤθη Arist.Pol. 1285a20
; δ. πόλεμος slave-war, Plu.Crass.10. Adv.- κῶς Phryn.Com.2D.
, X.Oec.10.10: [comp] Comp.- ώτερον Arr.Epict.4.1.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλικός
-
8 δουλικά
δουλικόςslave: neut nom /voc /acc plδουλικά̱, δουλικόςslave: fem nom /voc /acc dualδουλικά̱, δουλικόςslave: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 δουλικώτερον
δουλικόςslave: adverbial compδουλικόςslave: masc acc comp sgδουλικόςslave: neut nom /voc /acc comp sg -
10 δουλικόν
δουλικόςslave: masc acc sgδουλικόςslave: neut nom /voc /acc sg -
11 δουλικώτατον
δουλικόςslave: masc acc superl sgδουλικόςslave: neut nom /voc /acc superl sg -
12 δουλικαί
δουλικόςslave: fem nom /voc pl -
13 δουλικοί
δουλικόςslave: masc nom /voc pl -
14 δουλικούς
δουλικόςslave: masc acc pl -
15 δουλική
δουλικόςslave: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
16 δουλικήν
δουλικόςslave: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 δουλικώταται
δουλικόςslave: fem nom /voc superl pl -
18 δουλικώτατος
δουλικόςslave: masc nom superl sg -
19 δουλικώτερα
δουλικόςslave: neut nom /voc /acc comp pl -
20 δουλικώτερε
δουλικόςslave: masc voc comp sg
См. также в других словарях:
δουλικός — slave masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικός — (I) ή, ό (AM δουλικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δούλο ή στη δουλεία 2. αυτός που γίνεται από δούλους («δουλικός πόλεμος») 3. αυτός που ταιριάζει σε δούλο, ευτελής, ταπεινός («δουλική συμπεριφορά») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
δουλικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ταιριάζει σε δούλο, δουλοπρεπής: Έχει δουλική συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δουλικά — δουλικός slave neut nom/voc/acc pl δουλικά̱ , δουλικός slave fem nom/voc/acc dual δουλικά̱ , δουλικός slave fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικώτερον — δουλικός slave adverbial comp δουλικός slave masc acc comp sg δουλικός slave neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικῶν — δουλικός slave fem gen pl δουλικός slave masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικόν — δουλικός slave masc acc sg δουλικός slave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικώτατον — δουλικός slave masc acc superl sg δουλικός slave neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικαῖς — δουλικός slave fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικαί — δουλικός slave fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλικοῖς — δουλικός slave masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)