-
41 кренить
кренитьнесов мор. γέρνω τό πλοΐ-ο[ν]. -
42 крениться
кренить||сяκλίνω στήν μπάντα, γέρνω στά πλάγια. -
43 кривиться
кривить||ся1. (становиться кривым, перекошенным) στραβώνω (Αμετ.), λυγίζω / κλίνω, γέρνω (набок)·2. κρυσταλλένιος, κρυσταλλώδης·2. перен· καθαρός, κρυστάλλινος. -
44 нагибать
нагибатьнесов λυγίζω, κλίνω, γέρνω:\нагибать ветку λυγίζω τό κλωνάρι. -
45 накренить
накренитьсов, накренять несов κλίνω, γέρνω (μετ.), κάνω νά γύρει. -
46 накрениться
накренить||ся(о корабле) κλίνω, γέρνω (άμετ.). -
47 откидываться
откидывать||сяγέρνω πίσω, κλίνω προς τά πίσω. -
48 покоситься
покоситьсясов1. (косо посмотреть) στραβοκυττάζω·2. (о постройке) γέρνω, στραβώνω. -
49 прикорнуть
прикорнутьсов разг· βολεύομαι, γέρνω:\прикорнуть на диване βολεύομαι στό ντιβάνι. -
50 прилечь
прилечьсов πλαγιάζω, γέρνω λίγο, ξαπλώνω γιά λίγο. -
51 сбиваться
сбивать||ся1. (сдвигаться с места) φεύγω ἀπό τή θέση μου, στραβώνω (άμετ.):\сбиватьсяся набок (о шляпе) γέρνω, ξεφεύγω, στραβώνω·2. (о каблуках) τρίβομαι, φαγώνομαι·3. (с тропинки, с пути) χάνομαι:\сбиватьсяся с пути́ прям., перен παραστρατίζω·4. перен (ошибаться, запутываться) χάνω:\сбиватьсяся со счета μπερδεύω μετρώντας· \сбиватьсяся с то́лку τα χάνω, χάνω τόν είρμό, χάνω τό νήμα τῶν Ιδεών μου· \сбиватьсяся с такта χάνω τόν ρυθμόν μου· \сбиватьсяся с ноги воен. χάνω τό βήμα μου·5. (о масле, сливках и т. п.) χτυπιέμαι, δέρ(ν)ομαι. -
52 свисать
свисатьнесов, свиснуть сов κρέμομαι, γέρνω προς τά κάτω. -
53 склоняться
склоня||ться1. (наклоняться) σκύβω (άμετ.), κύπτω (άμετ.), κλίνω (ἄμετ.)Ι γέρνω, κάμπτομαι, λυγίζω (под тяжестью)· 2.:солнце \склонятьсяется к западу ὁ ήλιος γέρνει προς τή δύση·3. (соглашаться, поддаваться уговорам) κλίνω (άμετ.), πείθομαι·4. грам. κλίνομαι. -
54 стареть
старетьнесов γερνώ, γηράσκω/ παλιώνω (άμετ.), ἀπαρχαιώνομαι (устаревать). -
55 старить
старитьнесов γεράζω (μετ.), γερνῶ Οίετ.). -
56 стариться
старить||сяγεράζω (άμετ.), γερνώ (άμετ.), γηράσκω (άμετ.). -
57 γερώ
-
58 έγειρα
-
59 έγύρα
αόρ. от γέρνω -
60 age
[ei‹] 1. noun1) (the amount of time during which a person or thing has existed: He went to school at the age of six (years); What age is she?) ηλικία2) ((often with capital) a particular period of time: This machine was the wonder of the age; the Middle Ages.) ιστορική περίοδος, Εποχή3) (the quality of being old: This wine will improve with age; With the wisdom of age he regretted the mistakes he had made in his youth.) πέρασμα χρόνου4) ((usually in plural) a very long time: We've been waiting (for) ages for a bus.) μεγάλο χρονικό διάστημα2. verb(to (cause to) grow old or look old: He has aged a lot since I last saw him; His troubles have aged him.) γερνώ- aged- ageless
- age-old
- the aged
- come of age
- of age
См. также в других словарях:
γέρνω — γέρνω, έγειρα, γερμένος βλ. πίν. 120 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γερνώ — και γεράζω γέρασα, γερασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει γέρος: Με γέρασαν τα βάσανα. 2. αμτβ., γίνομαι γέρος: Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… … Dictionary of Greek
γερνώ — και γερνάω 1. συντελώ στο να γεράσει κάποιος («με γέρασαν τα βάσανα») 2. γίνομαι γέρος, μπαίνω στη γεροντική ηλικία 3. παροιμ. α) «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε και τη βουλή του» για τις κακές έξεις… … Dictionary of Greek
γερνώ — γερνάω / γερνώ, γέρασα, γερασμένος βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γέρνω — έγειρα, γερμένος 1. κλίνω προς τα κάτω ή τα πλάγια, πλαγιάζω κάτι: Έγειρα κατά λάθος το ποτήρι και χύθηκε το γάλα. 2. αμτβ., κλίνω προς τα κάτω, πλαγιάζω, ακουμπώ: Έγειρε στον ώμο μου και έκλαψε. 3. δύω, βασιλεύω: Ο ήλιος έγειρε. 4. ξαπλώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρογέρνω — γέρνω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + γέρνω] … Dictionary of Greek
αμφιρρέπω — γέρνω από δω κι από κει, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω να αποφασίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ρέπω. ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιρρέπεια. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στον Ιω. Σκυλίτση] … Dictionary of Greek
απακουμπώ — γέρνω, στηρίζομαι κάπου … Dictionary of Greek
εκκλίνω — (AM ἐκκλίνω) 1. γέρνω προς τα έξω 2. απομακρύνομαι από ένα σημείο, εκτρέπομαι νεοελλ. μεταβάλλω την πορεία πλοίου για να αποτραπεί κίνδυνος μσν. 1. παρασύρω 2. (για τον ήλιο) γέρνω στη δύση, βασιλεύω 3. φρ. «ἐκλλίνω πρὸς βίον» γερνώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek