-
1 σιδηροδρομικός
η, ό[ν] 1. железнодорожный;σιδηροδρομικόςό δυστύχημα — железнодорожная катастрофа;
σιδηροδρομικός σταθμός — железнодорожный вокзал, железнодорожная станция;
σιδηροδρομικόςή συγκοινωνία — железнодорожное сообщение;
σιδηροδρομικός κόμβος — железнодорожный узел;
2. (ο) железнодорожник -
2 σιδηροδρομικός
[сидиродромикос] επ железнодорожный. -
3 κόμβος
ο1) см. κόμπος 1; 2) узел;κόμβος αντιθέσεων — узел противоречий;
σιδηροδρομικός κόμβος — железнодорожный узел;
οδικός κόμβος — узел дорог;
3) см. κόμπος б -
4 σταθμός
ο1) станция; пункт; пост; участок; база (туристическая и т. п,);σιδηροδρομικός σταθμός — железнодорожная станция;
ηλεκτρικός σταθμός — электростанция;
ραδιοφωνικός σταθμός — радиостанция;
μετεωρολογικός σταθμ — метеостанция, метеорологическая станция;
τροχιακός σταθμός — орбитальная станция;
σταθμός πρώτων βοηθειών — пункт неотложной медицинской помощи;
σταθμός διοικήσεως — воен, командный пункт;
σταθμός χωροφυλακής — жандармский участок;
σταθμός ελέγχου κυκλοφορίας — пост регулирования движения;
2) начало (периода), исходный пункт; веха; переломный момент;σημαντικός σταθμός στην ιστορία — важная веха в истории;
αποτελώ σταθμό — становиться рубежом, переломным моментом (о событиях и т. п.);
3) остановка; стоянка;κάνω σταθμό — останавливаться, делать остановку;
4) воен, этап;§ βρεφικός σταθμός — детские ясли
См. также в других словарях:
σιδηροδρομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιδηρόδρομο (α. «σιδηροδρομικό όχημα» β. «σιδηροδρομικός σταθμός») 2. αυτός που γίνεται με τον σιδηρόδρομο (α. «σιδηροδρομικές μεταφορές» β. «σιδηροδρομικό ταξίδι») 3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η,… … Dictionary of Greek
σιδηροδρομικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στους σιδηροδρόμους: Κατασκευάστηκαν νέες σιδηροδρομικές γραμμές. ο υπάλληλος που εργάζεται στους σιδηροδρόμους: Ο πατέρας του είναι σιδηροδρομικός, και γι αυτό ταξιδεύει δωρεάν με τα τρένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Corinth railway station — Σιδηροδρομικός Σταθμός Κορίνθου Station statistics Address Corinth Lines SKA Patras (Kiato) line Platforms 5 Tracks 3 … Wikipedia
Dekeleia Railway Station — Σιδηροδρομικός Σταθμός Δεκελείας Station statistics Address Dekeleia Lines … Wikipedia
Megara Railway Station — Σιδηροδρομικός Σταθμός Μεγάρων Station statistics Address Megara Lines SPAP (Athens Patras) until 2004 SKA Patras (Kiato) line Other information … Wikipedia
New Railway Station, Thessaloniki — New Railway Station of Thessaloniki Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός Θεσσαλονίκης T … Wikipedia
Agios Stefanos Railway Station — Σιδηροδρομικός Σταθμός Αγίου Στεφάνου Station statistics Address Agios Stefanos Coordinates … Wikipedia
Τζάκσον — (Jackson). Oνομασία 3 πόλεων των ΗΠΑ. 1. Πρωτεύουσα (περ. 196.637 κάτ.) της πολιτείας του Μισισιπή στον ποταμό Περλ, σε απόσταση 260 χλμ. από τη Νέα Ορλεάνη. Είναι σημαντικός οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος και το κύριο εμπορικό και βιομηχανικό… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
Metro Thessaloniki — Karte der geplanten Metro Thessaloniki … Deutsch Wikipedia
Салоникский метрополитен — Эта статья или раздел статьи содержит информацию об ожидаемом событии или запланированном объекте инфраструктуры, связанном с метро. Содержание статьи или части статьи может … Википедия