Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μισεῖ

См. также в других словарях:

  • μισεῖ — μῑσεῖ , μισέω hate pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) μῑσεῖ , μισέω hate pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίσει — μί̱σει , μῖσος hate neut nom/voc/acc dual (attic epic) μί̱σεϊ , μῖσος hate neut dat sg (epic ionic) μί̱σει , μῖσος hate neut dat sg μί̱σει , μισέω hate pres imperat act 2nd sg (attic epic) μί̱σει , μισέω hate imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοστυγής — ές (AM θεοστυγής, ές) αυτός τον οποίο μισεί ο θεός (ή μισούν οι θεοί), ο θεομίσητος αρχ. αυτός που μισεί τον θεό. επίρρ... θεοστυγώς με θεομίσητο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στύγος «μίσος»] …   Dictionary of Greek

  • μισαλλόδοξος — η, ο 1. αυτός που μισεί τους αλλοθρήσκους 2. (κατ επέκτ.) αυτός που μισεί όσους έχουν διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές κ.ά. πεποιθήσεις από τις δικές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἀλλόδοξος «αλλόθρησκος, αυτός που έχει διαφορετική αντίληψη για… …   Dictionary of Greek

  • μισοπάτωρ — μισοπάτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που μισεί τον πατέρα του 2. αυτός που μισεί τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πάτωρ(< πατήρ), πρβλ. φιλο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • μισαλλόδοξος — η, ο 1. αυτός που μισεί τους αλλόθρησκους. 2. μτφ., αυτός που μισεί όσους έχουν διαφορετικές πολιτικές ή φιλοσοφικές ιδέες από αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Bias von Priene — Bias von Priene, moderne Reproduktion eines römischen Hermesbildnisses, das im Landhaus des Cassius in Tibur mit Bildern der restlichen sieben Weisen im Jahr 1780 gefunden wurde. Bias von Priene griech. Βίας ὁ Πριηνεύς, (* um 590 v. Chr.; † um… …   Deutsch Wikipedia

  • Hermanos de Jesús — Los hermanos de Jesús de Nazaret son mencionados en algunos pasajes del Nuevo Testamento, y, especialmente, en los evangelios canónicos (en concreto, 2 veces en el Evangelio de Mateo, 2 en el Evangelio de Marcos, 1 en el Evangelio de Lucas y 2 en …   Wikipedia Español

  • ненавидѣти — НЕНАВИ|ДѢТИ (230), ЖОУ, ДИТЬ гл. Ненавидеть, испытывать отвращение: Ѥ ли ти жена д҃шевьна то не изгони ѥ˫а. и ненавидѧшти тебе не вѣрѹи ѥи. (μισούσῃ) Изб 1076, 159 об.; Ненавидѧи же добра врагъ. ЖФП XII, 66в; зъловѣрьны˫а. ненавид˫ащи.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • NOVA Religio — Romuli Lege prohibita: e quo sonte hausit Cicero de LL. l. 2. Suosque Deos aut novos aut alienigenas coli. confusionem habet religionum, et ignotas caerimonias. Non a Sacerdotibus, non a patribus acceptos Deos? Ita placet coli, si huic Legi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμνησίκακος — η, ο (Α ἀμνησίκακος, ον) αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τόν έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνησίκακος. ΠΑΡ. ἀμνησικακία αρχ. ἀμνησικακῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»