-
1 προκείται
-
2 προκεῖται
-
3 πρόκειται
απρόσ.1) предстоит; предвидится;πρόκειται να γίνει συνάντηση — предстоит встреча, свидание;
πρόκειται να φύγω — я скоро уезжаю (ухожу);
2) речь идёт о...; дело в том, что...;περί τίνος πρόκειτ; — о чём речь?, в чём дело?;
δεν πρόκειται γι' αυτό — речь идёт не об этом, не в этом дело
-
4 πρόκειται
πρόκειμαιto be set before one: pres ind mp 3rd sg -
5 πρόκειται
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρόκειται
-
6 πρόκειται
[прокитэ] ρ αχρόα. дело или речь идёт о... -
7 πρόκειται
(...)le ilgili olarak, (...)e ilişkin olmak -
8 πρόκειται γιά..
es tracta de.. -
9 πρόκειμαι
A to be set before one, ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα the meats laid ready, Il.9.91, al.; π. δαίς, δεῖπνον, Hdt.1.211, 5.105;τὰ π. ἀγαθά Id.9.82
; ἄρτοι προκείμενοι shew-bread, LXX Ex.39.18 (36); τράπεζα π. ib.38.9 (37.10).2 lie exposed,ὁρέω παιδίον προκείμενον Hdt.1.111
; of a tuft of wool, S.Tr. 702; ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι, says Ajax of himself, Id.Aj. 427 (lyr.), cf. E.Tr. 1179;νομίζετε τὸν παῖδα τουτονὶ ἱκετηρίαν ὑμῖν προκεῖσθαι D.43.83
; esp. lie dead, A.Th. 964 (lyr.), S.Aj. 1059; προκείμενον νέκυν laid out for burial, E.Alc. 1012, cf. S.Ant. 1101, Ar.Ec. 537, Av. 474, Antipho 6.34, Luc.Luct.12; opp. ἐξενεχθείς, Lys.Fr.23 (also, to be buried first, IGRom.4.735 ([place name] Eumenia), MAMA4.357 (ibid., iii A.D.)): metaph., πρὸς ὕβριν π. to be exposed to.., D.S.33.15 (dub.l.).3 to be set before competitors, as the prize of a contest,τοῖσι.. προὔκειτο μέγας τρίπος Hes.Sc. 312
: hence,b metaph., to be set before one, proposed, γνῶμαι τρεῖς προεκέατο three opinions were set forth, Hdt.3.83, cf. 7.16.α'; τοσούτων πέρι σκέψις πρόκειτα Pl.R. 533e
, cf. Phdr. 237c; π. τῷ συμβουλεύοντι σκοπὸς τὸ συμφέρον is proposed as a mark, Arist. Rh. 1362a17; ἡ προκειμένη ξυμμαγία the alliance which naturally offers, Th.1.35; freq. of contests,πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ π. Pl.Phdr. 247b
, cf.La. 182a;καταγέλαστον.., ὃ πάλαι πρόκειται, τοῦτο πάλιν προτιθέναι Id.Euthd. 279d
; to be extant,προοίμια π. Id.Lg. 722e
; freq. in part., ὁ προκείμενος ἄεθλος the task set, Hdt.1.126, 4.10, cf. A.Pr. 259, 755;ἀγῶνος μεγίστου π. Hdt.9.60
;ἆθλα π. Lys.1.47
, X.Cyr.2.3.2, etc.;τὸν π. πόνον E.Alc. 1149
;ἔχειν ἔργον π. Pl.R. 407a
; τὰ προκείμενα, opp. μέλλοντα, S.Ant. 1334, cf. E.Rh. 984; soξυμφορᾶς προκειμένης Id.Alc. 551
; τὸ π. ἐν τῷ λόγῳ or τὸ π., the question under discussion, Pl.Grg. 457d, La. 184c, etc.; τὸ π. πρῆγμα the matter in hand, Hdt. 1.207: impers., περὶ σωτηρίας προκειμένου when the question is concerning safety, Ar.Ec. 401;πρόκειται ἡμῖν ζητεῖν Luc.Par.54
, cf. D.H. Rh.7.5.4 to be set forth, settled, prescribed, appointed, (lyr.);π. σημήϊα Hdt.2.38
; αἱ προκείμεναι ἡμέραι the prescribed days, ib.87; ;ἀναγκαίη π. Id.1.11
; τὸ θανεῖν.. πᾶσι πρόκειται prob. in IG12(1).146 ([place name] Rhodes); of laws,νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς π. S.Ant. 481
; of punishments,στέρεσθαι κρατὸς ἦν προκείμενον A.Pers. 371
;φόνον π. δημόλευστον S.Ant.36
;πολλῶν [ἁμαρτημάτων] θανάτου ζημίαι π. Th.3.45
.II lie before, lie in front of, c. gen., projecting further than,Hdt.
2.12, cf. 4.99; ᾗ (ᾧ codd.) προὔκειτο μαστῶν περονίς where was set a brooch before her breasts, S.Tr. 925;πρὸ τῶν ἀνθρώπων π. τὰ παραφράγματα Pl.R. 514b
;Ἐφέσου τεὰ τόξα πρόκειται Call.Dian. 258
;οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι Plb.1.48.2
: abs., of a cape, island, etc.,ἐν τῇ θαλάττῃ π. χωρίον X.An.6.4.3
;τὰ προκείμενα τῆς χώρας ὄρη Id.Mem. 3.5.27
;παρὰ ἤπειρον νῆσος π. Id.Ath.2.13
, etc.III precede, γράμμα π. an initial letter, AP11.426; ἐν τοῖς π. in the preceding pages, A.D.Synt. 138.4; ὡς πρόκειται ib.32.17, freq. in Pap., POxy.271.15 (i A. D.), etc.; προκείμενον a preceding word, A.D.Pron.39.25, al.; χρόνος ὁ προκείμενος date as above, PTeb.397.34 (ii A. D.); τοῦ π. ἔτους in the aforesaid year, PAmh.50.11 (ii B.C.);ἡ π. βοτάνη
above-mentioned,PMag.Par.
1.779, cf. Gal.12.455 (but οἱ π. θεοί represented on this monument, OGI663.2 (Egypt, i A. D.)).2 τὸ π. αὐτοῦ μόριον from which it is derived (ὥς from ὅς), A.D.Adv.171.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόκειμαι
-
10 πρόκειμαι
πρόκειμαι (Hom.+; prim. ‘be set before one’) defective dep.① to be open to public view, be exposed (of corpses lying in state Aeschyl., Sept. 965 al.) of Sodom and Gomorrah πρόκεινται δεῖγμα they are exhibited as an example Jd 7 (cp. Jos., Bell. 6, 103 καλὸν ὑπόδειγμα πρόκειται).② to be present before one, lie before, be present (Ps.-Clem., Hom. 3, 51) ἡ προθυμία πρόκειται willingness is present 2 Cor 8:12 (w. ἐπιτελεῖν [s. vs. 11], cp. SIG 671 B5 of royal goodwill). ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς instead of (ἀντί 1) the joy that was set before him, i.e. instead of the joy that was within his grasp he endured the cross Hb 12:2 (ERiggenbach; JNisius, Zur Erklärung v. Hb 12:2: BZ 14, 1917, 44–61); s. also 3 below. ἡ προκειμένη ἐλπίς the hope that is set before 6:18 (cp. Jos., Ant. 1, 14 εὐδαιμονία πρόκειταί τινι παρὰ θεοῦ). πρόκειται it lies before (us), i.e. that is the question at issue (Diod S 8, 11, 4; Περὶ ὕψους 2, 3; 16, 1; Just., A II, 9, 5 τὸ προκείμενον=the subject under discussion) IPhld 8:2. οὐ γὰρ μικρὸς ἀγὼν πρόκειται περὶ σοῦ there is no small dispute concerning you GJs 20:11 (codd.; for the wording s. Hb 12:1 below).③ to be subsequent to some point of time as prospect, of a goal or destination, w. dat. of pers. lie or be set before someone (Ael. Aristid. 31, 2 K.=11 p. 127 D.: μητρὶ πένθος πρόκειται; Ath. 18, 1 οὐ … προκείμενον μοι ἐλέγχειν τὰ εἴδωλα) ὁ προκείμενος ἡμῖν σκοπός the goal that is set before us 1 Cl 63:1 (s. σκοπός). ὁ προκείμενος ἡμῖν ἀγών (s. ἀγών 1) Hb 12:1. Without a dat. (Diod S 4, 42, 7) IMg 5:1. τὸ προκείμενον ζῆν the life that is set before (you) IEph 17:1.—Also be in prospect (Jos., Ant. 1, 14; 8, 208.—Diod S 15, 60, 1 [a prize] and Περὶ ὕψους p. 66, 20 V. of wages that have been allowed; Tat. 23, 1): so perh. (s. 2) Hb 12:2: for (ἀντί 1 and 3) the joy that was in prospect for him (so Windisch2, Strathmann; cp. Moffatt; NRSV).—M-M. TW. -
11 πρό-κειμαι
πρό-κειμαι (s. κεῖμαι), vorliegen, vor einem andern Gegenstande liegen; Αἴγυπτος προκειμένη τῆς ἐχομένης γῆς, Her. 2, 12; ἐν τῇ ϑαλάττῃ, sich ins Meer erstrecken, Xen. An. 6, 3, 3; οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι, Pol. 1, 48, 2, u. oft; übh. vor Augen liegen, da-, bereitliegen, wie bei Hom. oft ὀνείατα προκείμενα, die vorgesetzten Speisen; πρόκεισαι, du liegst hingestreckt da, Aesch. Spt. 948; vgl. ἡμεῖς ἂν προὐκείμεϑ' αἰσχίστῳ μόρῳ, Soph. Ai. 1038; dah. von den Todten, κτίσον δὲ τῷ προκειμένῳ τάφον, Ant. 1088; so Ar. Av. 474 Eccl. 537; auch ᾡ χρυσήλατος προὔκειτο μαστῶν περονίς, worin befestigt war, Soph. Tr. 921; παιδίον προκείμενον, vor aller Augen hingestellt, Her. 1, 111; u. übertr., γνῶμαι τρεῖς προεκέατο, drei Meinungen lagen vor, 3, 83. 7, 16; ἀγῶνος μεγίστου προκειμένου, 9, 60; τὰ προκείμενα ἀγαϑά, die vorliegenden Güter, 9, 82; σημήϊα, vorgezeichnete, festgesetzte Kennzeichen, 2, 38; ἡμέραι, festgesetzte, bestimmte Tage, 2, 87; u. wie es hier eigtl. als perf. pass. dem προτίϑημι entspricht, auch von Belohnungen und Kampfpreisen, die ausgesetzt sind, Hes. Sc. 312; ἆϑλα, Plat. Rep. X, 608 c; ἀγὼν ψυχῆς πέρι πρόκειται, Eur. Or. 845; vgl. Plat. Phaedr. 247 b; Xen. Cyr. 2, 3, 2; vgl. noch Aesch. οὐδ' ἐστὶν ἄϑλου τέρμα σοι προκείμενον; Prom. 257, wie μόχϑων, 757, πᾶσι στέρεσϑαι κρατὸς ἦν προκεί μενον, war als Strafe verhängt, Pers. 363; vgl. φόνον προκεῖσϑαι δημόλευστον ἐν πόλει, Soph. Ant. 36; νόμοι πρόκεινται, O. R. 865; Ant. 477; aber τὰ νῠν δ' ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι schließt sich an die ersten Beispiele, beschimpft bin ich so hingestellt, Ai. 422; εἴ τι πράσσει ν τῶν προκειμένων ϑέλεις, Eur. Rhes. 984; πρόκειται περὶ σωτηρίας, es liegt die Berathung vor über die Rettung, Ar. Eccl. 401; ἐπειδὴ σοὶ καὶ ἐμοὶ ὁ λόγος πρόκειται, Plat. Phaedr. 237 c; οἷς τοσούτων πέρι ὅσων ἡμῖν σκέψις πρόκειται, Rep. VII, 533 e; oft bei Folgdn τὸ προκείμενον, das, was vorliegt, der Gegenstand, von dem die Rede ist.
-
12 προκειμαι
1) лежать впереди(παιδίον προκείμενον Her.)
ὅ προκείμενος Soph., Arph. — лежащий (без погребения) мертвец, непогребенное тело;οὐδ΄ ἔστιν ἄθλου τέρμα σοι προκείμενον ; Aesch. — разве нет впереди конца твоей (тяжелой) борьбе?;πρόκεινται δεῖγμα NT. — они служат примером2) быть расположенным впереди, выступать вперед, выдаваться(οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι Polyb.)
π. ἐς θάλασσαν Her. и ἐν τῇ θαλάττῃ Xen. — вдаваться в море;π. τῆς ἐχομένης γῆς Her. — выступать (в море) дальше смежной земли;τὸ γράμμα προκείμενον Anth. — начальная буква, инициал3) быть предложенным или поданным(ὀνείατα προκείμενα Hom.)
π. ἐν μέσῳ Luc. — находиться в середине4) быть выдвинутым, быть (уже) высказанным(γνῶμαι τρεῖς προεκέατο Her.)
5) ( о наградах в состязаниях) быть выставленным, быть назначенным(προκείμενα ἆθλα Plat., Plut.)
6) предстоять(σοὴ καὴ ἐμοὴ ὅ λόγος πρόκειται Plat.; ἥ νῦν ἡμῖν προκειμένη σκέψις Arst.)
ποιέειν ἢ παθέειν προκέεται ἀγών Her. — речь идет о том (досл. предстоит борьба за то), действовать ли самим или подвергнуться насилию;τὸ προκείμενον (ἐν τῷ λόγῳ) Plat. — подлежащий обсуждению вопрос7) быть в наличии(ἥ προκειμένη ἐλπίς NT.)
μέλλοντα ταῦτα τῶν προκειμένων τι χρέ πράσσειν Soph. — это - дела будущие;— надо что-то предпринять относительно настоящего8) быть установленным(νόμοι προκείμενοι Soph.)
τὰς προκειμένας ἡμέρας Her. — на установленное (определенное) число дней;τὰ προκείμενα σημήϊα Her. — установленные знаки, т.е. особые приметы;9) лог. предшествовать, быть предпосланнымπρόκειται τοῦ λόγου τὸ τί ἐστιν Arst. — (в определении) на первом месте находится сущность определяемого
-
13 πόνος
πόνος, ὁ, Arbeit; bes. mühsame, ermattende Anstrengung, auch Drangsal, Noth, bes. des Kampfes; Aristarch. erkl. überall bei Hom. ἔργον, bes. ἔργον πολεμικόν, vgl. Schol. zu Il. 5, 667. 6, 72. 13, 2; μάχης, Il. 16, 568; auch allein πόνος = μάχη, 6, 77. 12, 348. 356. 13, 344. 17, 158 Od. 12, 117 u. sonst; πόνον ἔχειν = μάχεσϑαι, Il. 6, 525; καὶ ὀϊζύν, 13, 2. 15, 416; Hes. Sc. 305. 310; u. so ist auch zu nehmen ὥς κε ἀναπνεύσωσι πόνοιο, Il. 15, 235, πότε κέν τις ἀναπνεύσειε πόνοιο, 19, 227, u. πᾶσι δ' ἔϑηκε πόνον, 21, 525, obwohl es hier u. in andern Stellen mehr »Kummer und Noth« bedeutet; ἄνευϑε πόνου καὶ ἀνίης, Od. 7, 192; πόνον τιϑέναι τινί, Einem Noth, Drangsal bereiten, Hes. O. 472; Pind. παῠροι ἐν πόνῳ πιστοί, N. 10, 78, u. oft in der Bdtg Unglück, Mühsal; er nennt den Fischfang εἰνάλιος πόνος, P. 2, 79; πέπρακται τοὔργον οὐ μακρῷ πόνῳ, Aesch. Prom. 75; πόνον παρέχειν τινί, Einem Noth machen, Pers. 319; u. oft für Noth, Leiden, σῶν ὑπερστένω πόνων Prom. 66, τῶνδέ σ' ἐκλῠσαι πόνων 326, u. oft in diesem Stücke; πόνος περισσός ἐστι τἀν Ἅιδου σέβειν, Soph. Ant. 776; πόνος πόνῳ πόνον φέρει, Ai. 853; ὃς τόνδε κἄμ' ἔσωσας ἐκ πολλῶν πόνων, aus vielem Mühsal, Leid, El. 1348; Herakles sagt ὅσους πονήσας καὶ διεξελϑὼν πόνους, Phil. 1405; τὸ ζῆν μὴ καλῶς, μέγας πόνος, Eur. Hec. 378, u. oft; πόνον πολὺν ἔχει τοῦτο, Ar. Pax 1182; πόνους ἔχειν διά τινα, Eccl. 975. – Kampfmühe, Her. 6, 114. 8, 89; ἔνϑα δὴ πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ πρόκειται, Plat. Phaedr. 247 b; καὶ κίνδυνοι, Alc. II, 142 b; πολὺν ἔχουσαι πόνον, viel Noth habend, Phaedr. 248 b; μετὰ πολλοῦ πόνου, Soph. 230 a; ἀναλίσκων καὶ χρήματα καὶ πόνους καὶ διατριβάς, Rep. VIII, 561 a; πάντων τῶν κατὰ τὰ σώματα πόνων, körperliche Anstrengungen, Polit. 294 e; auch von gymnastischen Uebungen, Arist. Nic. eth. 1, 6, 4; vgl. τοὺς ἐπὶ τὰ γυμνάσια καὶ πόνους ἰόντας, Plat. Legg. I, 646 c. – Bei Thuc. 2, 49 Krankheit; – Xen. An. 7, 6, 9 τοὺς ἡμετέρους πόνους ἔχει, er hat den Ertrag, Gewinn unserer Anstrengung; so nennt Pind. P. 6, 54 den Honig μελισσᾶν τρητὸς πόνος; u. Aesch. Ag. 54 die Jungen δεμνιοτήρη πόνον ὀρταλίχων, wie ὠδίνων π. Eur. Phoen. 30, τεκτόνων Or. 1570.
-
14 πλήρωμα
πλήρωμα, τό, die Fülle, A usfüllung, Alles, womit man Etwas erfüllt, ergänzt; δαιτὸς πλήρωμα κυλίκων, Eur. Med. 203; Tr. 824 u. öfter; die ganze Summe, Ar. Vesp. 660; ὀγδώκοντα ἔτεα ζόης πλήρωμα μακρότατον πρόκειται, Her. 3, 22, achtzig Jahre sind als die längste Ausfüllung der Lebenszeit gesetzt; πλήρωμα πόλεώς εἰσιν καὶ μισϑωτοί, Plat. Rep. II, 371 e. Bes. bei Schiffen, die Bemannung, Her. 8, 43; Thuc. 7, 4. 12; Xen. u. A.; Lys. 21, 10 fügt hinzu καὶ ἡ ἄλλη ὑπηρεσία; Pol. πληρώματι ἐπιλέκτῳ καταρτίζειν τὴν ναῦν, 1, 47, 6; von den eigentlichen Soldaten unterschieden, 1, 47, 6 ff. u. öfter. – Auch = Folgdm; πυρᾶς, Errichten des Scheiterhaufens, Soph. Trach. 1203.
-
15 τειχίον
τειχίον, τό, der Form nach dim. von τεῖχος, Mauer, des Hofes, eines Hauses, Wand, nicht von der Stadtmauer, nach den VLL. ἐπὶ οἰκίας; μέγα τειχίον αὐλῆς, Od. 16, 165. 343, was 341 ἕρκεα heißt, u. so, für Umhägung, Thuc. 6, 66. 7, 81, Gemäuer des Hauses, Ar. Eccl. 497 Vesp. 1109, Arist. H. A. 5, 17; vgl. noch Plat. Rep. VII, 514, d, τειχίον ὥςπερ τοῖς ϑαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνϑρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα. – Eigentliches dim. scheint es bei Pallad. 139 (IX, 328) zu sein. – Die Betonung τείχιον ist falsch.
-
16 ὄσον
ὄσον, ep. ὅσσος, 1) relativ. Correlativ zu πόσος, sowohl von der Größe, so groß wie, als vom Raum, so weit wie, von der Zeit, so lange als, und von der Zahl, so viel wie, auch vom Grade der Kraft und Anstrengung, so sehr wie, quantus; dem demonstrativen τόσος entsprechend, τόσσον ἔνερϑ' Ἀΐδεω, ὅσον οὐρανός ἐστ' ἀπὸ γαίης, so weit der Himmel von der Erde ist, Il. 8, 16; οὔ μοι Τρώων τόσσον μέλει ἄλγος ὀπίσσω, ὅσσον σεῖο, nicht so sehr wie dein Schmerz, 6, 454; οὐ μέντοι ἐγὼ τόσον αἴτιός εἰμι, ὅσσον οἱ ἄλλοι, Il. 21, 371; u. umgestellt, αἴϑ' ὅσον ἥσσων εἰμί, τόσον σέο φέρτερος εἴην, 16, 722; χρόνον τοσοῦτον, εἰς ὅσον, Soph. Phil. 1065; τοσοῦτον ὅσον δοκεῖν, O. R. 1191; ἐς τοσοῦτον αἰκίας πεσεῖν, ὅσον πέπτωκεν ἤδη, O. C. 753, so tief wie er gesunken; κλαῦσαι τοσόνδ' ὅσον μοι ϑυμὸς ἡδονὴν φέρει, El. 278, vgl. Ai. 1356; auch in Prosa, τοσοῠτοι ὄντες ὅσοι νῦν συνεληλύϑατε, Xen. An. 3, 1, 36, öfter; allgemeiner auch dem οὗτος entsprechend, ὅσων ψαύοιμι, πάντων τῶνδε μετειχέτην, Soph. O. R. 1477; οἷς τοσούτων πέρι σκέψις ὅσων ἡμῖν πρόκειται, Plat. Rep. VII, 533 e; – häufiger ohne das Demonstratvum, πρῶτον μὲν κατὰ πυρκαϊὴν σβέσαν αἴϑοπι οἴνῳ, ὅσσον ἐπὶ φλὸξ ἦλϑε, so weit die Flamme gekommen war, Il. 23, 251; βόϑρον ὄρυξ' ὅσσον τε πυγούσιον ἔνϑα καὶ ἔνϑα, so groß wie eine Elle, Od. 11, 25, öfter; πᾶν ὅσον, Hes. O. 690; Aesch. Prom. 789; τιμίαν ἕδραν, ὅσην παρ' ἄλλων οὔποτ' ἂν σχέϑοις βροτῶν, Eum. 819; μηδὲν ἐλλείπειν, ὅσον χρὴ πονεῖν, Soph. Ai. 1358; πᾶν ὅσον κάτοιδ' ἐγώ, El. 370; Trach. 348; und im plur., alle welche; mit πᾶς, τοὺς πάντας ἐχϑαίρω ϑεούς, ὅσοι παϑόντες εὖ κακοῦσί μ' ἐκδίκως, Aesch. Prom. 978; πάντων, ὅσ' ἐστί, χρημάτων ὑπέρτερον, Soph. Ant. 680; und ohne πᾶς, ὅσοις δικαστῶν τόδ' ἐπέσταλται τέλος, Aesch. Eum. 713, vgl. Ag. 362; πάντα ποιήσειν, ὅσα δέοι, Xen. An. 2, 1, 2. – Nach dem geläufigen ὅσον χρόνον wird auch gesagt ὅσσαι νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν, d. i. alle Nächte und Tage, so viel sind, Od. 14, 93; u. so ὅσοι μῆνες, Dem. 24, 142. – Die nähere Bestimmung wird im accus. angegeben, ὅσην δεῖ τὸ μέγεϑος τὴν πόλιν ποιεῖν, d. i. wie groß, Plat. Rep. IV, 423 b. – Eine bei οἷος erwähnte Attraktion findet auch hier statt, τὸ μὲν ἄμμες ἐΐσκομεν εἰςορόωντες ὅσσον ϑ' ἱστὸν νηὸς ἐεικοσόροιο, Od. 9, 321, für τοσοῦτον, ὅσος ἱστός ἐστι, wie 10, 113 τὴν δὲ γυναῖκα εὗρον ὅσην τε ὄρεος κορυφήν, sie fanden sie so groß, wie ein Berggipfel ist; Her. στρατοῦ μοῖραν, ὅσην δή κοτε ἔχων, wie groß er immer war, 1, 157, und ἐπὶ μισϑῷ ὅσῳ δή, eigtl. τοσούτῳ, ὅσος δὴ ἦν, 1, 160, vgl. unten ὅσον. – Mit der bei ὅς u. οἷος erwähnten Umstellung des Objects, ὁρᾷς οὖν ἡμᾶς, ὅσοι ἐσμέν, Plat. Rep. I, 327 c. – Auch der unter ὅς erwähnte Fall, daß ein anderer Casus des Demonstrativs vor ὅσος zu ergänzen ist, kommt vor, λαβόντες ὅσοι ἦσαν βόες, Xen. An. 7, 8, 16. – C. gen., ὅσον πένϑεος Il. 11, 658, ὅσοι ἵππων 5, 267; oft in Prosa, τῶν νέων ὅσοι ἀγαϑοί, Plat. Rep. V, 468 c, ὅσα φανερὰ γῆς τε καὶ οὐρανοῦ Soph. 232 c. – Beim superlat. zur Verstärkung (vgl. unten ὅσον); so ὅσας ἂν πλείστας δύναιντο καταστρέφεσϑαι, Her. 6, 44; ἄγων στρατιὰν ὅσην πλείστην ἐδύνατο, Thuc. 7, 21; öfter bei Sp., wie Pol., vgl. οἷος u. ὡς. Aehnlich ist ὅσον τάχος, Ar. Thesm. 727, so schnell wie möglich. – Auf τοσοῦτον bezogen, welches auch ausgelassen werden kann, wird es auch mit dem inf. verbunden, wie ὥςτε, ἡ μὲν ἔφϑασεν τοσοῦτον, ὅσον Πάχητα ἀνεγνωκέναι τὸ ψήφισμα, Thuc. 3, 49; ἐλείπετο τῆς νυκτός, ὅσον σκοταίους διελϑεῖν τὸ πεδίον, Xen. An. 4, 1, 5, es blieb so viel übrig, daß sie im Finstern durch die Ebene kamen. Vgl. unten ὅσον. – 2) Steht πᾶς nicht dabei, so drückt ἄν mit dem Conj. eine bedingte, unbestimmte Allgemeinheit aus, ὅσ' ἂν ϑέλῃς κακά, Soph. Phil. 64, vgl. O. R. 1129 O. C. 1630; ὅσον ἂν ᾖ πού τι φλαῦρον, Plat. Soph. 227 d; ὅσον ἂν ἕκαστος βούληται, Conv. 176 e; στρατοπεδευσώμεϑα προελϑόντες ὅσον ἂν δοκῇ καιρὸς εἶναι, Xen. An. 6, 1, 14, öfter, u. Folgde; – wofür in der indirecten Rede u. in Beziehung auf die Vergangenheit der opt. eintritt, ὅσα τῷ σώματι αὐτοῦ κόσμον πέμποι τις, περὶ τούτων λέγειν αὐτὸν ἔφασαν, Xen. An. 1, 9, 23, öfter; aber auch mit ἄν u. opt. (opt. potent.), 1, 5, 9, wo Krüger zu vergleichen, der es aus einer Handschrift auch 5, 4, 25 zugesetzt hat. – 3) zum Ausdruck einer indirecten Frage und bes. eines Ausrufs der Verwunderung, ὁρᾷς, Ὀδυσσεῦ, τὴν ϑεῶν ἰσχύν, ὅση, wie groß die Macht der Götter ist, Soph. Ai. 118; ὅσον ἦν κέρδος σιγῇ κεύϑειν, Trach. 984, vgl. El. 961; εἰς ὅσον κλύδωνα συμφορᾶς ἐλήλυϑεν, O. R. 1527; ὅσον τι δένδρεον γίγνεται ἐπιστάμενος, Her. 1, 193, vgl. 7, 236; auch mit τίς, μὴ πύϑῃ, ὅσοι τινὲς ἐόντες, 7, 102; χῶμα ἄξιον ϑωύματος μέγαϑος καὶ ὕψος ὅσον τί ἐστι, 1, 185, wie groß es ist, wo man wie bei οἷος (s. oben) es auch auflösen kann: ὅτι τόσον ἐστί; vgl. τὸν γενόμενον οἱ προςήκοντες ὀλοφύρονται, ὅσα μιν δεῖ ἀναπλῆσαι κακά, was für große Leiden er ertragen muß, d. i. daß er so Großes erdulden müsse, 5, 4, vgl. 2, 175; vgl. noch Plat. τὸ γῆρας ὑμνοῦσιν ὅσων κακῶν σφίσιν αἴτιον Rep. I, 329 b, οὐδ' ὅσους πόδας εἶχεν εἰδότες VII, 522 d. – Daraus hat sich die Verbindung ϑαυμαστὰ ὅσα, wie mir um quantum, es ist zu verwundern, wie viel, gebildet, Plat. Hipp. mai. 282 c, ὅλον μένει ἀμήχανον ὅσον χρόνον Phaed. 80 d; ἀμηχάνῳ δὴ ὅσῳ πλεῖον νικήσει Rep. IX, 588 a. – Vgl. noch Eur. Suppl. 66, μετάδος δ', ὅσσον ἐπαλγῶ μελέα τῶν φϑιμένων, da ich so sehr betraure. Geradezu für das Demonstrativ τόσον soll es bei Theocr. 4, 39 stehen: ὅσον αἶγες ἐμὶν φίλαι, ὅσσον ἀπέσβας, wo aber einige mss. für das zweite τόσσον haben und sich bes. die Aenderung φίλα empfiehlt. In B. A. 4, 20 wird auch ἀνεβόησεν οὐράνιον ὅσον angeführt. – 4) sehr gew. wird ὅσον, p. auch ὅσα, Il. 23, 431, adverbial gebraucht, von der Stimme so laut, vom Raume soweit, von der Zahl so vi el, von der Zeit so lange, ὅσον τε, soweit als, 10, 351. 23, 327 Od. 10, 113, Hes. O. 681. – Steht die Bestimmung des Raumes im accus. dabei, so nimmt es die Bedeutung ungefähr an, ὅσον τ' ὄργυιαν, Od. 9, 325. 10, 167, ὅσον τε πυγούσιον, 10, 517. 11, 25, ὅσον τ' ἐπὶ ἥμισυ, ungefähr bis zur Hälfte, 13, 114; ξύλα ὅσον τε διπήχεα, Her. 2, 96; νεκρὸν ξύλινον, μέγαϑος ὅσον τε πηχυαῖον ἢ δίπηχυν, 2, 78; u. häufig ὅσον τε δέκα στάδια, 9, 57, vgl. ὅσον τε ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, 2, 5. 30; ὅσον δύ' ἢ τρία στάδια, Plat. Phaedr. 229 c; Xen. oft u. Folgde, ὅσον εἴκοσι πόδας ἀπέστη, Pol. 39, 1, 3. – Τοσοῦτον διαφέρειν – ὅσον entspricht einander Xen. Cyr. 8, 1, 4; ὅσον αἱ ἄλλαι ἡδοναὶ ἀπομαραίνονται, τοσοῦτον αὐξάνονται, Plat. Rep. I, 328 d; u. so bes. im compar., wo aber ὅσῳ – τοσούτῳ, um so viel – als, je – desto, üblicher ist, ὅσῳ δὲ μᾶλλον πιστεύω, τοσούτῳ μᾶλλον ἀπορῶ, II, 368 b, vgl. Phaedr. 244 d Euthyphr. 11 d; ὅσῳ μὲν ἂν ϑᾶττον ἔλϑοι, τοσούτῳ ἀπαρασκευαστοτέρῳ βασι λεῖ μαχεῖσϑαι, Xen. An. 1, 5, 9, öfter; u. beim superl., ἀνακραγόντες ὅσον ἐδύναντο μέγιστον, so laut wie sie konnten, 4, 5, 18, öfter, u. A. Auch ohne den comparat. brauchen Sp., wie Pol., so ὅσῳ, wo man μᾶλλον ergänzt, 1, 45, 9; 2, 30, 3 ist ὅσῳ γυμνὰ καὶ μείζω τὰ σώματα ἦν, τοσούτῳ μᾶλλον verbunden. – An die oben erwähnte Attraktion reihen sich Verbindungen wie ἀλλ' ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν, er kam so weit, wie es bis zum skaiischen Thor ist, nur bis zu dem Thore, Il. 9, 354, u. so öfter; ὅσον μόνον, nur, Thuc. 6, 105; πρόβατα, ὅσον ϑύματα, Xen. An. 7, 8, 19, Schaafe, nur zu den Opfern hinreichend; ὅσον παιδείας χάριν, Plat. Gorg. 485 a; ὅσον μὲν ἐμαυτῷ μόνον ἱκανός, Phaedr. 242 c, vgl. Rep. X, 607 a; νῦν δὲ μόνον ὅσον τινὰ τόπον αὐτῶν δι' ὀλίγων ἐπεξέλϑωμεν, Legg. VI, 778 c; τὰ κρέα (διεῤῥίπτει) ὅσον μόνον γεύσασϑαι ἑαυτῷ καταλιπών, Xen. An. 7, 3, 22, nur zum Kosten; u. Sp., ὅσον εἶπα, ich habe es nur gesagt, Diosc. 4 (XII, 169); vgl. Theocr. 1, 45. 25, 73; Luc. verbindet so auch das adj., ὀλίγους ὅσους κοφίνων ἐκφορήσας, nur wenige, Alex. 1, womit man Dem. 27, 23 ὅσα ἔνια vergleichen kann; τυτϑὸν ὅσον Theocr. 1, 45. – Ὅσον οὐ, auch in einem Worte ὁσονού geschrieben, wie das lat, tantum non, fast, beinahe, ἐλέγετο δὲ ὅτι καὶ ὁ ναύαρχος διάδοχος ὅσον οὐ παρείη, Xen. An. 7, 2, 5; ἐνόμιζε δὲ ὅσον οὐκ ἤδη ἔχειν τὴν πόλιν, Hell. 5, 2, 16, wie Eur. ἥξει δ' Ὀδυσεὺς ὅσον οὐκ ἤδη, Hec. 138; vgl. Pol. 4, 41, 14. 9, 26, 9; – ὅσον ὅσον, ein klein wenig, Ar. Vesp. 213; Philet. 18; οὐδ' ὅσον, erkl. Phryn. in B. A. 3, 24 οὐδὲ τὸ βραχύτατον; – ὅσον αὐτίκα, ὅσον οὔπω, in nicht gar langer Zeit, gar bald, oft bei Pol., vgl. 2, 52, 7. 5, 110, 4; Jac. Ach. Tat. p. 883. – Besonders zu merken ist ὅσον cum inf., nur in soweit daß; ὅσον γ' ἔμ' εἰδέναι, Ar. Nubb. 1233, wie Plat. Theaet. 145 a, vgl. ὅσον μόνον τὴν δυςχέρειαν κατασβέσαι, nur so viel, um zu verlöschen, Prot. 334 c. – Eben so mit einem nomen absolut, ὅσα ἄνϑρωποι, in so weit, in so fern sie Menschen sind, Plat. Rep. V, 467 c; vgl. ὅσα κατὰ τὴν ἐμὴν ἡλικίαν, Is. 7, 41. – Genauer mit Präpositionen bestimmt, εἰς ὅσον ἀνϑρώπῳ δυνατὸν μάλιστα, so weit es nur einem Menschen möglich ist, Plat. Phaedr. 277 a; ἐφ' ὅσον, Polit. 268 b, wie Xen. An. 6, 1, 19; καϑ' ὅσον, Plat. Prot. 351 c u. öfter; καϑ' ὅσον μή, außer daß, Phaed. 64 d; πρᾷος ὅσα μὴ σφόδρα μισοτύραννος, Plut. Timol. 3.
-
17 αθλον
эп.-ион. ἄεθλον τό1) награда (преимущ. победителю на состязании), победный приз(τινος Thuc., Lys., Plat., Dem., Polyb.)
ἆθλα ποιεῖσθαί τι Thuc. — оспаривать друг у друга что-л.;ἆ. προκεῖταί τι Arst. — наградой служит что-л.;τὰ ἆθλα, ὑπερ ὧν ἐστὴν ὅ πόλεμος Dem. — выгоды, из-за которых ведется война2) состязание, игры, борьба Hom., Pind., Soph., Plat., Xen.3) тяжелое испытание, мукаτὰ λοιπὰ ἀθλων Aesch. — предстоящие еще страдания;
πολλῶν πόνων ἆθλα Soph. — долгие мучения4) pl. место состязаний, стадион, арена Plat. -
18 αξιοκαταφρόνητος
η, ο [ος, ον ]1) достойный презрения, презренный; 2) недостойный внимания, упоминания, незначительный;δεν πρόκειται γιά αξιοκαταφρόνητο ποσό — речь здесь идёт не о пустяковой сумме
-
19 γιά
1. πρόθ. I με ονομ. (при обознач, пригодности, соответствия, стремления):δεν κάνει γιά δάσκαλος — он не годится в учителя;
πάει γιά δήμαρχος — он метит в мэры, он хочет стать мэром;
II με αιτιατ.1) (при обознач, причины или повода) из-за, по причине; за;γι' αυτό — или γιά τούτο — поэтому, потому; — за это;
τον θαυμάζω γιά την εξυπνάδα του — я восхищаюсь его сообразительностью;
γι' αυτό σου το φέρσιμο θα μετανοιώσεις ты раскаешься в своём поступке;γιά τό κακό πού μού 'κάμε... — за зло, которое он мне причинил...;
2) (при обознач, лица или предмета, кот. нужно добыть) за;πάω γιά κρασί — идти за вином;
τρέχω γιά γιατρό — идти за врачом;
3) (при обознач, цели, мотива) для, ради;γιά τό γούστο του — для своего удовольствия;
ετοιμάζομαι γιά εκλογές — готовиться к выборам;
γιά ποιο σκοπό; — для какой цели?;
είναι μικρός ακόμα γιά τέτοια δουλιά — он мал ещё для такой работы;
3) (при распределении, предназначении) на, для;καμπίνα γιά δυό άτομα — кабина для двух человек;
τρόφιμα γιά πέντε μέρες — продукты на пять дней;
δρόμος γιά αυτοκίνητα — автострада;
αυτό το σπίτι είναι γιά γκρέμισμα — этот дом подлежит сносу;
4) (при обознач, направления):φεύγω γιά τη Μόσχα — я уезжаю в Москву;
γιά πού; — куда?;
πού το 'βαλες — или γιά πού τώβαλες; — куда ты идёшь?, куда направляешься?;γιά πουθενά δεν είμαι φέτος — я никуда не собираюсь в этом году;
5) (при обознач, времени):φεύγω γιά τρείς μέρες — я уезжаю на три дня;
θα λείψω γιά μιά βδομάδα — меня не будет неделю;
εφυγε γιά πάντα — он уехал навсегда;
σε θέλω γιά λίγα λεπτά — ты мне нужен на несколько минут;
γιά σήμερα (αύριο) — на сегодня (на завтра);
ράβω κοστούμι γιά το γάμο — шью костюм к свадьбе;
θα μείνει στο σπίτι μας κρασί και γιά τού χρόνου — вина в нашем доме хватит и на будущий год;
6) (при обознач, цены):πουλώ γιά εκατό δραχμές — продавить за сто драхм;
τα πούλησε όλα γιά ένα κομμάτι ψωμί — он продал всё за гроши;
7) (при обознач, замены):θα πάω εγώ γιά σένα — я пойду вместо тебя;
πήρα τον Κώστα γιά σένα — я принял Костаса за тебя;
τον πήρα γιά γιατρό — я его принял за доктора;
γιά ποιόν με περνδς; — за кого ты меня принимаешь?;
8) (при обознач, вознаграждения) за;εργάζομαι γιά χίλια δραχμές το μήνα — я работаю за тысячу драхм в месяц;
9) (при обознач, объекта действия) о, об;γιά μένα μην ανησυχείτε — обо мне не беспокойтесь;
φροντίζει γιά το ατομικό του συμφέρο — он заботится о своих личных интересах;
γιά ποιόν τα λες;
— — γιά σένα — для кого ты это говоришь? — Для тебя;
γιά τό καλό σου — для твоей же пользы;
τί ξέρεις γιά την υπόθεση; — что ты знаешь об этом деле?;
πρόκειται ( — или λόγος γίνεται) γιά... — речь идёт о...;
10):όσο γιά — в отношении, что касается, что до...;
όσο γιά λεφτά μη σε μέλει ο — деньгах не беспокойся;
όσο γιά το παρακάτω μη σε μέλει — дальнейшее пусть тебя не беспокоит;
όσο γιά φέτος καλά πάνε οι δουλειές — в этом году дела идут хорошо;
11) (в знач очень, сильно):τον χτύπησαν γιά καλά — его здорово побили;
γιά θάνατο — смертельно, до смерти, насмерть;
τον τραυμάτισαν γιά θάνατο — его смертельно ранили;
12):αυτός εργάζεται γιά δέκα — он работает за десятерых;
§ γιά δνομα τού θεού ( — или γιά τό θεό) — ради бога;
γιά τό ονόρε — ради славы;
γιά ποιο λόγο; — почему?;
γιά τα μάτια — для виду;
γιά ψύλλου πήδημα — из-за пустяка;
δουλεύει γιά την ψυχή τού πατέρα του — он работает за здорово живёшь;
μιά γιά πάντα — раз и навсегда;
είναι γιά φτύσιμο — он последняя дрянь, он не стоит и плевка;
δεν τον λογαριάζουν γιά τίποτε — его ни во что не ставят;
είναι αναγκαίο γιά μένα (σένα, μας) — мне (тебе, нам) необходимо...;
2. σύνδ. (с частицей να и υποτ.)1) (цели):δεν ήρθα γιά να κάτσω — я не для того пришёл, чтобы долго у вас сидеть;
πάει γιά βουλευτής — или πάει γιά να γίνει βουλευτής — он собирается стать депутатом;
2) (следствия):δεν είναι μακριά γιά να αργήσει να 'ρθει — он живёт (находится) не так далеко, чтобы опоздать;
3) (причины):γιά να μην καλέσουνε στην ώρα το γιατρό χάσανε το παιδί τους — из-за того, что не вызвали вовремя врача, потеряли ребёнка;
γιά να περπατάει ξυπόλυτος, αρρώστησε — из-за того, что бегал босиком, заболел;
4) (разделительный) или;γιά εσύ γιά εγώ — или ты, или я;
γιά σήμερα γιά αύριο — или сегодня, или завтра;
3. μόριο1) (при побуждении, иногда с частицей να):γιά δες ποιός ήρθε — пойди же посмотри, кто пришёл;
γιά να δούμε ποιός θα βγεί αληθινός — давай-ка посмотрим, кто окажется прав;
2) обл (при утверждении):θα πας η όχι;— — θα πάω γιά — пойдёшь или нет? — Обязательно пойду;
ξέρεις γράμματα;— — ναί γιά — ты умеешь читать и писать? — А как же, конечно;
3) (при запрещении или угрозе):γιά ξαναπές βρωμόλογα — попробуй-ка ещё сквернословить;
γιά ξαναπάτησε στο σπίτι — не смей больше приходить к нам;
γιά πρόσεχε τί λες! — выражайся осторожнее!;
γιά μάζεψε τα λόγια σου! — попридержи язык!
-
20 έτσι
1. επίρρ. так, таким образом;κάνε έτσι — сделай так;
κάνε έτσι πού... — сделай так, чтобы...;
μην κάνετε έτσι — не делайте так;
ας γίνει έτσι — так тому и быть;
έτσι δεν γίνεται δουλειά — так дело не пойдёт;
πώς έτσι; — как же так? πώς έγινε έτσι; — как это случилось?;
καί έτσι είναι — так оно и есть;
δεν είναι έτσι — это не так;
έτσι δεν είναι; — не так ли?;
έτσι έ; — значит так?;
κι' έτσι — итак;
έτσι όπως πρέπει — так как следует;
έτσι είμαι εγώ — таков я;
με το έτσι θέλω — произвольно, явочным порядком;
έτσι πού λες — вот какие дела;
τό είπα έτσι — или έτσι τό είπα — я просто так это сказал;
έτσι ακριβώς το είπα — я сказал именно так;
§ έτσι κι' έτσι — а) так себе, средне; — б) так или иначе; — во всяком случае; — всё равно;
πώς είσθε;------ κι' έτσι — как поживаете?— так себе;
έτσι κι' έτσι δεν πρόκειται να ωφεληθώ ( — так или иначе) всё равно я ничего не выгадаю;
έτσι είτε αλλιώς — так или иначе;
κι' έτσι κι' αλλ(ο)ιώς — так или иначе;
έτσι καί είναι — так и есть, это правда;
τό δίνουν έτσι — бесплатно, даром дают;
2. σύνδ.1) как только; когда, после того как;έτσι πείς — как только скажешь;
έτσι εχάραξε η α,ύγή — как только занялась заря;
φύγει ο παππάς — когда уйдёт отец;2) если;έτσι θελήσεις — если захочешь;
έτσι τό μάθει αυτός — если он узнает об этом;
§ έτσι πού — или έτσι ώστε — так чтобы.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρόκειται — (ως απρόσ.) Σημειώσεις: πρόκειται : η μτχ. χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (το προκείμενο) και σε στερεότυπες εκφρ. όπως: προκειμένου να..., επί του προκειμένου κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πρόκειται — πρτ. επρόκειτο (απρόσ.), γίνεται λόγος, μέλλει: Πρόκειται για το γνωστό θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκεῖται — πρό κέω to lie down pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόκειται — πρόκειμαι to be set before one pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… … Dictionary of Greek
Αγελάδες Φαραώ — Πρόκειται για τις γνωστές από την Παλαιά Διαθήκη εφτά παχιές και εφτά ισχνές α. που είδε στον ύπνο του ο τότε φαραώ της Αιγύπτου. Το όνειρο εξήγησε o Ιωσήφ ως εξής: οι εφτά παχιές α. σημαίνουν εφτάχρονη ευημερία, ενώ οι εφτά ισχνές εφτάχρονη… … Dictionary of Greek
ακουστική κηλίδα — Πρόκειται για ένα σημείο του εσωτερικού τοιχώματος του σφαιρικού και ελλειπτικού κυστιδίου, στο αφτί. Περιέχει νευροεπιθηλιακά κύτταρα στα οποία καταλήγει το αιθουσαίο νεύρο … Dictionary of Greek
άμυνα, νόμιμη — Πρόκειται για μια αναγκαία αντίδραση, που αποβλέπει στο να αποτρέψει από τον αμυνόμενο ή από άλλους τον άμεσο κίνδυνο μιας άδικης επίθεσης. Το νεότερο ποινικό δίκαιο θεωρεί τη ν.ά. ως αιτία αποκλεισμού του άδικου χαρακτήρα της πράξης.… … Dictionary of Greek
άσεμνα δημοσιεύματα — Πρόκειται για χειρόγραφα, έντυπα, εικόνες και άλλααντικείμενα, που σύμφωνα με το κοινό αίσθημα προσβάλλουν την αιδώ. Εξαιρείται η περίπτωση που το έργο αποτελεί προϊόν τέχνης ή επιστήμης, εκτός εάν προσφέρεται για πώληση ή δίνεται σε πρόσωπα… … Dictionary of Greek