Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δεήσει

См. также в других словарях:

  • δεήσει — δέησις entreaty fem nom/voc/acc dual (attic epic) δεήσεϊ , δέησις entreaty fem dat sg (epic) δέησις entreaty fem dat sg (attic ionic) δέω 2 lack aor subj act 3rd sg (epic) δέω 2 lack fut ind mid 2nd sg δέω 2 lack fut ind act 3rd sg δεῖ there is… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεήσει' — δεήσειε , δέω 2 lack aor opt act 3rd sg δεήσειε , δεῖ there is need aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANNA — I. ANNA Bernardi, Comitis Hohenbergensis Sueviae filia uxor Rodolphi I. Imperatoris. Obiit A, C. 1281. Basileae in Summi Tenipli adyto sepulta. Haec nobilissimorum Austriae Principum genitrix fuit, unde et praecipuarum per Germaniam domorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εύληπτος — η, ο (ΑΜ εὔληπτος, ον) 1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος 2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ. β. «εύληπτα φάρμακα») νεοελλ. αυτός που συλλαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

  • κυνάριον — το (Α κυνάριον) σκυλάκι («προσάλλεσθαί σε δεήσει ὥσπερ τὰ κυνάρια», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + υποκορ. κατάλ. άριον] …   Dictionary of Greek

  • μηκάς — άδος, ἡ (Α) 1. ως επίθ. (για αίγες, πρόβατα, αλλά και για αγελάδες), αυτός που μηκάται, που βελάζει 2. ως ουσ. η αίγα («θῡσαι μὲν τῇ Πανδήμῳ δεήσει λευκὴν μηκάδα», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μηκάς (< *μηκ άδ ς) έχει σχηματιστεί από το ρηματ.… …   Dictionary of Greek

  • προσκαρτέρησις — ήσεως, ἡ, Α [προσκαρτερῶ] καρτερία και επιμονή σε κάτι («ἀγρυπνοῡντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων», ΚΔ.) …   Dictionary of Greek

  • σφίγμα — τὸ, ΜΑ [σφίγγω] αυτό που έχει δεθεί στερεά αρχ. συμπίεση σε μηχανή («ἔλαιον παρεπιχέειν δεήσει, ὅπως μηδὲν παρὰ τοῡτο σφίγμα γένηται», Ήρων.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»