-
1 σταθμος
ὅ (pl. тж. τὰ σταθμά)1) логово (sc. τοῦ λέοντος Hom.; τῶν ἐλάφων Arst.)2) стойло, хлев (sc. ὀΐων Hom.; σταθμοὴ ἱππικοί Eur.)3) жилье, жилище(ἀνθρώπων Hom.)
τὰ Χαλκώδοντος Εὐβοίας σταθμά Soph. — Эвбейские владения Халкодонта4) место стоянки, воен. расположениеὁ σ. ἔνθα ἔμελλε καταλύειν Xen. — место, где (Кир) должен был расположиться лагерем
5) ( в Персии)(царская) стоянка, станция, этапный пункт (διὰ Λυδίης καὴ Φρυγίης σταθμοὴ τείνοντες εἴκοσί εἰσι Her.)
7) морская стоянка(νεῶν σταθμά Eur.)
8) столб, подпора(τέγεος Hom.)
10) весы Hom., Arst.ἱστάναι τι σταθμῷ πρὸς ἀργύριον Her. — взвешивать что-л. по отношению к серебру
11) весσταθμὸν ἔχειν или ἕλκειν τάλαντον Her. — весить один талант;
μυρίον χρυσοῦ σταθμὸν δοῦναι Eur. — уплатить огромную цену -
2 σταθμός
ο1) станция; пункт; пост; участок; база (туристическая и т. п,);σιδηροδρομικός σταθμός — железнодорожная станция;
ηλεκτρικός σταθμός — электростанция;
ραδιοφωνικός σταθμός — радиостанция;
μετεωρολογικός σταθμ — метеостанция, метеорологическая станция;
τροχιακός σταθμός — орбитальная станция;
σταθμός πρώτων βοηθειών — пункт неотложной медицинской помощи;
σταθμός διοικήσεως — воен, командный пункт;
σταθμός χωροφυλακής — жандармский участок;
σταθμός ελέγχου κυκλοφορίας — пост регулирования движения;
2) начало (периода), исходный пункт; веха; переломный момент;σημαντικός σταθμός στην ιστορία — важная веха в истории;
αποτελώ σταθμό — становиться рубежом, переломным моментом (о событиях и т. п.);
3) остановка; стоянка;κάνω σταθμό — останавливаться, делать остановку;
4) воен, этап;§ βρεφικός σταθμός — детские ясли
-
3 σταθμός
ὁ σταθμός 1. остановка, стоянка; 2. дневной переход (мера пути); 3. вес -
4 σταθμός
[статмос] ουσ α железнодорожная станция, вокзал, остановка. -
5 σταθμα
-
6 αντισταθμος
-
7 βαρυσταθμος
-
8 επισταθμος
I2находящийся у дверей, стоящий на пороге(ἐπὴ προθύρῳ Anth.)
IIὅ правитель, наместник(Καρίας Isocr.)
ἐ. συμποσίου (= συμποσίαρχος) Plut. — председатель пира -
9 ζυγοσταθμος
-
10 ποιμνηιος
-
11 ακραίος
αία, ο[ν] последний, крайний;ακραίος σταθμός — конечная станция,
-
12 αστυνομικός
η, ό[ν] 1. полицейский;αστυνομικός σταθμός — или αστυνομικό τμήμα — отделение полиции; — полицейский участок;
2. (ο) полицейский -
13 ασύρματος
ος, ο[ν] 1. беспроволочный;ασύρματος τηλέγραφος — радиотелеграф;
ασύρματο τηλέφωνο — радиотелефон;
2. (ο) рация;σταθμός ασύρματού — радиостанция (экспедиций и:
π. п.);συσκευή ασύρματού — радиоустановка;
μεταδίδω με τον ασύρματό — передавать по рации
-
14 αυτοκινητιστικές
η, ό[ν] автомобильный;αυτοκινητιστικέςές μεταφορές — автомобильный транспорт;
αυτοκινητιστικέςοί αγώνες — автомобильные гонки, ралли;
αυτοκινητιστικές σταθμός — автостанция
-
15 αυτόματος
η, ο [ος, ον ]1) самопроизвольный; 2) автоматический;αυτόματο τηλέφωνο — телефон-автомат;
αυτόματα όπλα — автоматическое оружие;
αυτόματη προσγείωση — автоматическое приземление;
-Ή προσεδάφιση автоматическая посадка (на другие планеты);αυτόματ διαπλανητικός σταθμός — автоматическая:
межпланетная станция -
16 βοήθεια
η1) помощь, содействие; поддержка; подмога (разг);αμοιβαία βοήθεια — взаимопомощь;
ζητώ ( — или καλώ σε) βοήθ — взывать о помощи;
παρέχω βοήθεια — оказывать помощь, содействие;
δίδω βοήθεια — или τείνω χείρα βοήθείας — подавать руку помощи;
έρχομαι ( — или σπεύδω) σε βοήθεια — прийти на помощь;
με τη βοήθεια — с помощью, при поддержке, при содействии;
2) медицинское обслуживание, медицинская помощь;σταθμός πρώτων βοήθών — пункт первой помощи, скорая помощь;
παροχή πρώτων βοήθών — оказание первой помощи;
3) подаяние, милостыня;§ βοήθ! на помощь!, караул!
-
17 βρεφικός
η, ό[ν] детский, младенческий;βρεφική ηλικία — раннее детство, младенчество;
σταθμός — детские ясли -
18 βρεφοκομικός
η, ό[ν]1) относящийся к уходу за младенцами; относящийся к микропедиатрии; 2):βρεφοκομικός σταθμός — детский дом, приют
-
19 γαλακτοκομικός
η, ό[ν]1) относящийся к молочной промышленности; 2) молочный;γαλακτοκομικός σταθμός — молочный пункт
-
20 διαπλανητικός
η, ό[ν] межпланетный;διαπλανητικός σταθμός — межпланетная станция;
διαπλανητικές πτήσεις — межпланетные полёты
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σταθμός — standing place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
σταθμός — ο 1.τόπος στάθμευσης: Το τρένο δε σταμάτησε στους ενδιάμεσους σταθμούς. 2. τόπος όπου είναι οι εγκαταστάσεις επιστημονικής υπηρεσίας ή οργανισμού: Μετεωρολογικός σταθμός. – Σταθμός χωροφυλακής. – Σταθμός πρώτων βοηθειών. 3. αξιοσημείωτο γεγονός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμοηλεκτρικός σταθμός — Σταθμός που κινείται από θερμικούς κινητήρες (ντίζελ, ατμοστρόβιλους, αεριοστρόβιλους). Βλ. λ. ηλεκτροπαραγωγός σταθμός· υδράργυρος … Dictionary of Greek
ηλεκτροθερμοπυρηνικός σταθμός — Σταθμός που μετατρέπει σε ηλεκτρική ενέργεια τη θερμότητα των πυρηνικών αντιδράσεων. Βλ. λ. ηλεκτρισμός … Dictionary of Greek
Σταθμός Αφιδνών — Ημιορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 290), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αφιδνών … Dictionary of Greek
Σταθμός Βέννας — Πεδινός οικισμός (1 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μιράνων … Dictionary of Greek
Σταθμός Βεύης — Ορεινός οικισμός (69 κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αγίου Βαρθολομαίου … Dictionary of Greek
Σταθμός Δαυλείας — Πεδινός οικισμός (26 κάτ., υψόμ. 135 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μαυρονερίου … Dictionary of Greek
Σταθμός Δομοκού — Πεδινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Δομοκού του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πουρναριού … Dictionary of Greek
Σταθμός Λευκοθέας — Πεδινός οικισμός (469 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Φυλλίδας του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λευκοθέας … Dictionary of Greek