-
21 кренить
-
22 нагнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. λυγίζω, κάμπτω γέρνω, κλίνω•нагнуть ветку λυγίζω το κλαδί•
нагнуть голову σκύβω το κεφάλι.
2. (με ποσοτική σημ.) λυγίζω•-много дуг λυγίζω πολλές λαιμαριές.
λυγίζω, κάμπτομαι, γέρνω, κλίνω, σκΰφτω•ветки -лись τα κλαδιά λύγισαν, чтобы поднять что-н. σκΰφτω για να σηκώσω κάτι.
-
23 откинуть
ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•откинуть камни с дороги πετώ τις πέτρες από το δρόμο•
откинуть на-зэ.д ρίχνω πίσω.
|| μτφ. αποβάλλω, διώχνω, αποποιούμαι, απαρνούμαι κάτι. || ξεπερνώ, υπερνικώ. || αφήνω, δε συμπεριλαβαίνω στο λογαριασμό, δε λογαριάζω. || μεταρρίπτω•откинуть макароны на дуршлаг αδειάζω τα μακαρόνια στο στραγγιστήρι.
2. (στρατ.) ανατρέπω βγάζω από τις θέσεις, τα οχυρά.3. μετακινώ ανεβάζω ή κατεβάζω•откинуть крышку рояля σηκώνω το κάλυμμα του πιάνου•
откинуть борт грузовика κατεβάζω το πλαϊνό του φορτηγού αυτοκίνητου.
|| μετακινώ απότομα, αναμερίζω•откинуть занавеску αναμερίζω το κουρτινάκι..
(για κεφάλι, χέρια, πόδια) ρίχνω, γυρίζω, γέρνω προς τα πίσω.1. ανοίγω απότομα.2. γέρνω, κλίνω προς τα πίσω•он -лся, упираясь на ст-ну αυτός έγειρε προς τα πίσω, στηριζόμενος στον τοίχο.
-
24 отклонить
-лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω•отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.
|| λυγίζω•-ветку λυγίζω το κλαδάκι.
|| αποκλίνω παρεκκλίνω•изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.
|| κινώ, κουνώ•отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.
|| απομακρύνω•отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.
2. αποτρέπω, εμποδίζω•он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,
3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•
отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.
1. αποκλίνω•стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.
|| εκκλίνω, αποφεύγω•от удара αποφεύγω το χτύπημα.
2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•-от темы ξεφεύγω από το θέμα.
-
25 приклонить
-оню, -онишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.λυγίζω, κάμπτω, λυγίζοντας πλησιάζω•приклонить ветки дерева к земле λυγίζω τα κλαδιά του δέντρου προς τη γη.
|| κλίνω, γέρνω•приклонить голову к плечу γέρνω το κεφάλι στον ώμο.
εκφρ.голову (главу) приклонить – έχω που την κεφαλήν κλίναι•негде (некуда) голову (главу) приклонить – δεν έχω που την κεφαλήν κλίναι (δεν έχω αποκούμπι, στήριγμα)•приклонить слух (ухо) – τεντώνω το αυτί να ακούσω καλά, εντείνω την ακοή (ακούω προσεχτικά).λυγίζω, κάμπτομαι κλπ..ρ. ενεργ. φ. приклонить книзу κάμπτομαι προς τα κάτω. -
26 развесить
ρ.σ.μ. ζυγίζω (σε πολλά μέρη)•развесить сахар, муку ζυγίζω ζάχαρη, αλεύρι.
ρ.σ.μ. κρεμώ, αναρτώ (σε πολλά μέρη). || κρεμώ, γέρνω•развесить ветви κρεμώ τα χλωνάρια.
εκφρ.развесить уши – ειρν. στήνω το αυτί, ακούω προσεχτικά.κρέμομαι, γέρνω. -
27 ронять
-яю, -яешьρ.δ.μ.1. χάνω, μου πέφτει χωρίς να αντιληφθώ•нести, не -яй πήγαινε το, πρόσεχε μη σου πέσει και το χάσεις.
|| ρίχνω κάτω από απροσεξία.2. χαμηλώνω, κατεβάζω, γέρνω•ронять голову на подушко γέρνω το κεφάλι στο προσκέφαλο.
3. μαδιέμαι, φυλλορροώ.4. προφέρω, μιλώ τραχιά.5. Ρίχνω, μειώνω•ронять своё достоинство ρίχνω την αξιοπρέπεια μου.
εκφρ.ронять слёзы – χύνω δάκρυα. -
28 свалить
свалить 1свалю, свалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. καταρρίπτω•свалить снег с крыши ρίχνω κάτω το χιόνι από τη στέγη•
ветер -ил дерево ο άνεμος έρριξε κάτω το δέντρο•
болезнь -ла его на постель η άρρωστεια τον έρριξε στο κρεβάτι,
2. μτφ. ανατρέπω• γκρεμίζω.3. μτφ. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι, γλυτώνω.4. μτφ. το (τα) ρίχνω, το (τα) φορτώνω σε (για ευθύνη, σφάλμα κ.τ.τ.). || αποδίδω, ανάγω.5. ρίχνω άτακτα•свалить в кучу ρίχνω σωρό, σωριάζω.
6. κλίνω, γέρνω.7. (κυνηγ.) απολύω, αφήνω όλα μαζί•свалить гончих αφήνω όλα μαζί τα λαγωνικά.
1. πέφτω•свалить с крыши πέφτω από τη στέγη•
свалить с лошади πέφτω από το άλογο.
|| καταρρέω, γκρεμίζομαι•старый дом -лся το παλαιό σπίτι έπεσε.
|| εμφανίζομαι απροσδόκητα.2. πέφτω βαριά άρρωστος. || (για ζώα)• ψοφώ.3. γέρνω, κλίνω προς τα κάτω.4. (κυνηγ.) μαζεύομαι, συναθροίζομαι, (γ ι, α σκυλιά).εκφρ.свалить с плеч – (για ενδυμασία) κα-ταφθείρομαι, σώνομαι, λιώνω.свалить 2ρ.σ.1. φεύγω, ξεχύνομαι (για πλήθος, μάζες κλπ.),μετακινούμαι, μετατοπίζομαι,2. λιγοστεύω, ελαττώνομαι(κατά την έκταση)• (ζε)πέφτω•жара -ла ο καύσονας ξέπεσε.
(απλ.) περνώ, φεύγω (για σύννεφο). -
29 свесить
свесить 1свешу, свесишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. свешенный, βρ: -шен, -а, -оκρεμώ•свесить ковры с балкона κρεμώ τα χαλιά από το μπαλκόνι•
свесить ноги κρεμώ (αιωρώ) τα πόδια.
|| κλίνω, γέρνω, κάμπτω• λυγίζω•свесить голову κρεμώ το κεφάλι•
ива -ла ветви η ιτιά κρέμασε τα κλαδιά.
κρεμιέμαι, κρέμομαι. || κλίνω, γέρνω, λυγίζω, κάμπτομαι.свесить 2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. свесить1); ζυγίζω, σταθμίζω.(απλ.) ζυγίζομαι. -
30 увалить
-элю, -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. (απλ.) κλίνω, γέρνω, κάνω να κλίνει,να γέρνει•увалить скирд γέρνω τη θημωνιά.
2. επικαλύπτω, επισκεπάζω.3. αποκλίνω, παρεκκλίνω,εκτρέπω. -
31 угнуть
угну, угншь ρ.σ.μ. (απλ.) λυγίζω, κάμπτω• γέρνω•угнуть колено λυγίζω το γόνα.
λυγίζω, κάμπτομαι• γέρνω. -
32 наклонять
κλίνωλυγίζωγέρνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наклонять
-
33 отклонять
1. (отодвинуть в сторону, наклонять) αποκλίνω, γέρνω 2. (отказывать) απορρίπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отклонять
-
34 перекоситься
1. (стать косым, несимметричным, искривиться) στραβώνω 2. (сдвинуться в сторону, набок) λυγίζω, γέρνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекоситься
-
35 дряхлеть
дряхлетьнесов (παρα)γερνῶ, γίνομαι χούφταλο. -
36 закидывать
закидывать Iнесов1. (заполнять) γεμίζω:\закидывать яму песком σκεπάζω τόν λάκκο μέ ἄμμο· \закидывать камнями πετροβολώ·2. (кого-л. чем-л.) βομβαρδίζω μέ...:\закидывать вопросами βομβαρδίζω μέ ἐρωτήσεις.закидывать IIнесов1. (бросать далеко) ρίχνω, πετῶ, ρίπτω·2. (запрокидывать):\закидывать назад голову γέρνω τό κεφάλι μου πίσω· \закидывать ногу на ногу βάζω τό ἕνα πόδι πάνω στ' ἄλλο· \закидывать ружье за спину κρεμώ τό τουφέκι στον ὠμο. -
37 запрокидывать
запрокидыватьнесов, запрокинуть сов ἀναποδογυρίζω, ρίχνω προς τά (ό)πί-σω, ἀνατρέπω:\запрокидывать голову γέρνω τό κεφάλι μου πίσω. -
38 клонить
клони||тьнесов безл1. κλίνω, γέρνω:лодку \клонитьло набок ἡ βάρκα Εγειρε πρός τήν μιά πλευρά· 2.:меня клонит ко сну, меня в сон клонит νυστάζω· ◊ \клонить разговор к чему-л. γυρίζω τήν κουβέντα σέ...· к чему он клонит? πού θέλει νά καταλήξει;. -
39 клониться
клони||ться1. κλίνω, γέρνω·2. перен (приближаться) κλίνω πρός, πλησιάζω, κοντεύω νά..:день клонится к закату ἡ μέρα κοντεύει νά τελειώσει. -
40 крен
кренм1. (судна, самолета) ἡ κλίση[-ις] σκάφους, ἡ ἐτερορροπία:давать \крен γέρνω, κλίνω·2. перен ἡ παρέκκλιση[-ις1.
См. также в других словарях:
γέρνω — γέρνω, έγειρα, γερμένος βλ. πίν. 120 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γερνώ — και γεράζω γέρασα, γερασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει γέρος: Με γέρασαν τα βάσανα. 2. αμτβ., γίνομαι γέρος: Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… … Dictionary of Greek
γερνώ — και γερνάω 1. συντελώ στο να γεράσει κάποιος («με γέρασαν τα βάσανα») 2. γίνομαι γέρος, μπαίνω στη γεροντική ηλικία 3. παροιμ. α) «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε και τη βουλή του» για τις κακές έξεις… … Dictionary of Greek
γερνώ — γερνάω / γερνώ, γέρασα, γερασμένος βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γέρνω — έγειρα, γερμένος 1. κλίνω προς τα κάτω ή τα πλάγια, πλαγιάζω κάτι: Έγειρα κατά λάθος το ποτήρι και χύθηκε το γάλα. 2. αμτβ., κλίνω προς τα κάτω, πλαγιάζω, ακουμπώ: Έγειρε στον ώμο μου και έκλαψε. 3. δύω, βασιλεύω: Ο ήλιος έγειρε. 4. ξαπλώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρογέρνω — γέρνω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + γέρνω] … Dictionary of Greek
αμφιρρέπω — γέρνω από δω κι από κει, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω να αποφασίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ρέπω. ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιρρέπεια. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στον Ιω. Σκυλίτση] … Dictionary of Greek
απακουμπώ — γέρνω, στηρίζομαι κάπου … Dictionary of Greek
εκκλίνω — (AM ἐκκλίνω) 1. γέρνω προς τα έξω 2. απομακρύνομαι από ένα σημείο, εκτρέπομαι νεοελλ. μεταβάλλω την πορεία πλοίου για να αποτραπεί κίνδυνος μσν. 1. παρασύρω 2. (για τον ήλιο) γέρνω στη δύση, βασιλεύω 3. φρ. «ἐκλλίνω πρὸς βίον» γερνώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek