-
21 ενδιάμεσος
η, ρ [ος, ον ] промежуточный;ενδιάμεσος σταθμός — промежуточная станция;
ενδιάμεσος κρίκος — промежуточное звено;
ενδιάμεσος τοίχος — общая стена
-
22 επίδεση
[-ις (-εως)] η перевязывание, перевязка; бинтование;θάλαμος επίδεσης — перевязочная (комната);
σταθμός επίδεσης — перевязочный пункт;
κάνω επίδεσ — перевязывать
-
23 ηλεκτρικός
η, ό[ν] 1. электрический;ηλεκτρικό ρεύμα — электрический ток;
ηλεκτρική τάση — напряжение тока, электронапряжёние;
ηλεκτρικό στοιχείο — или ηλεκτρικ συσσωρευτής — электрическая батарея;
ηλεκτρικός σταθμός — или ηλεκτρικό εργοστάσιο — электростанция;
ηλεκτρική (μ)πρίζα — штепсель, розетка;
2. (ο) метро (в Афинах) -
24 θερμοηλεκτρικές
η, ό[ν] термоэлектрический;θερμοηλεκτρικές σταθμός — тепловая электростанция;
θερμοηλεκτρικέςή εγκατάσταση — теплоэлектроцентраль
-
25 θερμοηλεκτροπαραγωγικός
η, ό[ν]:θερμοηλεκτροπαραγωγικός σταθμός — теплоэлектроцентраль
-
26 μετεωρολογικός
η, ό[ν] метеорологический;μετεωρολογικόςό δελτίο — сводка погоды;
μετεωρολογικόςή υπηρεσία — бюро погоды, служба погоды;
μετεωρολογικόςές προβλέψεις — прогноз погоды;
μετεωρολογικός σταθμός — метеостанция
-
27 παιδικός
-
28 πολικός
-
29 προορισμός
ο1) назначение; предназначение; призвание; миссия;ο ανώτερος προορισμός — высокая миссия;
υψηλός προορισμός — высокое призвание;
προορισμός μου είναι... — моё призвание в том...;
2) место назначения;σταθμός προορισμού — станция назначения;
φτάνω στον προορισμό μου — доходить до места назначения
-
30 πυροσβεστικός
η, ό[ν] (противо)пожарный;πυροσβεστική υπηρεσία — противопожарная служба;
πυροσβεστική αντλία — пожарный насос;
πυροσβεστικός σταθμός — пожарная часть;
πυροσβεστικό σώμα — пожарная команда
-
31 ραδιοφωνικός
η, ό[ν] радиовещательный;ραδιοφωνικός σταθμός — радиостанция;
ραδιοφωνική ομιλία — выступление по радио
-
32 σιδηροδρομικός
η, ό[ν] 1. железнодорожный;σιδηροδρομικόςό δυστύχημα — железнодорожная катастрофа;
σιδηροδρομικός σταθμός — железнодорожный вокзал, железнодорожная станция;
σιδηροδρομικόςή συγκοινωνία — железнодорожное сообщение;
σιδηροδρομικός κόμβος — железнодорожный узел;
2. (ο) железнодорожник -
33 σωστικός
η, ό[ν] спасательный;σωστικός σταθμός — спасательная станция
-
34 τηλεοπτικός
η, ό[ν] телевизионный;σταθμός — телевизионная станция -
35 υγειονομικός
η, ό[ν] медицинский; санитарный;υγειονομικός σταθμός — санчасть; — медпункт;
υγειονομική υπηρεσία — медицинская служба;
η στρατιωτική υγειονομική υπηρεσία — военно-санитарная служба;
υγειονομικά όργανα — органы здравоохранения;
υγειονομικό αυτοκίνητο — санитарная машина;
υγειονομικός ιατρός — санитарный врач;
περνώ από υγειονομική επιτροπή — проходить медицинскую комиссию
-
36 υδροηλεκτρικές
η, ό[ν] гидроэлектрический;υδροηλεκτρικές σταθμός — гидроэлектростанция;
υδροηλεκτρικέςή εγκατάσταση — гидроустановка
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σταθμός — standing place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
σταθμός — ο 1.τόπος στάθμευσης: Το τρένο δε σταμάτησε στους ενδιάμεσους σταθμούς. 2. τόπος όπου είναι οι εγκαταστάσεις επιστημονικής υπηρεσίας ή οργανισμού: Μετεωρολογικός σταθμός. – Σταθμός χωροφυλακής. – Σταθμός πρώτων βοηθειών. 3. αξιοσημείωτο γεγονός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμοηλεκτρικός σταθμός — Σταθμός που κινείται από θερμικούς κινητήρες (ντίζελ, ατμοστρόβιλους, αεριοστρόβιλους). Βλ. λ. ηλεκτροπαραγωγός σταθμός· υδράργυρος … Dictionary of Greek
ηλεκτροθερμοπυρηνικός σταθμός — Σταθμός που μετατρέπει σε ηλεκτρική ενέργεια τη θερμότητα των πυρηνικών αντιδράσεων. Βλ. λ. ηλεκτρισμός … Dictionary of Greek
Σταθμός Αφιδνών — Ημιορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 290), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αφιδνών … Dictionary of Greek
Σταθμός Βέννας — Πεδινός οικισμός (1 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μιράνων … Dictionary of Greek
Σταθμός Βεύης — Ορεινός οικισμός (69 κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αγίου Βαρθολομαίου … Dictionary of Greek
Σταθμός Δαυλείας — Πεδινός οικισμός (26 κάτ., υψόμ. 135 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μαυρονερίου … Dictionary of Greek
Σταθμός Δομοκού — Πεδινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Δομοκού του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πουρναριού … Dictionary of Greek
Σταθμός Λευκοθέας — Πεδινός οικισμός (469 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Φυλλίδας του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λευκοθέας … Dictionary of Greek