-
101 сбочениться
ρ.σ. (απλ.) κλίνω (γέρνω) στο πλευρό. -
102 сбочить
-
103 свисать
-аетρ.δ.1. κρέμομαι• γέρνω προς τα κάτω•ветви ивы -ают τα κλαδιά της ιτιάς κρέμονται•
усы -ают τα μουστάκια κρέμονται•
с потолка -ла керосиновая лампа από την οροφή κρέμονταν η λάμπα πετρελαίου.
2. (για ενδύματα) κρεμάω• κρέμομαι(αν ισόμερα). -
104 сложить
сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•
сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.
2. προσθέτω•сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•
сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.
3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.
4. χτίζω•сложить пчку χτίζω θερμάστρα.
5. συνθέτω•сложить песню συνθέτω τραγούδι•
сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).
6. διπλώνω•сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.
|| συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•сложить нож κλείνω το σουγιά.
|| συμπτύσσω• σταυρώνω•сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•
сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.
7. κατεβάζω, αποθέτω•сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.
|| παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.εκφρ.сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).2. συντίθεμαι.3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•
-лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.
|| παίρνω τροπή, φάση, στροφή•обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.
4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.
|| αποκτιέμαι.5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση). -
105 сникнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. сник, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сникший κ. сникнувший ρ.σ.1. (για φυτά) γέρνω, κλίνω.2. μτφ. θλίβομαι, λυπούμαι• στενοχωρούμαι.3. μτφ. εξασθενίζω, σβήνω, χάνομαι. -
106 спускать
ρ.δ.βλ. спустить.εκφρ.не спускать с глаз (очей, взора) – α) δεν ξεκολλώ (δεν παίρνω) τα μάτια μου απο, καρφώνω τα μάτια (το βλέμμα), β) παρακολουθώ άγρυπνα.1. βλ. спуститься.2. γέρνω, κλίνω.3. κρεμιέμαι• κρέμομαι. -
107 уваливать
ρ.δ.βλ. увалить.1. κλίνω, γέρνω.2. αποκλίνω, παρεκκλίνω, εκτρέπομαι.ρ.δ.βλ. увалять.βλ. уваляться. -
108 ἐγείρω
Grammatical information: v.Meaning: `awaken, rouse, raise';Other forms: Aor. ἐγεῖραι, fut. ἐγερῶ, late perf. ἐγήγερκα; ἐγείρομαι, aor. ἐγρέσθαι `rise' with new present ἔγρομαι, ἔγρω (E.), perf. ἐγρήγορα `I am awake' with ep. forms ipv. ἐγρήγορθε, inf. - θαι, 3. plur. ind. -θᾱσι, part. - ορόων (see Chantraine Gramm. hom. 1, 429 w. n. 2 and 359; Schwyzer 800 n. 8 and 540 n. 4); new pres. γρηγορέω (hellenist.; Schwyzer 768 w. n. 1), also ἐγρηγορέω (Debrunner IF 47, 356).Compounds: Often with prefix: ἀν-, δι-, ἐξ-, ἐπ- etc. As 1. member in ἐγρε-κύδοιμος (Hes.), ἐγρε-μάχᾱς (S.) etc.; cf. ἐγερσι- below.Derivatives: ἔγερσις `awakening' (Ion. Att.) with ἐγέρσιμος ( ὕπνος Theoc. 24, 7; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 102), often with prefix ἀν-, δι-, ἐξ-, ἐπ-έγερσις; also as 1. member in late comp., e. g. ἐγερσι-μάχᾱς (AP); ἐγερτήριον `awakening' (Ael.); ἐξ-εγέρτης `who rises' (pap.); ( δι-, ἐπ-)ἐγερτικός `raising' Pl.); ἀν-εγέρμων `vigilant' (AP); ἐγερτί adv. `id.' (Heraklit.). - From the perfect: ἐγρήγορσις `watch' (Hp., Arist.), ἐγρηγορικός `watching' (Arist.), ἐγρηγορότως adv. `id.' (Plu., Luc.), ἐγρήγορος `id.' (Adam.), ἐγρηγορτί adv. `awake' (Κ 182). - Lengthened present ἐγρήσσω `be awake' ( πάννυχοι ἐγρήσσοντες Λ 551)after the verbs in - σσω like πτήσσω, κνώσσω, s. Chantraine Gramm. hom. 1, 335 (doubtful Schwyzer 648 n. 3).Etymology: The perf. ἐγρήγορα resembles Skt. jā-gā́ra, Av. ǰa-gāra `I am awake' from * h₁g(r)e-h₁gor- (-᾽γρ- from the aorist ἐγρέσθαι?). Uncertain is Lat. expergīscor. - On ModGr. γέρνω (aor. ἔγειρα) `incline, sink' s. Hatzidakis Glotta 22, 131.Page in Frisk: 1,437-438Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐγείρω
-
109 boiter
1) γέρνω2) χωλαίνω3) κουτσαίνω4) κουνιέμαι -
110 bend
1) γέρνω2) καμπυλώνεται3) σκύβω4) στροφή -
111 lean
1) ακουμπώ2) άπαχος3) γέρνω4) κλίνω -
112 slant
1) γέρνω2) κλίνω -
113 slope
1) γέρνω2) κατηφορίζω3) πλαγιά
См. также в других словарях:
γέρνω — γέρνω, έγειρα, γερμένος βλ. πίν. 120 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γερνώ — και γεράζω γέρασα, γερασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει γέρος: Με γέρασαν τα βάσανα. 2. αμτβ., γίνομαι γέρος: Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… … Dictionary of Greek
γερνώ — και γερνάω 1. συντελώ στο να γεράσει κάποιος («με γέρασαν τα βάσανα») 2. γίνομαι γέρος, μπαίνω στη γεροντική ηλικία 3. παροιμ. α) «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε και τη βουλή του» για τις κακές έξεις… … Dictionary of Greek
γερνώ — γερνάω / γερνώ, γέρασα, γερασμένος βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γέρνω — έγειρα, γερμένος 1. κλίνω προς τα κάτω ή τα πλάγια, πλαγιάζω κάτι: Έγειρα κατά λάθος το ποτήρι και χύθηκε το γάλα. 2. αμτβ., κλίνω προς τα κάτω, πλαγιάζω, ακουμπώ: Έγειρε στον ώμο μου και έκλαψε. 3. δύω, βασιλεύω: Ο ήλιος έγειρε. 4. ξαπλώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρογέρνω — γέρνω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + γέρνω] … Dictionary of Greek
αμφιρρέπω — γέρνω από δω κι από κει, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω να αποφασίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ρέπω. ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιρρέπεια. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στον Ιω. Σκυλίτση] … Dictionary of Greek
απακουμπώ — γέρνω, στηρίζομαι κάπου … Dictionary of Greek
εκκλίνω — (AM ἐκκλίνω) 1. γέρνω προς τα έξω 2. απομακρύνομαι από ένα σημείο, εκτρέπομαι νεοελλ. μεταβάλλω την πορεία πλοίου για να αποτραπεί κίνδυνος μσν. 1. παρασύρω 2. (για τον ήλιο) γέρνω στη δύση, βασιλεύω 3. φρ. «ἐκλλίνω πρὸς βίον» γερνώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek