-
1 γέρνω
(αόρ. έγειρα и έγυρα) 1. μετ.1) наклонить, нагибать, склонять;δε γέρνω το κεφάλι — не склонить головы, не покоряться;
2) прикрывать; приоткрывать;2. αμετ. 1) наклониться, нагибаться, склоняться;γέρνω προς κάποιον, προς κάτι — наклониться к кому-чему-л.;
έγειρε το σπίτι дом покосился;2) ложиться; θα γείρω να ξεκουραστώ я лягу отдохнуть; 3) клониться к горизонту; садиться, закатываться (о сот- це); 4) быть приоткрытым (о двери, окне и т. п.); 5) обращаться за помощью, поддержкой; δεν έχω πού να γείρω мне не к кому обратиться за поддержкой; 6) притулиться, приткнуться, приютиться; δεν έχω πού να γείρω το κεφάλι мне негде голову приклонить; у меня ни кола, ни двора;§ η μέρα γέρνει — день клонится к вечеру
-
2 γερνώ
γερνάω (αόρ. (ε)γέρασα) 1. αμετ. стираться;2. μετ старить -
3 γερνώ
[герно] р. стареть, стариться.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γερνώ
-
4 γερνώ
[герно] ρ стареть, стариться. -
5 γέρνω
eğilmek, bükülmek -
6 γέρνω
boiter -
7 γέρνω
1) bend2) lean3) slant4) slope5) tiltΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γέρνω
-
8 tilt
γέρνω -
9 ağmak
γέρνω, σκύβω -
10 клонить
клоню, клонишьρ.δ.1. κλίνω, γέρνω, κάμπτω, λυγίζω•ветер клонил верхушки деревьев ο άνεμος λύγιζε τις κορυφές των δέντρων•
лодку -ло на бок η βάρκα έγερνε.
2. με παίρνει, με πιάνει•клонит ко сну νυστάζω•
меня от жары к лени клонит από τη ζέστη με πιάνει η τεμπελιά.
3. τραβώ, κατευθύνομαι, παίρνω τροπή•дело к разрыву -ит η υπόθεση τραβάει για χάλασμα, η υπόθεση λασπώνει.
|| μτφ. στρέφω, γυρίζω.εκφρ.клонить голову (шею, спинку) – σκύβω, υποκύπτω, ενδίδω•клонить очи ή взор – χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.1. κλίνω, γέρνω, λυγίζω•ветви ивы -ятся к самой воде τα κλαδιά της ιτιάς γέρνουν ως το νερό•
голова -ится от дремоты κουτουλιέμαι από τη νύστα.
|| (για ουράνια σώματα, μέρα κ.τ.τ.) γέρνω προς τη δύση•солнце -ится к западу ο ηλιος γέρνει•
день -ится η μέρα γέρνει.
2. μτφ. πλησιάζω, κοντεύω•дело -ится к развязке η υπόθεση παίρνει τέλος•
победа -лась на нашу сторону η νίκη έκλινε προς εμάς.
3. αποσκοπώ, αποβλέπω•так вот к чему -лись его речи να λοιπόν σε τι αποσκοπούσαν οι λόγοι του.
-
11 наклонить
-лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.κλίνω, κάμπτω, λυγίζω σκύβω, γέρνω•наклонить голову γέρνω το κεφάλι.
κλίνω, γέρνω, κλπ. ρ. ενεργ. φ. наклонить поднять платок σκύβω να πάρω το μαντήλι•прибрежные ивы -лись над водой οι ιτιές της ακροποταμιάς έγειραν κατά το νερό.
-
12 склонить
склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•склонить голову γέρνω το κεφάλι.
2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•αποδράσει.εκφρ.склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.
|| στρέφομαι, γυρίζω•разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.
|| συμμερίζομαι•склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.
3. πείθομαι• συμφωνώ. -
13 нагнуть
-
14 наклонить
-
15 наклоняться
наклонять||сяγέρνω, σκύβω, κύπτω, κλίνω:\наклонятьсяся к кому-л., к чему́-л. γέρνω προς κάποιον, προς κάτι· \наклонятьсяся над кем-л., над чем-л. σκύβω πάνω ἀπό κάποιον, ἀπό κάτι. -
16 откидывать
откидыватьнесов, откинуть сов1. ρίχνω (или πετῶ) στήν ἄκρη·2. перен ἀφήνω, ἐγκαταλείπω, παρατῶ:откинь все сомнения ἀφησε τίς ἀμφιβολίες· откинуть мысль παρατῶ τήν ίδέα·3. (отгибать) κατεβάζω / γέρνω πίσω (запрокидывать):\откидывать голову γέρνω πίσω τό κεφάλι. -
17 ронять
ронятьнесов1. ἀφήνω νά μοδ πέσει, ρίχνω:\ронять из рук μοϋ πέφτει ἀπό τά χέρια· \ронять книги со стола ρίχνω τά βιβλία ἀπό τό τραπέζι·2. (бессильно опускать вниз) γέρνω, ρίχνω, κατεβάζω:\ронять голову на грудь γέρνω τό κεφάλι μου στό στήθος'3. (лишаться чего-л.):\ронять оперение πτερορροώ, μοῦ πέφτουν τά φτερά· \ронять листья φυλορροώ, μοϋ πέφτουν τά φύλλα·4. перен (умалять) ξεπέφτω, χάνω τήν ὑπόληψη μου:\ронять· свое достоинство χάνω τήν ἀξιοπρέπειάν μου· \ронять себя в чьйх-л. глазах ξεπέφτω στά μάτια κάποιου· ◊ \ронять слова μιλώ μέ τό στανιό-\ронять слезы χύνω δάκρυα. -
18 завалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. заваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. γεμίζω•завалить яму кэмними γεμίζω το λάκκο με πέτρες.
|| κλείνω, φράζω•бревнами -ли улицу με κούτσουρα έκλεισαν το δρόμο.
|| συσσωρεύω, στοιβάζω. || μτφ. είμαι παραφορτωμένος•работой я завален всегда από δουλειά είμαι πάντοτε παραφορτωμένος.
2. γέρνω, κλίνω•больной -ил голову назад ο άρρωστος έγειρε πίσω το κεφάλι.
3. ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•завалить стену γκρεμίζω τον τοίχο.
4. μτφ. (απλ.) χαλαρώνω, ξεχαρβαλώνω.5. απρόσ. (απλ.) αισθάνομαι βάρος (στο λαιμό, στήθος, αυτιά κ.τ.τ.).1. πέφτω•книга -лась за диван το βιβλίο έπεσε πίσω στο ντιβάνι.
|| χώνομαι, εισδύω.2. γέρνω, κλίνω•голова -лась το κεφάλι έγειρε.
3. γκρεμίζομαι, πέφτω, σωριάζομαι•старый дом -лся το παλιόσπιτο έπεσε.
4. μτφ. (απλ.) αποτυχαίνω•дело -лось η υπόθεση ναυάγησε.
εκφρ.(хоть) завались – (απλ.) αφθονία. -
19 закинуть
ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•закинуть невод ρίχνω το δίχτυ•
закинуть мячик на крышу πετώ το τόπι στη στέγη.
2. μτφ. φέρω σε δυσχερή θέρη•судьда -ла меня сюда η τύχη μ’ έρριξε εδώ•
-петлю ρίχνω θηλειά•
закинуть ногу на ногу ρίχνω το πόδι απανωτό•
высоко закинуть голову σηκώνω ψηλά το κεφάλι, τινάζω το κεφάλι επάνω•
закинуть голову назад γέρνω απότομα το κεφάλι πίσω•
бурей -ло корабль к неизвестным берегам η τρικυμία έρριξε το καράβι σε άγνωστες ακτές. закинуть дело παραμελώ υπόθεση.
εκφρ.закинуть словечко – α) πετώ μια λεξούλα (κάυω υπαινιγμό)• β) λέγω ένα καλό λόγο (συνηγορώ)•закинуть удочку – ψαρεύω, προσπαθώ να μάθω.1. ρίχνομαι, πετάγομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι.2. γέρνω πίσω.3. τρέχοντας πετάγομαι στην άκρη (για άλογο). -
20 запрокинуть
См. также в других словарях:
γέρνω — γέρνω, έγειρα, γερμένος βλ. πίν. 120 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γερνώ — και γεράζω γέρασα, γερασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει γέρος: Με γέρασαν τα βάσανα. 2. αμτβ., γίνομαι γέρος: Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… … Dictionary of Greek
γερνώ — και γερνάω 1. συντελώ στο να γεράσει κάποιος («με γέρασαν τα βάσανα») 2. γίνομαι γέρος, μπαίνω στη γεροντική ηλικία 3. παροιμ. α) «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε και τη βουλή του» για τις κακές έξεις… … Dictionary of Greek
γερνώ — γερνάω / γερνώ, γέρασα, γερασμένος βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γέρνω — έγειρα, γερμένος 1. κλίνω προς τα κάτω ή τα πλάγια, πλαγιάζω κάτι: Έγειρα κατά λάθος το ποτήρι και χύθηκε το γάλα. 2. αμτβ., κλίνω προς τα κάτω, πλαγιάζω, ακουμπώ: Έγειρε στον ώμο μου και έκλαψε. 3. δύω, βασιλεύω: Ο ήλιος έγειρε. 4. ξαπλώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρογέρνω — γέρνω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + γέρνω] … Dictionary of Greek
αμφιρρέπω — γέρνω από δω κι από κει, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω να αποφασίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ρέπω. ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιρρέπεια. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στον Ιω. Σκυλίτση] … Dictionary of Greek
απακουμπώ — γέρνω, στηρίζομαι κάπου … Dictionary of Greek
εκκλίνω — (AM ἐκκλίνω) 1. γέρνω προς τα έξω 2. απομακρύνομαι από ένα σημείο, εκτρέπομαι νεοελλ. μεταβάλλω την πορεία πλοίου για να αποτραπεί κίνδυνος μσν. 1. παρασύρω 2. (για τον ήλιο) γέρνω στη δύση, βασιλεύω 3. φρ. «ἐκλλίνω πρὸς βίον» γερνώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek