-
1 βωμόν
βωμόςraised platform: masc acc sg -
2 βωμός
βωμός (-ός, -οῖο, -ῷ, -όν; -ῶν, -οῖς, -ούς)1 altar τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ. i. e. the altar of Zeus at Olympia) O. 1.93 πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων (sc. Ζηνί. at Olympia) O. 3.19 βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν (sc. Ψαῦμις) ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις at Olympia O. 5.5 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ (the Iamidai were hereditary priests of the oracle of Olympian Zeus: δἰ ἐμπύρων ἐν Ἤλιδι Ἰαμίδαι ἐμαντεύοντο. Σ.) O. 6.5 cf. Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (sc. Ἴαμον Ἀπόλλων) O. 6.70 ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα i. e. to Athene in Rhodes O. 7.42 Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν at Opous O. 9.112 Διός, ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος βωμῳἑξάριθμον ἐκτίσσατο (βωμῷ, -ῶν codd. contra metr.) O. 10.25τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βώμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101
ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιμάξατο (of Athene at Korinth: a ref. to ἐγκοίμησις) O. 13.75 κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ at Korinth O. 13.82 μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ the altar of Zeus on Mt. Lykaion O. 13.108 ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ an altar to Poseidon on the Black Sea P. 4.206 πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (sc. Αἰακίδαι at Aigina) N. 5.10 τῷ μὲν (sc. Ἡρακλεῖ) Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων (the altar to the eight children of Herakles by Megara. v. νεόδματος) I. 4.62 ]καὶ θυοε[ντα ] βωμὸν[ Pae. 3.9
γέρονθ' ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐπενθορόντα (= Διὸς ἑρκείου βωμόν) Πα.. 11. βω[μο (supp. Zuntz) Πα. 13. 1. θεῶν ἐπὶ βωμοῖς (haec verba praebet Plutarchi citatio, consol. ad Apoll. 35; desunt in Π.) Θρ.. 1. ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο (sc. Ἡρακλέης) ἄνακτι βωμὸν πατρί τε Κρονίῳ fr. 140a. 64 (38). ] ωβωμ[ P. Oxy. 2442. fr. 104. -
3 ἵζω
Aἷζον Il.20.15
, E.Alc. 946, [dialect] Ion.ἵζεσκον Od.3.409
: [tense] aor.εἷσα Il.23.359
, Hdt. 3.61, IG3.701, Hymn.Is.5, etc.; imper.εἷσον Od.7.163
codd.; part.ἕσας 10.361
, Cyren. acc. ἕσσαντα (v. infr.); inf.ἕσσαι Pi.P.4.273
(the only tenses in Hom.): [tense] aor.ἵζησα D.C.50.2
, 58.5, etc.: [tense] pf. ἵζηκα ([etym.] ἐν-) Gal.2.691, 15.452, ([etym.] συν-) Philostr.Im.2.20:—[voice] Med., v. infr. 1 and 111, and cf. ἕζομαι.—Mostly in Poets and late Prose, the [dialect] Att. Prose form being καθίζω: (Redupl. si-sd-ō, [tense] aor. (augmented) e-sed-s-, cf. ἕζομαι, ἑδος):I causal, make to sit, seat, place, set,μή μ' ἐς θρόνον ἵζε Il.24.553
, cf. Hdt.3.61;βουλὴν ἷζε Il.2.53
;ἵζει μάντιν ἐν θρόνοις A.Eu.18
; ὅς μ' ἐπὶ βουσὶν εἷσ' set me over the oxen, Od.20.210; σκοπὸν εἷσε set as a spy, Il.23.359; λόχον εἷσαν laid an ambush, 4.392; εἷσεν δὲ (v.l. δ' ἐν) Σχερίῃ settled [them] in Scheria, Od.6.8, cf. Il.2.549;ἐπὶ χώρας ἕσσαι Pi.P.
l.c.;ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἵζειν τοὺς βασιλέας Hdt.6.57
; ἕσσαντα ἐπὶ τῷ ὠδῷ having caused (the suppliant) to sit on the threshold, Berl.Sitzb.1927.170 ([place name] Cyrene): rare in Trag., σὺ γάρ νιν εἰς τόδ' εἷσας αὔχημ ' for thou didst throne her in this pride, S.OC 713 (lyr.).2 later in [tense] aor. 1 [voice] Med. εἱσάμην, [ per.] 3sg.εἵσατο IG12(5).615
(Iulis, v B.C., written εσατο), 2.1298.4 (ii B.C.), 1336.1 (ii B.C.):— set up and dedicate temples, statues, etc. in honour of gods, Thgn.12, Hdt.1.66;τέμενος ἕσσαντο Pi.P.4.204
;ἕσσατο βωμόν Id.Oxy.408.37
: [dialect] Dor. [ per.] 3sg.hίσατο IG9(1).704
(Corc., vi B.C.), ἵσσατο ib.4.569 ([place name] Argos); [ per.] 3pl. [ἥ]σσαντο BCH33.171
(ibid., iii B.C.); part.ἑσσάμενος IG4.840.7
, 841.23 (Calauria, iii B.C.): [dialect] Att. part. prob. ἑσάμενος, θυσίας τὰς πατρίους τῶν ἑσαμένων (ἑσς-, ἐσς-, εἰς- codd.)..ἀφαιρήσεσθε Th.3.58
; laterεἱσάμενος IG22.1364
(i A.D.), Plu.Them. 22, Thes.17, Pyrrh.1, Luc.Syr.D.1, also Hdt.1.66 codd.: late [tense] fut.εἵσομαι ἱερόν A.R.2.807
.II intr., sit, sit down, Il.2.96, 792, etc.; ἷζε ἐν μέσσοισι he sat in the midst, 20.15;ἵζειν ἐς θρόνον Od.8.469
, Hdt.5.25; ;ἐπὶ θρόνου Il.18.422
, cf. Od.17.339; ἐπὶ [λίθοισιν] 3.409;ἐπ' ἄκριας ἠνεμοέσσας 16.365
; ἐπὶ κώπην, of rowers, Ar.Ra. 199;ἐπὶ κώπᾳ πηδαλίῳ τε E.Alc. 441
(lyr.);ἐπὶ τοὺς νεώς Epicr.3.12
;νέφεσσι.. Ὀλύμποιο.. ἵζων Ζεύς Pi.Pae.6.93
: c. acc. loci,ἵζειν θρόνον A.Ag. 982
(lyr.); : c. acc. cogn.,ἵ. κλωπικὰς ἕδρας Id.Rh. 512
.2 sit still, be quiet, h.Merc.457 (dub.).3 metaph., sink, εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν πόλιν sink into.., Pi.O.10(11).38;εἰς ἑτέραν ἵζει ἕδραν Pl.Ti. 53a
.III [voice] Med. in signf. 11, sit,πάροιθ'.. ἵζευ ἐμεῖο Il.3.162
;Διὸς.. ποτὶ βωμὸν ἑρκείου ἵζοιτο Od.22.335
;ἱσσάμενος ἐπὶ τῷ δαμοσίῳ ἱαρῷ Berl.Sitzb.1927.169
([place name] Cyrene); late [tense] fut.εἵσεται Phylarch.44J.
: [dialect] Dor. [tense] pres. imper. Papers of Amer.Sch.at Athens3
No. 437 ([place name] Pisidia); lie in ambush,ἔνθ' ἄρα τοί γ' ἵζοντ' Il.18.522
; freq. of an army, take up a position,ἵζεσθαι ἀντίοι τινί Hdt.9.26
; ἵζεσθαι ἐν τῷ Τηϋγέτῳ, ἐς τὸ Τηΰγετον, Id.4.145, 146; ἐν τῷ Ἰσθμῷ, ἐς τὸν Ἰσθμόν, Id.8.71; of a fleet, Id.6.5: generallyἐς ἱρὸν Ἀφροδίτης Id.1.199
;ἐς τὰ πρόθυρα Id.3.140
; in Trag.,ἐν ἁγνῷ ἵζεσθε A.Supp. 224
;ἐς θρόνους E. Ion 1618
: c. acc.,ἵζεσθαι κρήνας Id.IA 141
(lyr.).2 of things, settle down, subside,ἡ νῆσος ἱζομένη Pl.Ti. 25c
. -
4 πέριξ
πέριξ, 1) Praepos., bes. ion. u. p., ein verstärktes περί, rings herum; gew. c. acc., νῆσον Αἴαντος πέριξ, Aesch. Pers. 360; βωμὸν πέριξ νήσαντες ξύλα, Eur. Herc. F. 243; πέριξ τὸ τεῖχος, Her. 3, 158; ὠκεανὸν ῥέοντα πέριξ τὴν γῆν, 4, 36, vgl. 4, 180; – aber auch c. gen., πέριξ τοῦ ἱροῦ φοίνικες πεφύκασι, 2, 91, vgl. 4, 152. 1, 179, wie Xen. An. 7, 8, 12 u. Pol. 1, 45, 8; – zuweilen steht es dem Casus nach, τὴν πέριξ, Her. 4, 52. 79. – 2) Adv., ringsherum, νῆες κύκλῳ πέριξ ἔϑεινον, Aesch. Pers. 410; βωμία πέριξ, = περὶ βωμόν, Soph. Ant. 1286; oft bei Eur.; πέριξ ὑπ ορύσσοντες τὸ τεῖχος, Her. 5, 115; πέριξ τινὰ λαμβάνειν, = περιλαμβάνειν, 5, 87, umfassen, wie Plat. Tim. 36 c; τὴν Πελοπόννησον πέριξ πολιορκοῦντες, Thuc. 6, 90; ὁ πέριξ τόπος, Plat. Tim. 62 d; τὰ πέριξ ἔϑνη, Xen. Cyr. 1, 5, 2; einzeln bei Sp., wie Luc. amor. 12; Plut.
-
5 κατα-φεύγω
κατα-φεύγω (s. φεύγω), hinab-, hineinfliehen, seine Zuflucht wohin nehmen; οὐκ ἔχω βωμὸν καταφυγεῖν ἄλλον ἢ τὸ σὸν γόνυ Eur. I. A. 911; häufig in Prosa, ἐς τὸ ἱρόν Her. 2, 113, ἐπὶ Διὸς βωμόν 5, 46, εἰς τὸ τεῖχος Plat. Legg. VI, 778 e; αἱ νῆες ἐς τὸν Πειραιᾶ κατέφυγον Xen. Hell. 5, 1, 9; auch πρὸς ϑεῶν εὐχάς, Plat. Phaedr. 244 e; εἰς τὸν ἔλεον Antiph. 3 β 2; Sp.; beim perf. auch mit ἐν, z. B. ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ καταπεφευγέναι Plat. Soph. 260 c; vgl. Xen. Hell. 4, 5, 5; ὅποι Mem. 3, 8, 10; ἐνταῦϑα Isocr. 4, 30; adj. verb. καταφευκτέον, Luc. Pisc. 3.
-
6 καταφευγω
1) убегать, бежать(ἐκ τῆς μάχης Her.)
2) убегать, искать убежища(ἐς τὸ ἱρόν, ἐπὴ Διὸς βωμόν Her.; βωμόν Eur.; ἐς τὸν Πειραιᾶ Xen.; εἰς τὸ τεῖχος Plat.)
3) прибегать, обращаться(πρὸς θεῶν εὐχάς, εἰς τοὺς λόγους, ἐπὴ τὰς μηχανάς Plat.; ἐπὴ τὸν δικαστήν Arst.; εἰς ἀλλοτρίαν πίστιν Plut.)
-
7 πτησσω
дор. πτάσσω (fut. πτήξω, aor. ἔπτηξα - дор. ἔπταξα, эп. πτῆξα; эп. part. pf. πεπτηώς)1) пугать, устрашать, приводить в трепет(θυμὸν Ἀχαιῶν Hom. - ср. 3)
2) со страху прятаться, укрываться, убегать(ἐν μυχοῖς πέτρας Eur.; εἰς ἕνα χῶρον Arph.)
πόλις πρὸς πόλιν ἔπτηξε Eur. — один город ищет убежища у другого;π. βωμόν и ὑπὸ βωμόν Eur. — искать убежища у алтаря3) пугаться, боятьсяπ. θυμόν (acc. relat.) Soph. — устрашиться (ср. 1);
πτῆξαι ἀπειλάς Aesch. — испугаться угроз4) садиться в засаду, залегать в засаде(εἰς ἐρημίαν ὁδοῦ Eur.)
ὑπὸ τεύχεσι πεπτηῶτες Hom. — залегши(е) в засаду -
8 ὅτι
a causal conj., because c. ind.ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον, ἀθάνατους ὅτι κλέψαις ἁλίκεσσι συμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν O. 1.60
κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν, ὅτι πλείσταισι αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
καλέσαντο συνεργὸν τείχεος, ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον O. 8.33
δάμασε καὶ κείνους, ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατόν O. 10.31
αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι ἐπέμειξε, ὅτι τε ἐπειρᾶτο ( ὅτι Hermann: ὅτι τ codd.) P. 2.31ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν, ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον P. 2.73
τὸ μέν, ὅτι βασιλεὺς ἐσσὶ μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι εὖχος ἑλὼν δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.15
—20. ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ, γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν P. 8.58ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.69
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις N. 5.46
μή νυν, ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες, μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.43
ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος, ὅτι τερπνὸν ἐφάμερον διώκων ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.40
καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.5
ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτ[ι], Μοῖσαι, πάντα, τοῦτον ἔσχετε τεθμόν, κλῦτε νῦν (supp. Jurenka) Πα... γέ[ρον]θ' ὅ[τι] Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐπενθορόντα (supp. Turyn)Πα.. 113. ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον], γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες ὅτι ξένοι ἔφθινον Pae. 8.76
b introducing indir. statement, that c. ind.ἔννεπε κρυφᾷ τις ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη τραπέζαισι τ' διεδάσαντο καὶ φάγον O. 1.48
εἰ δέ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι θανόντων μὲν ἐνθάδ' αὐτίκ ἀπάλαμνοι φρένες ποινὰς ἔτεισαν τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.57
ὄφρ' υἱὸν εἴπῃς ὅτιοἱ νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν O. 14.22
εὖ οἶδ' ὅτι Χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει N. 4.43
στεῖχ' ἀπ Αἰγίνασδιαγγέλλοισ ὅτι Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον N. 5.3
μνάσθηθ' ὅτι τοι ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν fr. 140. 62 (36).c frag., dub. ]ἔμαθον δ' ὅτι μοῖραν[ Πα. 13. c. 5. [ ὅτι πεδαθέντα (codd.: ὅτι del. Hermann) Θρ. 3. 10.] -
9 παρά
παρά, πάρ (with apocope often before μ, π, δ; also κ, ς, τ, χ, ζ, β; with anastrophe Pae. 22.10)1 c. acc.,a to, towards with vb. of motion.παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111
παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70
Κρόνιον παρ' ὄχθον O. 9.3
καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν παρ' Αἰτναῖον ξένον P. 3.69
ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.4
Κασσάνδραν πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.21
σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν N. 3.47
ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται ( πέρας ἅμα coni. Weiseler) N. 7.19παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33
Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49
πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν I. 8.2
Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.8
]παρ' ἁλμυρὸν οἴχεσθον Παρθ. 2. 77.b beside, byπαρ' Εὐρώτα πόρον O. 6.28
σόν τε, Κασταλία, πάρα /Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17
τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101
χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.10
Ἀμένα παρ' ὕδωρ P. 1.67
παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.79
παρ' ἐμὸν πρόθυρον P. 3.78
“ πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμα” P. 4.43πὰρ μέσον ὀμφαλὸν P. 4.74
Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον N. 4.20
πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.10
παρὰ Κασταλίαν τε (v. l. Κασταλίᾳ) N. 6.37θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46
θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49
ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57
Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5
χθονὸς ὀμφαλὸν πὰρ σκιάεντα μελπόμεναι Pae. 6.17
γᾶς παῤ ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120
οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 5. Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 1.c contrary to, againstἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16
“φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ θαμάκι παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον” O. 4.27μὴ παρὰ καιρὸν O. 8.24
τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83
τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4 τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά. I. 7.47d past, byIπαρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.94
μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (i. e. εἰ λοξὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ λέγω Σ.) N. 7.69 οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g. παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234.II met., beyond, exceeding, pastπαρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.13
e side by side with, in comparison withἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81
“εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” P. 9.50 σὲ δἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα ( παρ' ἀμὶν v. l. in codd. Aristidis, sed v. Σ ad loc., παρ' αὐτὸν τὸν Ἡρακλέα) fr. 81 ad Δ. 2. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206.f for the sake ofοὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ κενεὰν παρὰ δίαιταν O. 2.65
g of alternation, Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου every second day P. 11.632 c. gen.,a from of motion from, from besideἵκων δ' παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9
“ ἀντρόθε γὰρ νέομαι πὰρ Χαρικλοῦς καὶ Φιλύρας” P. 4.103κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.1
Θέμιν ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ἆγον fr. 30. 2.b from without motion,Iπαρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.70
ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.88
χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59
εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών P. 5.21
II of place of origin. συμβαλεῖν δ' εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (Bergk: ῥοὰν codd.) N. 11.36c πὰρ ποδός, atγνόντα τὸ πὰρ ποδὸς P. 3.60
τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62
3 c. dat.a beside, by of place.παρ' Ἀλφεῷ O. 1.20
πὰρ ποδί O. 1.74
παρὰ βωμῷ O. 1.93
παρ' Ἀλφειῷ O. 7.15
παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17
πὰρ Κρόνου λόφῳ O. 8.17
ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος O. 10.24
παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ O. 10.85
συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ O. 12.14
ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19
κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας O. 14.23
παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν P. 3.34
“ Καφισοῦ παρ' ὄχθαις” P. 4.46 παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων ( καλλίχορον πόλιν Theon) P. 12.26 παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ (Tricl.: πὰρ codd.) N. 2.19Παλίου δὲ πὰρ ποδί N. 4.54
[ παρὰ Κασταλίᾳ τε (v. l. Κασταλίαν) N. 6.37]τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55
Κρονίου πὰρ τεμένει N. 6.61
παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε N. 9.34
Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ N. 10.18
( χαλκὸν)Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.48
ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται N. 10.55
παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου N. 11.24
ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ πὰρ Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29
Καίκου παρ' ὄχθαις I. 5.42
παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.76
παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ I. 8.19
Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35
ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.I with, by the side of, amongπαρὰ μὲν τιμίοις θεῶν O. 2.65
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58
εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις P. 2.25
παρὰ τυραννίδι P. 2.87
καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις P. 3.93
σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.1
παρὰ ματρὶ μένειν P. 4.186
Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213
( Ὑπερβορέων),παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31
γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72
νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58
σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος i. e. in their country Θρ. 7. 7.II met., with καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός in the opinion of P. 2.72 κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ in the judgement of P. 3.28αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὔτ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87
4a in tmesis. “ παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός” (v. παρατρέπω) I. 8.10b fragg.τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1 ]ν πάρα Pae. 22.9
νέ]μομαι παρὰ[ fr. 215b. 9. -
10 πάρ
παρά, πάρ (with apocope often before μ, π, δ; also κ, ς, τ, χ, ζ, β; with anastrophe Pae. 22.10)1 c. acc.,a to, towards with vb. of motion.παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111
παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70
Κρόνιον παρ' ὄχθον O. 9.3
καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν παρ' Αἰτναῖον ξένον P. 3.69
ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.4
Κασσάνδραν πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.21
σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν N. 3.47
ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται ( πέρας ἅμα coni. Weiseler) N. 7.19παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33
Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49
πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν I. 8.2
Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.8
]παρ' ἁλμυρὸν οἴχεσθον Παρθ. 2. 77.b beside, byπαρ' Εὐρώτα πόρον O. 6.28
σόν τε, Κασταλία, πάρα /Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17
τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101
χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.10
Ἀμένα παρ' ὕδωρ P. 1.67
παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.79
παρ' ἐμὸν πρόθυρον P. 3.78
“ πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμα” P. 4.43πὰρ μέσον ὀμφαλὸν P. 4.74
Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον N. 4.20
πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.10
παρὰ Κασταλίαν τε (v. l. Κασταλίᾳ) N. 6.37θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46
θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49
ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57
Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5
χθονὸς ὀμφαλὸν πὰρ σκιάεντα μελπόμεναι Pae. 6.17
γᾶς παῤ ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120
οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 5. Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 1.c contrary to, againstἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16
“φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ θαμάκι παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον” O. 4.27μὴ παρὰ καιρὸν O. 8.24
τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83
τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4 τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά. I. 7.47d past, byIπαρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.94
μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (i. e. εἰ λοξὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ λέγω Σ.) N. 7.69 οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g. παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234.II met., beyond, exceeding, pastπαρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.13
e side by side with, in comparison withἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81
“εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” P. 9.50 σὲ δἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα ( παρ' ἀμὶν v. l. in codd. Aristidis, sed v. Σ ad loc., παρ' αὐτὸν τὸν Ἡρακλέα) fr. 81 ad Δ. 2. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206.f for the sake ofοὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ κενεὰν παρὰ δίαιταν O. 2.65
g of alternation, Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου every second day P. 11.632 c. gen.,a from of motion from, from besideἵκων δ' παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9
“ ἀντρόθε γὰρ νέομαι πὰρ Χαρικλοῦς καὶ Φιλύρας” P. 4.103κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.1
Θέμιν ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ἆγον fr. 30. 2.b from without motion,Iπαρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.70
ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.88
χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59
εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών P. 5.21
II of place of origin. συμβαλεῖν δ' εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (Bergk: ῥοὰν codd.) N. 11.36c πὰρ ποδός, atγνόντα τὸ πὰρ ποδὸς P. 3.60
τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62
3 c. dat.a beside, by of place.παρ' Ἀλφεῷ O. 1.20
πὰρ ποδί O. 1.74
παρὰ βωμῷ O. 1.93
παρ' Ἀλφειῷ O. 7.15
παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17
πὰρ Κρόνου λόφῳ O. 8.17
ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος O. 10.24
παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ O. 10.85
συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ O. 12.14
ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19
κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας O. 14.23
παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν P. 3.34
“ Καφισοῦ παρ' ὄχθαις” P. 4.46 παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων ( καλλίχορον πόλιν Theon) P. 12.26 παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ (Tricl.: πὰρ codd.) N. 2.19Παλίου δὲ πὰρ ποδί N. 4.54
[ παρὰ Κασταλίᾳ τε (v. l. Κασταλίαν) N. 6.37]τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55
Κρονίου πὰρ τεμένει N. 6.61
παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε N. 9.34
Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ N. 10.18
( χαλκὸν)Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.48
ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται N. 10.55
παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου N. 11.24
ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ πὰρ Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29
Καίκου παρ' ὄχθαις I. 5.42
παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.76
παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ I. 8.19
Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35
ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.I with, by the side of, amongπαρὰ μὲν τιμίοις θεῶν O. 2.65
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58
εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις P. 2.25
παρὰ τυραννίδι P. 2.87
καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις P. 3.93
σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.1
παρὰ ματρὶ μένειν P. 4.186
Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213
( Ὑπερβορέων),παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31
γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72
νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58
σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος i. e. in their country Θρ. 7. 7.II met., with καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός in the opinion of P. 2.72 κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ in the judgement of P. 3.28αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὔτ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87
4a in tmesis. “ παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός” (v. παρατρέπω) I. 8.10b fragg.τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1 ]ν πάρα Pae. 22.9
νέ]μομαι παρὰ[ fr. 215b. 9. -
11 πατήρ
1 fatherυἱὲ Ταντάλου, ὁπότ' ἐκάλεσε πατὴρ O. 1.37
Πισάτα παρὰ πατρὸς Oinomaos O. 1.70 πατρὶ βωμῶν ἁγισθέντων Zeus O. 3.19ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8
Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.50
εὖτ' ἂν Ἡρακλέης πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ Zeus O. 6.68ἄνδρα πατέρα τε Δαμάγητον O. 7.17
πατρὶ δὲ πατρὸς ἐνέπνευσεν μένος O. 8.70
ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς O. 10.86
πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ O. 13.35
Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ O. 13.41
καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.61
“ Δαμαίῳ πατρὶ δεῖξον” Poseidon, reputed father of Bellerophon O. 13.69 ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν Kleodamos O. 14.21χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος P. 1.59
ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός Kentauros P. 2.48κρύβδαν πατρός P. 3.13
ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος P. 3.67
“ πατρὸς ἐμοῦ” Aison P. 4.106 ὀφθαλμοὶ πατρός Aison P. 4.120πατὴρ Βορέας P. 4.182
πατέρ' Οὐρανιδᾶν Ζῆνα P. 4.194
πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε Xenokrates P. 6.15 ( Ἀντίλοχος) ὃς ὑπερέφθιτο πατρός Nestor P. 6.30πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός P. 6.39
“ φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” P. 8.45 πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων κλεινότερον γάμον Antaios P. 9.111τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς P. 10.12
Ὀρέστα· τὸν δὴ φονευομένου πατρὸς Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε Agamemnon P. 11.17ἢ πατρὶ Πυθονίκῳ τό γέ νυν ἢ Θρασυδᾴῳ P. 11.43
εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο N. 4.14
πατρὶ Σωγένης ἀταλὸν ἀμφέπων θυμὸν N. 7.91
Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα N. 8.16
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε Talaos N. 10.12ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν N. 11.11
τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34
Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.27
πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον I. 8.2
πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται Asopos I. 8.17 πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν (Ahlwardt: γόν. ἄν. πατρὸς codd.: φέρτερόν γε γόνον Bury) I. 8.32 ]ν ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ]υσε πατέρα Γοργόν[ων Phorkos Δ. 1.. μ]έμηλεν πατρὸς νόῳ Δ. 4. 35. pl. pro s., γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν i. e. Dionysos, son of Zeus and Semele fr. 75. 11.2 ancestor εὐωνύμων τε πατέρωνἄωτον O. 2.7
σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91
“ λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι” P. 4.117φῶτες Αἰγείδαι, ἐμοὶ πατέρες P. 5.76
πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει P. 10.2
]Φόρκοιο, σύγγονον πατέρων Δ. 1. 17, cf. O. 13.61, 69.3 met.a guardian βασιλεύς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ Hieron P. 3.71 ζαθέων ἱερῶν πάτερ, κτίστορ Αἴτνας fr. 105. 3.bφορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατήρ, Ὀρφεύς P. 4.176
4 epith. of various deities.a Zeus.πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
Ζεὺς πατήρ O. 2.27
σὺν βαρυγδούπῳ πατρὶ O. 6.81
πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ O. 7.36
πατρί τε θυμὸν ἰάναιεν κόρᾳ τ O. 7.43
ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ O. 7.87
πατρὶ μεγίστῳ O. 10.45
Ζεῦ πάτερ O. 13.26
αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν O. 14.12
Ζεὺς πατὴρ P. 3.98
“ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ” P. 4.23πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.10
ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις N. 5.33
Ζεῦ πάτερ N. 8.35
, N. 9.31, N. 9.53, N. 10.29παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ N. 10.55
“ πάτερ Κρονίων” Polydeukes speaks N. 10.76 “ ὦ Ζεῦ πάτερ” Herakles speaks I. 6.42βαρυσφαράγῳ πατρὶ I. 8.22
Μοῖσαι, κελαινεφεῖ σὺν πατρὶ Pae. 6.56
πατὴρ δὲ Κρονίων Pae. 15.5
Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστότεχνα πάτερ fr. 57. 2. ] πάτερ fr. 59. 2. Ζεὺς πατὴρ fr. 93. ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν πατρί τε Κρονίῳ (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 64 (38). δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς (sc. ἡμένα Ἀθάνα) fr. 146. 2.b Apollo.ἀκερσεκόμα πάτερ Pae. 9.45
c Helios.ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70
d Time.Χρόνος ὁ πάντων πατήρ O. 2.17
e Kronos.πατὴρ μέγας πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.76
5 fragg. ]πατὴρ δεπ[ Pae. 10.9
]ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e. ] πατρὸς ἑοῖο[ ?fr. 335. ] πατρὸς εχ[ P. Oxy. 1792, fr. 34. -
12 βωμός
2 mostly, altar with a base,ἱερὸς β. Il.2.305
, etc.;πρὸς βωμῷ σφαγείς A.Eu. 305
;βωμὸς ἀρῆς φυγάσιν ῥῦμα Id.Supp.84
(lyr.);βωμῶν ἀπείργειν τινά Id.Ch. 293
;ἀγυιεὺς β. S.Fr. 370
; of suppliants,ποτὶ βωμὸν ἵζεσθαι Od.22.334
; βωμοῖσι προσῆσθαι, προσπεσόντα βωμῷ καθῆσθαι, S.OT16, OC 1158;βωμὸν ἵζειν E. Ion 1314
: also in Prose,β. ἱδρύσασθαι Hdt.3.142
, cf. Pl.Prt. 322a;ἱζόμενοι ἐπὶ τὸν β. Hdt.6.108
;ἐπὶ βωμῶν καθέζεσθαι Lys.2.11
.3 later, tomb, cairn, Epigr.Gr.319.4 title of poems by Dosiades and Besantinus, AP15.26and25, cf. Luc.Lex.25.5 altar-shaped cake, IG2.1651B,C, Poll.6.76.6 Ζεὺς Βωμός, prob. a Syrian god, Hermes37.118 ([place name] Syria).8 in pl., = ἔμβολοι, Hsch. -
13 καθίζω
Aκάθιζον Il.3.426
,al.; in Proseἐκάθιζον X.HG5.4.6
, Din.2.13: [tense] fut.καθέσω Eup.12.11
D.; καθίσω (intr.) Apollod. Com.5; [dialect] Ion. κατίσω (trans.) Hdt.4.190; [dialect] Att. alsoκαθιῶ X.An.2
. 1.4, D.24.25, 39.11, IG22.778.13 (iii B.C.); [dialect] Dor. : [tense] aor. 1καθεῖσα Il.18.389
, al., subj. καθέσω h.Ap.ap.Th.3.104; inf.καθέσαι IG22.46
aB*21, 25 (v/iv B.C.); poet.κάθεσσα Pi.P.5.42
codd.; this [tense] aor. καθεῖσα has Ms. authority in E.Hipp.31 ( ἐγκαθ-, [voice] Med.), Ph. 1188, Hdt.1.88, 4.79, Th.7.82, but we also find [dialect] Ep. κάθῐσα, [dialect] Ion. κάτ- (for which κάθεσα, κάτεσον, etc., shd. perh. be restored), Il.19.280 (v.l. κάθεσαν), al., Hdt.1.89, 2.126, , Th.6.66 (leg. καθεῖσα), laterἐκάθῐσα X.Cyr.6.1.23
, Men.544, etc., cf. Poll.3.89; also [dialect] Ep. part.καθίσσας Il.9.488
; [dialect] Dor.καθίξας Theoc.1.12
, subj. καθίξῃ ib.51; late part. καθιζήσας, subj. - ζήσῃ, D.C.54.30, 37.27: [tense] pf.κεκάθῐκα D.S.17.115
, Ep.Hebr.12.2, A.D.Synt.323.23:—[voice] Med., [tense] impf.ἐκαθιζόμην Ar.V. 824
,κὰδ.. ἵζ- Il.19.50
: [tense] fut.καθιζήσομαι Pl.Phdr. 229a
, Euthd. 278b, ([etym.] προς-) Aeschin.3.167, laterκαθίσομαι Ev.Matt.19.28
, Plu.2.583f, , al.: [tense] aor. 1καθεσσάμην Anacr.111
; alsoἐκαθισάμην SIG975.6
(Delos, iii B. C.), Hsch., ([etym.] ἐπ-, παρ-) Th.4.130 codd., D.33.14; [dialect] Ep.ἐκαθισσάμην Call.Dian. 233
,καθισσάμην A.R. 4.278
, 1219:—[voice] Pass., [tense] aor. 1 part.καθιζηθείς D.C.63.5
:I causal, make to sit down, seat,ἄλλους μὲν κάθισον Τρῶας Il.3.68
;μή με κάθιζ' 6.360
; ;κὰδ δ' εἷσ' ἐν θαλάμῳ 3.382
;τὴν μὲν.. καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου 18.389
;κατίσαι τινὰ ἐπ' οἰκήματος Hdt.2.121
.έ; καθιεῖν τινα εἰς τὸν θρόνον, i.e. to make him king, X. An.2.1.4;ἐπὶ θρόνον Phld.Vit.p.22
J.2 set, place,τὸν μὲν.. καθεῖσεν ἐπ' ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ Il.5.36
;κὰδ δ' ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν 2.549
;Κρόνον.. Ζεὺς γαίης νέρθε καθεῖσε 14.204
; ; κ. στρατόν encamp it, Id.Heracl. 664, cf. Th.4.90;κ. τὸ στράτευμα ἐς Χωρίον ἐπιτήδειον Id.6.66
;σύλλογον εἰς Χωρίον κ., Χωρὶς μὲν τοὺς ὁπλίτας, Χωρὶς δὲ τοὺς ἱππέας Pl.Lg. 755e
.b post watchers, guards, etc.,σκοπὸς ὅν ῥα καθεῖσεν Αἴγισθος Od.4.524
; κατίσαι φυλάκους set guards, Hdt.1.89, cf. X.Cyr.2.2.14;ἄλλους κάτισον ἀγαγὼν κατὰ τὰς.. πύλας Hdt.3.155
;κ. ἐνέδραν Plu.Publ.19
: rarely of things,τι ἐπὶ τηγάνοις Pherecr.127
.4 cause an assembly, court, etc., to take their seats, convene,ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69
; ὅταν καθέσωσιν ἀγῶνα h.Ap.ap.Th.3.104;κ. τὸ δικαστήριον Ar.V. 305
, cf. D.39.11, IG22.778.13;νομοθέτας D.24.25
, prob. in Id.3.10; but κ. τινὶ δικαστήν appoint a judge to try a person, Pl.Lg. 874a; ; constitute, establish,δικαστήρια Pl.Plt. 298e
;βουλὴν ἐπίσκοπον πάντων Plu.Sol.19
.5 put into a certain condition, esp. in the phrase κλαίοντά τινα κ set him aweeping, κλάοντα καθέσω ς' Eup. l.c., cf. Pl. Ion 535e, X.Cyr.2.2.15; but ib.14 κλαίειν τινὰ κ. to make him weep: for Theoc.1.51, v. ἀκράτιστος.II intr., take one's seat, sit, abs., Il.3.394, etc.; μετ' ἀθανάτοισι, ἐν θρόνοισι καθίζειν, 15.50, Od.8.422; ἐν [ θώκοισι] Hdt.1.181; ἐπὶ τοῖς ἐργαστηρίοις or τῶν -ίων, Isoc.18.9, 7.15;ἐπὶ σκίμποδα Ar.Nu. 254
;ἐπὶ δένδρου Arist. HA 614a34
(but κ. ἐπὶ κώπην, of rowers, Ar.Ra. 197); of suppliants,κ. ἐπὶ τὸν βωμόν Th.1.126
, Lys.13.24;εἰς γόνυ D.S.17.115
: in Poets also c. acc., , El. 980; βωμόν, ὀμφαλόν, ἱερά, Id.HF48, Ion6, 1317.2 sit, recline at meals, X.Cyr.8.4.2.3 sit as judge, Hdt.1.97, 5.25, Pl.Lg. 659b, Ph.1.382; hold a session, of the πρόεδροι, D.24.89, cf. Hermes 17.5 ([place name] Delos).5 settle, sink down,ἐπὶ τὰ ἰσχία καθίσαι τὼ ἵππω Pl.Phdr. 254c
;καθίσας ὁ φελλὸς ἀνοίξει τὸν κρουνόν HeroSpir.1.20
.6 of ships, run aground, be stranded, Plb.1.39.3, Str.2.3.4.III [voice] Med.in intr.sense, Il.19.50(in tmesi), Theoc.15.3, etc.;εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον Pl.R. 516e
; ἐὰν δὲ καθίζεσθαι κελεύσῃ if he order them to take their seats (among the spectators in the theatre), D.21.56 (nisi leg. καθέζεσθαι, as also ib.162, both readings are found ib.119);καθίζεσθαι ἢ κατακλινῆναι Pl.Phdr. 228e
.2 of birds, settle, alight, Arist.HA 614b23.3 leave goods purchased in a market, SIG975.6 (Delos, iii B.C.).--[dialect] Att. in this signf. acc. to Hsch. -
14 καταφεύγω
Aφεύξομαι D.8.41
:— flee for refuge, ἐς τὸ [ ἱρόν] Hdt. 2.113, cf. 1.145;ἐπὶ Διὸς βωμόν Id.5.46
: c. acc.,οὐκ ἔχω βωμὸν κ. E.IA 911
(troch.); - πεφευγέναι ἐν τόπῳ flee and take refuge in.., Pl.Sph. 260c, cf. X. HG4.5.5; ἐκεῖ, ἐνθάδε κ., Th.3.71, Isoc.14.28; ὅποι .. X. Mem.3.8.10; κ. εἴς τινα flee for protection to him,ὃς ἂν φεύγων καταφύγῃ ἐς τούτους Hdt.4.23
;εἰς ὑμᾶς κ. καὶ ἀντιβολῶ And.1.149
;ἐπί τινα D.18.19
, etc.;πρὸς ὑμᾶς Id.8.41
;παρ' ἡμῖν Isoc.12.194
.2 ἐκ τῆς μάχης κ. escape from.., Hdt.6.75: abs., ἄνω μάλ' εἶσι καταφυγών (sc. ὁ ἀτμός) Alex. 124.17.3 have recourse, ;εἰς σωτηρίαν Id.2.4.1
;εἰς τοὺς λόγους Pl.Phd. 99e
, cf. 76e; ;ἐπὶ τὰς μηχανάς Pl.Cra. 425d
;ἐπὶ τὸν δικαστήν Arist.EN 1132a20
; ἐπὶ τὸν λόγον ib. 1105b13;ἐπὶ Καρχηδονίους Plb.1.10.1
, cf. Plu.Cam.7;πρὸς θεῶν εὐχάς Pl.Phdr. 244e
;ὥς τινας Plb.24.10.11
: c. dat.,τῇ μητρί Ctes.Fr.29.57
.4 εἰς τὴν τοῦ βίου μετριότητα κ. fall back upon, appeal to.., D.25.76; ἐπὶ τὸ φάσκειν .. Phld. D.3.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφεύγω
-
15 πτήσσω
Aπτήξω AP 12.141
codd. (Mel.): [tense] aor. , etc., [dialect] Dor.ἔπταξα Pi.P. 4.57
, [dialect] Ep.πτῆξα Il.14.40
: [tense] aor. 2 ἔπτᾰκον in compd.καταπτακών A.Eu. 252
; [dialect] Ep. [ per.] 3 dualκαταπτήτην Il.8.136
: [tense] pf.ἔπτηχα Isoc.5.58
, ([etym.] κατ-) Lycurg.40, D.4.8; later ἔπτηκα ([etym.] κατ-) Them.Or.24.309b; [dialect] Ep.part. πεπτηώς, ῶτος (v.infr.11.2).I Causal, scare, alarm,πτῆξε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν Il.14.40
;ἐχθροὺς πτῆξαι Thgn.1015
.II intr., crouch or cower for fear, of animals, (anap.);πτήξας δέμας παρεῖχε A.Pers. 209
; [πῶλος] π. αἰσχύνῃσιν S.Fr.659.9
, cf. Ar.Av. 777; of human beings,ἔπταξαν ἀκίνητοι σιωπᾷ Pi.P.4.57
; ὑπὸ φόβῳ π. E.Ba. 1035 (lyr.);πτῆξαι ταπεινήν Id.Andr. 165
;π. θυμόν S.OC 1466
(lyr.); κακῶς πάσχων π. Pl.Smp. 184b;δοκεῖ μοι τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶναι καὶ εὐτυχοῦντα ἐξυβρίσαι καὶ πταίσαντα.. πτῆξαι X.Cyr.3.1.26
; ἐκποδὼν π. Ar.Th.36: with Preps.,π. ἐν μυχοῖς πέτρας E.Cyc. 408
;εἰς ἕνα χῶρον Ar.Lys. 770
; πόλις πρὸς πόλιν π. E.Supp. 269;βωμὸν ὄρνις ὣς ἔπτηξ' ὕπο Id.HF 974
: c. acc. loci, βωμὸν π. Id. Ion 1280.3 c. acc. rei, crouch for fear of.., (anap.);φοβούμενοι πτήσσομεν αὐτούς X.Cyr.3.3.18
;ταῖς διανοίαις μὴ πτήξαντες τὸν τῶν ἐπιόντων φόβον Lycurg.49
;δόρυ Lyc.280
, IG14.1296: abs.,ὁ λέων.. ὁρώμενος.. οὐδέποτε φεύγει οὐδὲ πτήσσει Arist. HA 629b13
. -
16 προς-ίστημι
προς-ίστημι (s. ἵστημι), hinzu-, hinanstellen, -setzen; μηδὲ προςίστη πρώραν βιότου πρὸς κῠμα, Eur. Troad. 103; – zuwägen, τινί τι, μὴ προςίστα τοῠτό μοι τοὐστοῠν, Macho com. bei Ath. VI, 243 s. – In dem med. u. den intr. tempp. dabei, zur Seite stehen, herantreten, πύλαις ἑβδόμαις προςίστανται, Aesch. Spt. 119; κἀμοὶ προςέστη καρδίας κλυδώνιον, Ch. 181, wie βωμὸν προςέστην, ich trat an den Altar, Pers. 199; προςέσταμεν, Ar. Ach. 653; Her. 1, 129. 5, 51; Plat. Lys. 207 b; auch οὐδὲ ὄναρ πράττειν προςίσταται αὐτοῖς, es fällt ihnen ein, Theaet. 173 d; u. προςιστώμεϑα δὴ καϑάπερ ἀϑληταὶ πρὸς τοῠτον τὸν λόγον, wir wollen uns daran machen, sie angreifen, Phil. 41 b; Her. vrbdt auch προςστῆναί τινα, Einem in den Sinn kommen, 1, 86, wo aber v. l. προστῆναι ist. – Auch Anstoß geben, anstoßen, κἂν ὑπερβάλῃ τῷ λέγειν καλῶς, προςέστη τοῖς ἀκούουσιν, widerstand er, war er den Hörern unangenehm, Dem. 60, 14; D. Hal. 1, 8; προςίσταταί μοι, es widersteht mir, wird mir zum Ekel, M. Anton. 5, 46; vgl. Schäf. D. Hal. C. V. p. 141.
-
17 προ-χύται
προ-χύται, αἱ, sc. κριϑαί, = οὐλοχύται; προχύται τε βάλλειν πῠρ καϑάρσιον ἐκ χερῶν, Eur. I. A. 1112, vgl. ib. 955. 1472; λαβὼν προχύτας ἔβαλλε βωμόν, El. 798; vgl. Ap. Rh. 1, 425, wo der Schol. auch die Erkl. giebt τὸ ὕδωρ, ὃ ἐνίβαλον εἰς τὸ οὖς τοῠ ἱερείου, ἐπὶ τὸ ἐπινεύειν τὸ ἱερεῖον, damit das Opferthier den Kopf niederneige. – Uebh. was man ausschüttet, auswirft, missilia, allerhand Dinge, die man einem bewunderten Manne zum Zeichen der Verehrung zuwirft, Plut. Dion. 29.
-
18 πτήσσω
πτήσσω, aor. I. ἔπτηξα, u. II. ἔπτακον (s. κατα-πτήσσω) perf. ἔπτηχα, selten ἔπτηκα, u. im partic. ep. πεπτηώς in intrans. Bdtg (vgl. ὑποπτήσσω). in Furcht u. Schrecken setzen, πτῆξε ϑυμὸν Ἀχαιῶν, Il. 14, 40; Paul. Sil. ecphras. 1, 26 sagt ζυγὸν πτήσσειν, ein Joch furchtbar machen, machen, daß man es fürchtet; κείμην πεπτηώς, mich furchtsam zusammenduckend, hinkauernd, Od. 14, 354; πεπτηῶτες, 474; πεπτηὼς γὰρ ἔκειτο ὑπὸ ϑρόνον, 22, 362; δείματι πεπτηυῖα, Ap. Rh. 2, 535; ἐπτηχώς, Isocr. 5, 58; so intrans. brauchen Andere auch die übrigen tempp., ἔπταξαν δ' ἀκίνητοι σιωπᾷ ἥρωες, sich fürchten, Pind. P. 4, 57; πτήξας δέμας παρεῖχε, Aesch. Pers. 205; ἀπειλὰς πτήξας, sich vor den Drohungen fürchtend, Prom. 174, wie sp. D., Archi. 27 ( Plan. 94); πόλις πρὸς πόλιν ἔπτηξε, Eur. Suppl. 281; so auch ἔπτηξα ϑυμόν, in der Seele, Soph. O. C. 1465; σιγῇ πτήξειαν ἄφωνοι, Ai. 171; οὐκέτι φόβῳ πτήσσω, Eur. Bacch. 1034; βωμὸν ἔπτηξ' ὕπο, Herc. Fur. 974, wie ἐν μυχοῖς πέτρας πτήξαντες, Cycl. 407, εἰς ἕνα χῶρον, Ar. Lys. 770, u. öfter; ἐάν τε κακῶς πάσχων πτήξῃ, Plat. Conv. 184 b; so auch bei Xen., im Ggstz von ἐξυβρίζω Cyr. 3, 1, 26, auch ὅτι οὐχ ὡς φοβούμενοι πτήσσομεν αὐτοὺς οἴκοι καϑήμενοι, 3, 3. 18; Plut. Thes. 6; Lycurg. 49 vrbdt τοὺς ταῖς δ ανοίαις μὴ πτήξαντας τὸν τῶν ἐπιόντων φόβον.
-
19 περι-ΐστημι
περι-ΐστημι (s. ἵστημι), 1) act., herumstellen, herumsetzen, um Etwas, λαβὼν αὐτὸ περιέστησε τῷ πλασϑέντι ζῴῳ, Plat. Tim. 78 c; στρατὸν περὶ πόλιν, Xen. Cyr. 7, 5, 1; μεγίστους κινδύνους περιέστησε Καρχηδονίοις, Pol. 12, 15, 7; περιστήσας αὐτοῖς τὰ ϑηρία, 1, 85, 7; πόλεμον πανταχόϑεν, 2, 45, 4; auch zum Schutz, Plut.; so auch aor. I. med., ξυστοφόρους, Xen. Cyr. 7, 5, 41; – umsetzen, verändern, ἐκ τούτων εἰς τοῠτο τὰ πράγματα περιιστάναι, Isocr. 15, 120; τὰς αὑτῶν συμφορὰς εἰς ἐμέ, Dem. 40, 20; εἰς μοναρχίαν περιστῆσαι τὸ πολίτευμα, Pol. 3, 8, 2; τοῠ κεραυνοῠ τὴν ἀσϑένειαν εἰς πρηστῆρα περιΐστησιν, Plut. plac. phil. 3, 3; περιέστησεν ἡ μνήμη τὸν λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, Sympos. 5, 1 u. ä.; dazu perf. περιέστακα, Plut. Ax. 370 d. – 2) med. u. intr. tempp., sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι, Il. 4, 532; μήπως με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, 17, 95, damit so Viele sich nicht um imich Einen herumstellen, mich umzingeln; vgl. εἴπερ πεντήκοντα λόχοι νῶϊ περισταῖεν, Od. 20, 50; umgeben, rings umstehen, πολλὸς δ' ἱμερόεντα χορὸν περιΐσταϑ' ὅμιλος, Il. 18, 603, wie βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind, 2, 410; u. aor. pass., κῠμα περιστάϑη, Od. 11, 243, eine Woge wurde herumgestellt; ὑμεῖς δὲ βωμὸν – περίστητε, Aesch. frg. 434; περιστᾶσαι κύκλῳ, Eur. Bacch. 1104; u. so in Prosa: περιστᾶσαι αὐτὸ κύκλῳ, Her. 1, 43; ὡς κύκλῳ περιστὰς βίᾳ αἱρήσων τὴν πόλιν, Thuc. 5, 7; ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωϑεν πνεύματος, Plat. Tim. 76 b; πολὺς ὑμᾶς ὄχλος περιειστήκει, Euthyd. 271 a; καὶ οἱ ἄλλοι περιέστησαν ἡμᾶς, 206 e; περιίστασϑαι τὸν λόφον, umzingeln, Xen. Cyr. 3, 1, 5; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die Einen bedrohen, oder in die er gerathen ist, so daß sie ihn rings umgeben, φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην, Thuc. 3, 55; τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, 4, 10, u. sonst; auch τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ, 6, 24. So Pol., μεγάλην αὐτοῖς συνέβη ἀπορίαν περιστῆναι, 1, 77, 7, διὰ τὸν ἀπὸ Καρχηδονίων φόβον περιεστῶτα Ῥωμαίοις, 3, 16, 2, vgl. 3, 75, 8; οἱ περιεστῶτες καιροί, 3, 86, 7; auch ὁ περιεστὼς καιρὸς τὴν Αἰτωλίαν, 20, 9, 1; τὰ περιεστηκότα πράγματα, Lys. 2, 32. – 3) in eine andere, gew. schlechtere Lage hineingerathen, sich zum Schlechten ändern, um schlagen, ἐς τοῠτο περιέστη ἡ τύχη, Thuc. 4, 12; μηκυνόμενος ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασϑαι, 1, 78; περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη, unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert, 1, 32, worauf folgt νῠν ἀβουλία φαινομένη, und scheint nun Unklugheit zu sein; was D. Hal. 6, 43 nachahmt: περιέστηκεν ἡ δοκοῠσα ἡμῶν τοῠ κοινοῠ πρόνοια ἰδίᾳ πρὸς ἑκάτερον μέρος ἀπέχϑειαν φερομένη; und Plut. Graech. 14: καὶ περιέστηκεν ἡ Ῥωμαίων βουλὴ ϑρηνοῠσα καὶ συνεκκομίζουσα. Daher ἐνϑάδε τὸ ἐναντίον περιέστηκεν, Plat. Men. 70 c; auch ὥςτε περιστῆναι αὐτῷ μηδαμόϑεν ἄλλοϑεν τὴν σωτηρίαν γενέσϑαι, Menex. 244 d, so daß es mit ihm dahin kam, daß; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥςτε, Lycurg. 3, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert; vgl. Isocr. Phil. 55 Pac. 59 Areopag. 81; φοβοῦμαι, μὴ τὸ πρᾶγμα εἰς τοὐναντίον περιστῇ, Dem. 25, 12, vgl. 3, 9; περιειστήκει τοῖς βοηϑείας δεήσεσϑαι δοκοῠσιν, αὐτοὺς βοηϑεῖν ἑτέροις, 18, 218; Pol. 1, 62, 5; τὸ τέλος τῆς δίκης ἐς τοῠτο περιέστη, Luc. Eun. 5; περιστήσεσϑαι τὰ ἡμέτερα ἐς τόδε ἀμηχανίας προςεδόκων, Iov. trag. 19. – Auch 4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥςπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν, Luc. Hermot. 86, vgl. Soloec. 5; Sp. auch geradezu = fürchten, mit μή construirt, Ios. – Nahe bevorstehen, Jacobs Ach. Tat. p. 529, Lob. Phryn. 377.
-
20 τίθημι
τίθημι (ΘΕ), 2. Pers. praes. bei Hom. immer τίϑησϑα, auch impf., Od. 9, 404, inf. τιϑήμεναι für τιϑέναι, Il. 23, 83. 247, τιϑέμεν Hes. O. 746; imperf. ἐτίϑην, τίϑεσαν, Od. 22, 456, in der Iterativform τίϑεσκον, und (von τιϑέω) ἐτίϑουν, ἐτίϑει u. τίϑει, Hom. u. Folgde im gew. Gebrauch, Pind. hat auch praes. τιϑεῖς, P. 8, 11, wie τιϑεῖ Minnerm. 1, 6. 3, 7; fut. ϑήσω, aor. ἔϑηκα u. ἔϑην, conj. ϑῶ, ϑέωμεν, Od. 24, 285, zweisylbig auszusprechen, auch ϑείω, Il. 16, 83. 437 Od. 1, 89, ϑείομεν für ϑείωμεν = ϑῶμεν, Il. 23, 244. 486 Od. 13, 364, sing. ϑήῃς, Il. 16, 96, in der Od. aber schreibt Wolf ϑείῃς, ϑείῃ, int. ϑέμεναι, selten ϑέμεν, wie Hes. O. 61. 67 u. öfter bei Pind.; perf. τέϑεικα; – med. τίϑεμαι, part. auch τιϑήμενος, Il. 10, 34, impf. ἐτιϑέμην, Hom. Il. u. Folgde; fut. ϑήσομαι, aor. I. ·ἐϑηκάμην, ϑήκατο, Il. 10, 31, Hes. Sc. 128, ϑηκάμενος Pind. P. 4, 29. 113; att. nur aor. II. ἐϑέμην, opt. ϑεῖτο, Od. 17, 225, imper. ϑέο, 10, 333, – pass. aor. ἐτέϑην, fut. τεϑήσομαι, perf τέϑειμαι, kommen bei Hom. noch nicht vor, – setzen, stellen, legen, zunächst – 1) im örtlichen Sinne, an einen bestimmten Ort hinsetzen, hinlegen, hinbringen, φύσας μέν ῥ' ἀπάνευϑε τίϑειπυρός, Il. 18, 412; πυρὸς ἐγγὺς εὐνήν, Od. 14, 518; ἅρματα δ' ἂμ βωμοῖσι τίϑει, Il. 8, 441, wie κλάδους βωμοὺς ἐπ' ἄλλους ϑές Aesch. Suppl. 478; u. so zu erklären οὐχ ἱκετηρίαν οὐδεὶς τριήραρχος ἔϑηκε, sc. ἐπὶ τῷ βωμῷ, eigtl. den Zweig, das Zeichen der Hülfeflehenden auf den Altar legen, Dem. 18, 107; κλῶνας ἐξ ἀμφοῖν χεροῖν τιϑεὶς ἐλάας, Soph. O. C. 485. – Von den Präpositionen, die damit verbunden werden, ist zu merken, daß sehr gewöhnlich ἐν dabeisteht, so daß ähnlich, wie beim lat. ponere, collocare in aliquo loco, mit dem Stellen u. Legen zugleich das darauf folgende Sein od. sich Befinden am Orte ausgedrückt wird, ἐν κίστῃ ἐτίϑει ἐδωδήν, Od. 6, 76; ἱστία ϑέσαν ἐν νηΐ, Il. 1, 433; πρώτας ἐν γαίῃ ϑέσαν, 12, 260; ἐν πυρῇ νεκρόν, 23, 165; ἐν τείχει ϑέσαν, Pind. P. 3, 38; ταῠτ' ἐν μέσῳ τίϑημι, Aesch. Ch. 143; πόδα ἐν χέρσῳ, Suppl. 32; ἐν μέσῳ σκάφει ϑέντες σφε, Soph. Trach. 801; ἐν τάφῳ τιϑεῖσα, Ant. 500; auch εἰς ταφὰς ἐγὼ ϑήσω, Ai. 1089; bes. ἐν χερσὶ τίϑει, Il. 1, 585; ἐν χείρεσσ' Οδυσῆϊ τίϑει, 10, 529, u. öfter, was so geläufig war, daß es den allgemeinen Begriff des Einhändigens, Darreichens, Gebens erhielt, u. auch ἵππον ἐν χείρεσσι τίϑει Μενελάου gesagt wurde, Il. 23, 597; vgl. noch σπείσας δ' αἴϑ οπα οἶνον Ὀδυσσῆϊ ἐν χείρεσσιν ἔϑηκεν, Od. 14, 448. – Daran reihen sich ursprünglich auch örtlich zu nehmende, auf das Geistige gehende Vrbdgn: ἄλλῳ δ' ἐν στήϑεσσι τιϑεῖ νόον εὐρύοπα Ζεύς, Il. 13, 732; νόον, ὅν τινά οἱ νῠν ἐν στήϑεσσι τιϑεῖσι ϑεοί, Od. 2, 124; ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσι ϑεοὶ ϑέσαν, Il. 9, 637, u. ä., Einem einen Gedanken, einen Rath. Muth in die Seele legen, eingeben. Auch med., ἐν, στήϑεσσι ϑέτο ϑυμόν, Il. 9. 629, αἰδῶ καὶ νέμεσιν, ἔν φρεσὶ ϑέσϑαι, 13, 121, vgl. 15, 561. 660; ähnlich κότον ϑέσϑαι τινί, gegen Einen Groll bei sich festsetzen, ihm fortwährend grollen, 8, 449; ϑέσϑαι ϑυμὸν ἄγριον ἐν στήϑεσσιν, Zorn in der Brust festsetzen, ἐν ϑυμῷ τίϑεν, Pind. P. 3, 65; u. ohne acc., ἐν φρεσὶ ϑέσϑαι, bei sich festsetzen, im Herzen beschließen, worauf bedacht sein, c. int., Od. 4, 729. – Selten εἰς, Il. 23, 704. 24, 795. 297; τίϑεμαι εἰς καρδίην, M. Arg. 2 (V, 32); Soph. vrbdt ὡς ἐς πυράν με ϑῇς, Trach. 1254; εἰς χεῖρα Τεύκρου δεξιὰν φιλοφρόνως ϑείς, Ai. 739; εἴ τις ϑεῶν ἄνδρα ἕνα ϑείη εἰς ἐρημίαν, Plat. Rep. IX, 578 e; ψυχἡν είς τὸ μέσον α ύτοῠ ϑείς, Tim. 34 b, vgl. Legg. IV, 719 a; auch λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τι ϑέν τες, II, 669, d, Prosa in Verse bringen. – Ἐπί τινος, Od. 6, 202; Aesch. Pers. 188; Plat. Conv. 222 c; auch ἐπί τινα und ἐπί τινι; übertr., ἐπὶ φρένα ϑῆχ' ἱεροῖσιν, er richtete seinen Geist, seine Aufmerksamkeit auf die Opfer, Il. 10, 46; σίδαρον ἔπὶ κάρα τιϑεῖσα κούριμον, Eur. Or. 964; τὰ ἱμάτια ϑήσει ἐπὶ τὸν ϑρόνον, Her. 1, 9; u. med., κρέα ϑέμενος ἐπὶ τὰ γόνατα, er legte sich das Fleisch auf die Kniee, Xen. An. 7, 3, 23. – Ἀνά τινι, Il. 8, 441. – Ὑπό τινι, Il. 24, 644; δέμνι' ὑπ' αἰϑούσῃ ϑέμεναι, Od. 4, 297, auch ὑπό c. accus., Od. 4, 445. – Ἀμφ' ὤμοισι τιϑήμενον ἔντεα, Il. 10. 34, wie Eur. Med. 1160. – Auch mit dem bloßen, dat., κολεῷ μὲν ἄορ ϑέο, Od. 10, 333. 13, 364 u. sonst. – Ποῦ σφε ϑήσομεν χϑονός, Aesch. Spt. 993; μὴ χαμαὶ τιϑεὶς τὸν σὸν πόδα, den Fuß auf die Erde setzen, Ag. 880; übh. τιϑέναι πόδα für gehen, Ar. Thesm. 1100; vgl. πόϑι γεραιὸν ἴχνος τίϑημι; Eur. Phoen. 1710; Andr. 547 I. T. 32; ϑὲς εἰς χορὸν ἴχνος El. 859, u. öfter. – 2) einsetzen, errichten, aufstellen, gründen, βωμόν, Pind. Ol. 13, 82, στάλαν, N. 4, 81, wie Pol. 25, 1, 72 im med., στήλην τίϑεσϑαι, für sich aufrichten. ϑεμείλια, Il. 12. 29. auch von Pflanzen, φυτά, einsetzen, Xen. Oec. 19, 7; – ἀγάλματα, Weihgeschenke im Tempel aufstellen, Od. 12, 347, vgl. Il. 6, 92; Eur. ὑψηλῶν ἐπὶ νηῶν τέϑεικε σκῠλα πλεῖστα βαρβάρων, El. 7; V alck. Phoen. 577; Wolf Dem. Lept. p. 307. – Vom Künstler, arbeiten, darstellen, ἐν δ' ἐτίϑει νειὸν μαλακήν, Il. 18, 541. 550 u. öfter, vom Hephästus, der den Schild arbeitet; παράδειγμα ϑέσϑαι αὐτό, als Beispiel aufstellen, Plat. Soph. 218, d. – Bes. al τέρματα, ein Ziel stecken, aufstellen, festsetzen, Il. 23, 333 Od. 8, 193 u. sonst; auch τιμήν τινι, Einem eine Ehre bestimmen, zuerkennen, Il. 24, 87. – b) ἀγῶνα, einen Wettkampf ansetzen, festsetzen, κοινοὺς ἀγῶνας ϑέντες, Aesch. Ag. 819; Plat. Menex. 249 b; ἀγῶνα ἔϑηκε, Xen. An. 1, 7, 10; Ἡρακλέα τὸν Ὀλύμ πιον ἀγῶνα ϑεῖναι, Pol. 12, 26, 2. Aehnlich ἀέϑλων κρίσιν καὶ πενταετηρίδα ϑῆκε, Pind. Ol. 3, 22; u. im med., ϑυσίαν ϑέμενοι, Ol. 7, 42; τὰ Πύϑια δι' ἑαυτοῦ ϑεῖναι, sie anstellen u. feiern, so daß er der Ordner ist, Dem. 5, 22, vgl. 9, 32; Bast ep. crit. p. 72. Häufiger noch von den Kampfpreisen, sie aussetzen, ἄεϑλα, Il. 23, 263. 653. 700; ἀέϑλιον, 748; γυναῖκα, βοῦν, δέπας, σόλον, τεύχεα, τόξον, Il. 23, 263. 656. 826 Od. 11, 546. 21, 74; τὰ ἆϑλα τίϑεται, Thuc. 1, 6. So auch ϑεῖναι εἰς μέσσον, Il. 23, 704 (vgl. oben); τιϑέναι εἰς τὸ κοινόν, zum Gemeingut machen, zum Genuß für Alle preisgeben. – c) übh. anordnen, festsetzen, bestimmen; ϑεσμόν, Aesch Eum. 462; πάντα παγκάλως ἔϑεσαν, Pers. 775; τὰ δ' ἄλλα φροντὶς ϑήσει δικαίως, Ag. 881; πρὶν ἄν τις οὕτω λόγον τιϑῇ καὶ διακοσμῇ, Plat. Phaedr. 277 c; – νόμον τιϑέναι, ein Gesetz geben, von dem, der nach eigenem Gutdünken Gesetze giebt, oder dem Gesetzgeber, der vom Volke dazu erwählt ist und für das Volk die Gesetze schreibt; so von Solon, Plat. Rep. I, 339 c; Dem. 24, 102. 22, 30 u. A.; u. pass., τοῖς τεϑήσεσϑαι μέλλουσι νόμοις, Plat. Legg. V, 730 b. Dagegen im med. sich ein Gesetz machen, geben, vom Volke bei demokratischer Verfassung, der gewöhnlichste Ausdruck, wo von griechischer Gesetzgebung die Rede ist, τίϑεται τοὺς νόμους ἑκάστη ἡ ἀρχὴ πρὸς τὸ αὑτῇ συμφέρον, Plat. Rep. I, 338 e. – Auch absolut, verfügen, verordnen, οὕτω νῦν Ζεὺς ϑείη, so verfüge, gebe es jetzt Zeus, Od. 8, 465. 15, 180; auch med., καλῶς ἔϑεντο ταῠτα πατέρες, Eur. Or. 511; c. inf., befehlen, τήν οἱ Θέτις ϑῆκ' ἐπὶ νηὸς ἄγεσϑαι, Il. 16, 223; vgl. Pors. Eur. Or. 1662 u. Seidl. Troad. 1066. So von Lykurg oft bei Xen. Lac. 1, 5 ff. ἔϑηκε mit folgdm acc. c. inf. – Auch als Strafe festsetzen, χαλεπώτερα ϑεῖναι, Dem. 22, 30. – Τέλος ϑέμεν, ein Ende machen, Pind. Ol. 2, 17; τέλος δ' ἔϑηκε Ζεὺς ἀγώνιος καλῶς, Soph. Trach. 26; κήρυγμα ϑεῖναι, Ant. 8, eine Bekanntmachung durch den Herold erlassen; und med., ὅρον ἄλλον ϑέμενος, Plat. Legg. V, 739 d; ἐκ τούτων τὰ δίκαια τίϑενται καὶ ταύτῃ τὴν εἰρήνην ὁρίζονται, Dem. 8, 8. – Aehnlich ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο ϑέσϑαι τὸ παρόν, Thuc. 1, 25, Anordnungen zu treffen (s. unter 5). – d) ὄνομα ϑεῖναί τινι, einen Namen für Einen festsetzen, ihm einen Namen beilegen, geben, Od. 19, 403; gewöhnlich im med. (eigtl. seinem Kinde), ὄνομα ϑέσϑαι, 19, 406. 18, 5; τί δῆτα αὐτοῖς ὄνομα ϑήσονται βροτοί; Aesch. frg. 6; Plat. Crat. oft u. sonst; auch ohne ὄνομα, Theaet. 157 b. – e) beisetzen, von Todten, τὰ ὀστᾶ φασι τεϑῆναι ἐν τῇ Ἀττικῇ, Thuc. 1, 138; ἐν τῷδε τῷ μνήματι ἐτέϑησαν, Plat. Menex. 242 c; Xen. Cyr. 8, 7, 6. – f) Geld niederlegen bei Einem, bes. als Pfand, Plat. Legg. VII, 820 e; φιάλην λαβόντες καὶ ϑέντες ἐνέχυρα μετὰ χρυσίων, Dem. 41, 11, vgl. 52, 4; das med. wird vom Gläubiger gebraucht, als Pfand nehmen, also ὁ ϑείς, der ein Pfand niederlegt, ὁ ϑέμενος, der, bei dem er es niederlegt, Plat. Legg. VII, 820 e; vgl. Lob. Phryn. 468; χρήματα ϑέσϑαι παρά τινι, Geld bei Einem niederlegen, es ihm anvertrauen, Her. 6, 86, 1. Auch Geld erlegen, bezahlen, εἰςφοράς, Dem. 22, 42. 44; τὸν μὴ δυνάμενον τὰ ἑαυτοῠ ϑεῖναι οἴκοϑεν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἕλκεσϑαι, 56; κἀκεῖ τὸ μετοίκιον τέϑεικε, 29, 3; τόκον τιϑέναι, Zinsen entrichten, 41, 9 u. öfter. – 3) τὴν ψῆφον τιϑέναι ist eigentlich das Rechensteinchen aufs Brett setzen, damit rechnen, zählen, vgl. Plat. Legg. II, 674 e. Dah. ψῆφον τίϑεσϑαι, sein Stimmtäfelchen abgeben, bes. bei Wahlen und gerichtlichen Abstimmungen; ψῆφον ἐπὶ φόνῳ ϑέσϑαι, Eur. Or. 754; ψῆφον δ' εὔφρον' ἔϑεντο, Aesch. Suppl. 631. 634; Xen. An. 1, 3, 17, übh. seine Meinung, sein Urtheil abgeben; eben so τίϑεσϑαι τὴν γνώμην περί τινος, seine Meinung worüber sagen, Her. 7, 82 u. sonst; daher τίϑεσϑαί τινι, sc. ψῆφον, Einem sein Stimmtäfelchen, seine Stimme geben, beistimmen, κἀγὼ ταύτῃ τῇ γνώμῃ τίϑεμαι, auch ich stimme dieser Meinung bei, Soph. Phil. 1434. – Dah. übertr., meinen, wofür ansehen, es setzen als, τοῠτ' ἐκείνης τίϑημι ἀντίστροφον ἅπαν, Plat. Phil. 51 e; οὐ τίϑημ' ἐγὼ ζῆν τοῠτον, Soph. Ant. 1151, ich erachte das nicht, daß der lebt, das nenne ich nicht ein Leben; δαιμόνιον αὐτὸ τίϑημ' ἐγώ, El. 1262. – Auch annehmen, voraussetzen, für ausgemacht annehmen; ϑῶμεν δύο εἴδη τῶν ὄντων, Plat. Phaed. 79 a; ϑήσω δὲ ἀδικοῠντα, Dem. 23, 76, vgl. 22, 44; mit folgdm acc. c. inf., τίϑημι στασιάζειν αὐτούς, Isocr. 4, 145; ϑήσω τοίνυν ἐγὼ μὴ τοιοῦτον εἶναι τοῦτο, ich will nun annehmen, dies sei nicht so, Dem. 20, 20; τιϑῶμεν γὰρ ταῦτα, Din. 1, 68; vgl. Schäf. D. Hal. C. V. 287; καὶ ἐμὲ κοινωνὸν τῆς ψήφου ταύτης τίϑετε, Plat. Rep. V, 450 a, betrachtet mich als beistimmend; ὡς λέγοντά με τίϑετε, IX, 560 c, vgl. Prot. 343 e; τὰς βλάβας πάσας ἀδικίας τιϑείς, Legg. IX, 861 e. – So auch im med., τὴν τοιαύτην δύναμιν ἀνδρείαν ἔγωγε καλῶ καὶ τίϑεμαι, Plat. Rep. IV, 430 b; ϑέμενος ἡδονὴν εἶναι τἀγαϑόν, Phil. 13 b; τιϑέμενος ψυχὴν εἶναι γένεσιν ἁπάντων πρώτην, Legg. X, 899 c, vgl. Theaet. 158 a Phil. 66 d, Φιλοκράτην μόνον τοιοῦτον εἶναι τίϑεμαι, Dem. 25, 44. – 4) Etwas an einen Platz stellen, oder in eine Klasse setzen, wozu rechnen, auch im med., τίϑεσϑαί τινα ἐν τιμῇ, Einen in Ehren halten, Her. 3, 3; ἐν δόξᾳ ϑέμενος, es als Ruhm erachtend, Pind. Ol. 11, 63; τίϑεσϑαί τι ἐν αἰσχρῷ, Etwas unter die schändlichen Dinge zählen, es für schändlich halten; τίϑεσϑαί τινα ἐν φιλοσόφοις, unter die Philosophen rechnen, vgl. Valck. Diatr. p. 8 f; bes. ἐν μέρει τινός, übh. wofür halten, ansehen, εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τίϑης μέρει τὴν ἀδικίαν, Plat. Rep. I, 348 e, vgl. Phil. 31 c; ἐν τοῖς μεγίστοις ὠφελήμασι καὶ τόδε ἐγὼ τίϑημι, Xen. Ages. 7, 2; Thuc. 1, 35; εἰς ἄλλην ἢ τὴν τοῦ ἀγαϑοῦ μοῖραν αὐτὴν τιϑέντες, Plat. Phil. 54 d; εἰς δύο αὐτὰ τίϑεμεν ἐναντία ἀλλήλοιν εἴδη, Polit. 306 c, wir rechnen es zu zwei einander entgegengesetzten Arten; ἐὰν εἰς ταὐτὸν ἀριστοκρατικὸν καὶ βασιλικὸν ϑῶμεν, Rep. IX, 587 d; εἰς ἀνϑρώπων ἤϑη, VI, 580 d; εἰς ταύτην τίϑεμαι τὴν τάξιν αὐτόν, Dem. 23, 24; τοὺς τυράννους εἰς τὸν δῆμον ϑήσομεν, τοὺς δὲ ὀλίγα κεκτημένους εἰς τοὺς πλο υσίους, Xen. Mem. 4, 2, 39; auch c. gen., καὶ ἐμὲ ϑὲς τῶν πεπεισμένων, rechne auch mich zu den Ueberzeugten, Plat. Rep. IV, 424 c; ἀριϑμὸν τῶν ὄντων τίϑεμεν, Soph. 238 a; ἆρ' οὐ τοῦ σώματος ἕκαστα τίϑης, beziehst du es nicht auf den Körper? Theaet. 184 e; τῆς ἡμετέρας ἀμελείας ἂν ϑείη, Dem. 1, 10. Auch μνήμην καὶ ἐπιστήμην τῆς αὐτῆς ἰδέας τιϑέμενος, Plat. Phil. 60 d. – Dah. übh. wofür halten, ansehen, gew. im med., zur Bezeichnung der bloßen Subjectivität des Urtheils, τί δ' ἐλέγχεα ταῦτα τίϑεσϑε; warum haltet ihr das für Schimpf? Od. 21, 333; ἀσχολίας ὑπέρτερον ϑήσομαι, höher halten, vorziehen, Pind. I. 1, 3; μὴ 'πίπροσϑε τῶν ἐμῶν τοὺς σοὺς λόγους ϑῇς, Eur. Suppl. 515; in Prosa oft; εὐεργέτημ' ἂν ἔγωγε ϑείην, Dem. 1, 10; μηδὲ τοῠτ' ὡς ἀδίκημα ἐμὸν ϑῇς, sieh es nicht als ein Unrecht an, das ich gethan habe, 18, 193; περὶ ἐλάττονος ϑέσϑαι, geringer achten, Lys. 6, 45; τὴν Σκῦρον οὐδαμοῦ τίϑης, Eur. Andr. 209, d. i. du achtest Skyros gar nicht, wie μὴ ϑῆται παρ' οὐδὲν τὰς ἐμὰς ἐπιστολάς, für Nichts achten, I. T. 732, und παρ' οὐδὲν τίϑεσϑαι τὰ ἡμέτερα πράγματα, Luc. Vit. auct. 13, vgl. sacrif. 3; ἐν οὐδενὶ λόγῳ, Plut. Brut. 45; oft bei Pol., ἐν μεγάλῳ τίϑεσϑαί τι 3, 97, 4, οὐκ ἐν μικρῷ τίϑεσϑαί τι 9, 13, 8, ἐν πλείστῳ 40, 4, 6, ταῦτα ἐν ἐλάττονι τούτου 4, 6, 12; ἡγεμόνα ϑετέον ἄριστον Ἀμίλκαν τῶν τότε γεγονέναι, 1, 64, 6, man muß erachten, daß er der beste Feldherr gewesen ist; εἰς ἀνανδρίαν τιϑέασι τὰ τοιαῠτα τῶν ἐγκλημάτων, 6, 37, 10, wofür annehmen; εἰς τὴν τύχην, dem Schicksal zuschreiben, auf Rechnung des Schicksals schreiben; bei Dem. 27, 34, τὰ ἀναλώματα πλείω τιϑείς, höher anschlagend; vgl. Lys. 32, 28. – 5) an die unter 2 aufgeführten Beispiele reiht sich die Bdtg einsetzen, machen, verursachen, stiften; φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι τίϑησι Ζεύς, Il. 4, 83, woraus sich, im med. bes. bei Pind. u. den Tragg., ein umschreibender Gebrauch erklärt, σκέδασιν ϑεῖναι, Zerstreuung anrichten, = σκεδάσαι, zerstreuen, Od. 1, 116. 20, 225; κρύφον = κρύπτειν, σπουδὴν ἀμφί τινος = σπουδάζειν, Pind. Ol. 2, 97 P. 4, 276; αἶνον = αἰνεῖν, N. 1, 5; ἐπιστροφὴν ϑέσϑαι = ἐπιστρέφεσϑαι, Soph. O. R. 134; τάφον ϑοῦ = ϑάψον, O. R. 1448; συγγνωμοσύνην, Trach. 1255, vgl. Ai. 13; φροντίδα κεδνὴν ϑώμεϑα, Aesch. Pers. 139, u. sonst bei Tragg. Aehnl. bes. bei Pol. u. Sp. συνϑήκας, εἰρήνην πρός τινα τίϑεσϑαι, Pol. 1, 11, 7. 5, 4, 7; ὅρκον, πίστεις, 5, 60, 10. 7, 7, 1; ἀρὰς κατά τινος, Plut. Thes. 35. – Aber πόλεμον ϑέσϑαι ist = den Krieg ruhen lassen, beilegen, Plat. Menex. 245 e; u. ähnl. τίϑεσϑαι τὰ πρός τινα, den Streit mit Einem beilegen, Pol. 5, 60, 9, vgl. 8, 23, 5. – Und wie es in diesen Vrbdgn dem ποιεῖσϑαι entspricht, so heißt es übh. Etwas in eine Lage setzen, wozu machen, einrichten; – a) von Personen; in ein Amt einsetzen, ϑεῖναί τινα μάντιν, ἱέρειαν, ἀρχέπολιν, Od. 15, 253 Il. 6, 300, Pind. P. 9, 54; βασιλῆα, δέσποιναν, Ol. 13, 21 P. 9, 7; μὶν αἰχμητὴν ἔϑεσαν ϑεοί, Il. 1, 290; ἀλλά μ' ἔφασκες Ἀχιλλῆος ϑείοιο κουριδίην ἄλοχον ϑήσειν, Iliad. 19, 298, mich zur Frau des Achilles zu machen, die Heirath zu vermitteln, während ϑέσϑαι τινὰ ἄκοιτιν oder γυναῖκα ist sich ein Mädchen zur Gemahlinn, zur Frau machen, nehmen, Od. 21, 72. 316; auch παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ ϑεμένα, Aesch. Spt. 912, zu ihrem Gemahl machend; σῦς ἔϑηκας ἑταίρους, du verwandeltest die Gefährten in Schweine, Od. 10, 338, wie βοῦν τὴν γυναῖκα ἔϑηκε Aesch. Suppl. 295; ähnl. ναῦν λᾶαν ϑεῖναι, ein Schiff zu Stein machen, in Stein verwandeln, Od. 13, 163; ϑεούς τε καὶ γῆν ϑεμένη μάρτυρας, zu Zeugen nehmend, Eur. Suppl. 261; vgl. Pind. N. 3, 22; auch ϑέσϑαι τινὰ γέλωτα, Einen zum Gelächter, lächerlich machen, Her. 3, 29. 7, 209. – Eben so mit Adjectiven, ἥτε με τοῖον ἔϑηκεν, ὅπως ἐϑέλει, die mich dazu macht, wozu sie will, Od. 16, 208; sehr gewöhnl. ϑεῖναί τινα ἀϑάνατον καὶ ἀγήραον, Einen unsterblich und nicht alternd machen; ἀτιμότερον, Einen minder geachtet machen; Il. 2, 318. 482. 6, 139. 9, 483. 16, 90 Od. 5, 136. 6, 229 u. sonst oft; ἀκήριον αἶψα τίϑησιν, Il. 11, 392; παναφήλικα παῖδα τίϑησιν, Il. 22, 490; ἀΰπνους ἄμμε τίϑησϑα, Od. 9, 404, ϑῆκέ μιν ζαλωτόν, Pind. Ol. 7, 6; νώδυνον, N. 8, 50; ϑαητὸν ϑησέμεν, P. 10, 58; ἐνταῦϑα δή σε Ζεὺς τίϑησιν ἔμφρονα, Aesch. Prom. 850; ὡς σφᾶς νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους ἔϑηκα, 442; Ἄρης ἀρὰν πατρὸς τιϑεὶς ἀληϑῆ, macht die Verwünschung wahr, läßt den Fluch in Erfüllung gehen, Spt. 927, u. öfter, u. andere Tragg., vgl. z. B. Eur. I. T. 1445 Andr. 93; seltner in Prosa, οὐ γὰρ ἂν τὸ πραχϑὲν ἀγένητον ϑείη Plat. Prot. 324 b, τίϑεσϑαι πιστόν τινα ἑαυτῷ Xen. Cyr. 8, 7, 13. – Auch mit folgdm inf., ϑῆκε νικῆσαι, er machte, daß er siegte, ließ ihn siegen, Pind. N. 10, 48; ἐπεί σ' ἔϑηκε Ζεὺς ἀμηνίτως δόμοις κοινωνὸν εἶναι χερνίβων, Aesch. Ag. 1006, vgl. 1147; κάμνειν με τήνδ' ἔϑηκε τὴν νόσον, Eur. Heracl. 990. – Bes. merke man noch b) παῖδά τινα τίϑεσϑαι oder υἱόν, Einen zu seinem Kinde machen, d. i. ihn an Kindes Statt annehmen, adoptiren, Plat. Legg. XI, 929 c u. oft bei den Oratt.; ungewöhnlich von Frauen; ϑέσϑαι παῖδα ὑπὸ ζώνῃ, sich einen Knaben unter den Gürtel legen, d. i. schwanger werden, H. h. Ven. 256. 283. – c) eben so auch von Sachen u. Zuständen, machen, bereiten, bewirken, veranlassen; δόρπον, ein Mahl bereiten, Od. 20, 394; γυῖα ἐλαφρά, Einem die Glieder leicht machen, Il. 5, 122; φόως ἑτάροισιν, den Gefährten Licht od. Rettung schaffen, 6, 6; ἔργα ϑεῖναι, Handlungen zu Stande bringen, verrichten, 3, 321; κέλαδον καὶ ἀϋτήν, 9, 547; ὀρυμαγδόν, Od. 9, 235; auch ϑεῖναί τινι ἄλγεα, γόον, πένϑος, κήδεα, Einem Schmerzen, Trauer, Kummer bereiten, Il. 1, 2. 17, 37, h. Cer. 249; πῆμα ϑεοὶ ϑέσαν Ἀργείοισιν, Od. 11, 555; u. eben so im med. mit der Beziehung auf das Subject, für sich bereiten; δαῖτα, δόρπον, sich ein Mahl bereiten, Il. 7, 475. 9, 88 Od. 17, 269; δῶμα, οἰκία, αὖλιν, Il. 2, 750. 9, 232 Od. 15, 241; κέλευϑον, sich den Weg bereiten, sich Bahn machen, Il. 12, 418; μάχην, sich Kampf bereiten, d. i. den Kampf anfangen, 24, 402; μεγάλην ἐπιγουνίδα ϑέσϑαι, sich einen feisten Schenkel machen, fleischige Lenden ansetzen, Od. 17, 225. – So auch act. u. med. bei Pind. u. Tragg.; χάρματ' ἄλλοις ἔϑηκεν, Pind. Ol. 2, 99; δόλον αὐτῷ ϑέσαν Ζηνὸς παλάμαι, P. 2, 39; u. ϑήκασϑαι ἀνδρὸς αἰδοίου πρόςοψιν, sich eines ehrwürdigen Mannes Ansehen geben, P. 4, 29; βλάβην, Aesch. Spt. 187; φοινίαν ἄτην, Ch. 823; μέλλουσι ϑήσειν Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεϑρον, Ch. 848; πόλει κατασκαφάς, Sept. 47; ἔϑηκε πᾶσιν εἰρήνην φίλοις, Pers. 755; μεγάλα πάϑεα ταῖς Δαναΐδαις, Eur. I. A. 1335; μάχας ἀνδρῶν τιϑεῖσα καὶ φόνους, I. A. 1419; ὑμῖν πολλὴν ἔϑηκε σωτηρίαν, Med. 915; ϑήσω τοῖς ἐμοῖς ἐχϑροῖς γέλων, Med. 383, u. öfter; μαρτύρια ϑέσϑαι, sich Zeugnisse verschaffen, Her. 8, 55; χάριν τίϑεσϑαί τινι, sich bei Einem Dank oder Gunst erwerben, ihm einen Gefallen erzeigen, 9, 60. 170; Dem. 51, 17 u. A.; – εὖ, καλῶς ϑέσϑαι τι, Etwas für sich gut einrichten, anwenden, in Bereitschaft halten, Her. 7, 236; vgl. Valck. Eur. Hipp. 708. – d) εὖ ϑέσϑαι τὰ ὅπλα, die Waffen wohlgerüstet, in Bereitschaft halten, wie εὖ ἀσπίδα ϑέσϑω, Il. 2, 382; allein ist ϑέσϑαι τὰ ὅπλα (s. ὅπλον) sowohl die Waffen anlegen, sich kampffertig machen, u. daher auch kämpfen, z. B. εἰς δῆριν ἕνεκα πάτρας Epigr. bei Dem. 18, 289, καὶ αὐτὸς ὑπὲρ τοῦ δήμου ϑέμενος τὰ ὅπλα Dem. 21, 145, οὔτε ἐν τῷ Πειραιεῖ, οὔτε ἐν τῷ ἄστει ἔϑετο τὰ ὅπλα Lys. 31, 14, οἱ τὴν ἀσπίδα ϑέμενοι, = ὁπλῖται, Plat. Legg. VI, 756 a, – als auch die Waffen, bes. die großen Schilde u. Spieße der Schwerbewaffneten zusammenstellen, was die Soldaten immer thun, wenn sie dem Feinde gegenüber, oder die Waffenübungen nur auf kurze Zeit unterbrechend, sich ausruhen, also bewaffnet Halt machen; auch τίϑεσϑαι τὰ ὅπλα εἰς τάξιν od. τάξει; u. so περὶ τεῖχος od. πρὸς πόλιν, bewaffnet die Mauern umgeben, die Stadt belagern; τίϑεσϑαι τὰ ὅπλα ἀντία, die Waffen gegen den Feind kehren, sich mit den Waffen entgegenstellen, Xen. An. 4, 3, 26 u. sonst; – auch = ein Lager aufschlagen, sich mit den Waffen lagern, Her. 9, 52, oft bei Xen.
См. также в других словарях:
βωμόν — βωμός raised platform masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MISERICORDIA — I. MISERICORDIA ab antiquis fuit culta, eiusque aram Athenienses habuêre, ut Pausan. l. 1. aliique tradunt: Romani etiam Misericordiae templum asylum vocavêre. Nempe illius Templum primum apud Athenienses Asylum collocatum est: Nam Postquam… … Hofmann J. Lexicon universale
Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Störe meine Kreise nicht! — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Religion grecque (culte) — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… … Wikipédia en Français
Religion grecque antique (culte) — Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux[1]. Ces rites ne s excluent pas, au contraire : une offrande s… … Wikipédia en Français
Sacrifice dans la religion grecque antique — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… … Wikipédia en Français
Religión de la Antigua Grecia (culto) — Saltar a navegación, búsqueda Este artículo trata de las diferentes formas cultuales adoptadas por la religión de la Antigua Grecia. Ciertos conceptos que aquí son evocados necesitan de la lectura del artículo referente a las nociones en la… … Wikipedia Español
ANAPHE — insula sponte in mari enata. Plin. l. 2. c. 87. Amm. Marcellin. quoque: Emerserunt, inquit, Delos, et Hiera, et Anaphe et Rhodus. Sic dicta ab Argonautis, quia tempestate laborantibus intermestris Luna ex insperato illis apparuit. Apollonius… … Hofmann J. Lexicon universale