Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δεῖσϑαι

См. также в других словарях:

  • δεῖσθαι — δέομαι lack pres inf mp (attic epic) δέω 1 bind pres inf mp (attic epic) δέω 2 lack pres inf mp (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖσθ' — δεῖσθε , δέομαι lack pres imperat mp 2nd pl (attic epic) δεῖσθε , δέομαι lack pres opt mp 2nd pl (epic ionic) δεῖσθε , δέομαι lack pres ind mp 2nd pl (attic epic) δεῖσθαι , δέομαι lack pres inf mp (attic epic) δεῖσθε , δέομαι lack imperf ind mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • молить — I молить молю I., молиться, молюсь, укр. молити, блр. молiць, ст. слав. молити δεῖσθαι, παρακαλεῖν (Мар., Зогр., Супр.), сѩ προσεύχεσθαι (Супр.), болг. моля прошу , се молюсь , сербохорв. мо̀лити, мо̀ли̑м, словен. moliti, molim, др. словен.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • требовать — требую, укр. требувати пробовать, испытывать , др. русск. трѣбовати быть потребным , трѣбъ потребный , трѣбѣ быти быть нужным , ст. слав. трѣбовати δεῖσθαι, χρήζειν (Супр.), трѣба θυσία (Супр.), болг. треба треба, общественное дело , трябвам я… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Isthmian Games — The Isthmian Games or Isthmia (ancient Greek Ἴσθμια) were one of the Panhellenic Games of Ancient Greece, and were named after the isthmus of Corinth, where they were held. As with the Nemean Games, the Isthmian Games were held both the year… …   Wikipedia

  • δέομαι — (AM δέομαι) κάνω δέηση, ικετεύω, προσεύχομαι («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός») αρχ. μσν. έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («ἐδέοντο βοηθείας») αρχ. 1. επιθυμώ («μηδὲ δεῑσθαι τοῡ ἀπηγορευμένου» ούτε να… …   Dictionary of Greek

  • εναπολούομαι — ἐναπολούομαι (AM) λούζομαι κάπου ή με κάτι («οὕτως ἐστὶ λιπαρὰ [τὰ ὕδατα] ώς μὴ δεῑσθαι τοὺς έναπολουομένους ἐλαίου», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • επικουρία — η (AM ἐπικουρία) [επίκουρος] 1. βοήθεια, συνδρομή, ενίσχυση («ἐπικουρίας δεῑσθαι», Θουκ.) 2. εφεδρεία στρατού («καὶ τ’ ἄλλα πλοῑα πᾱσά θ’ ἡ ‘πικουρία εὔτρεπτος», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θέση τών επικούρων, τών μάχιμων, στην πλατωνική Πολιτεία 2.… …   Dictionary of Greek

  • κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …   Dictionary of Greek

  • νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… …   Dictionary of Greek

  • συνοψίζω — ΝΜΑ [σύνοψις] εκθέτω συνοπτικά, συγκεφαλαιώνω μσν. μέσ. συνοψίζομαι α) συναντώ κάποιον β) παρουσιάζομαι σε κάποιον («ᾐτήσατο τῷ τῶν Χαζαρῶν Χαγάνῳ συνοψισθῆναι», Θεοφάν.) αρχ. 1. παρουσιάζω κάποιον σε κάποιον άλλον 2. εκτιμώ («τὸ χῶμα ὑπὸ τοῡ...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»