Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πραότητα

См. также в других словарях:

  • πραότητα — η η ιδιότητα του πράου, η ημερότητα: Είναι ολοφάνερη και σ όλες τις εκδηλώσεις του η πραότητα του χαρακτήρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πραότητα — η / πραότης, ητος, ΝΜΑ, πραΰτης Α [πράος] 1. η ιδιότητα τού πράου, μαλακότητα, γλυκύτητα (α. «πραότης ἤθους», Μηναί. β. «πραότης χαρακτῆρος», Μηναί.) αρχ. μετριοπάθεια …   Dictionary of Greek

  • πραότητα — πρᾱότητα , πραότης mildness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρᾳότητα — πραότης mildness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • ευόργητος — η, ο (Α εὐόργητος, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ο οξύθυμος («εὐόργητος γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος») αρχ. 1. αυτός που φέρεται με πραότητα, ο ήρεμος («εὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον», Γοργ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόργητον η ευοργησία, η πραότητα. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • φιλανθρωπία — η, ΝΜΑ [φιλάνθρωπος] 1. η αγάπη προς τον άνθρωπο, προς το ανθρώπινο γένος, φιλαλληλία («τῶν Ἑλλήνων... πραότητα καὶ φιλανθρωπίαν», Iσοκρ.) 2. συν. στον πληθ. οι φιλανθρωπίες και αἱ φιλανθρωπίαι φιλανθρωπικές πράξεις, ευεργεσίες 3. θεολ. η αγάπη… …   Dictionary of Greek

  • ήκα — ἦκα (Α) επίρρ. 1. (για τόπο ή κίνηση) λίγο, ελαφρά («ἦκ ἐπ ἀριστερά», Ομ. Ιλ.) 2. μαλακά, ήσυχα, με πραότητα, ήπια («ἀπώσατο ἦκα γέροντα», Ομ. Ιλ.) 3. (για ήχο) ήσυχα, σιγανά («ἦκα ἀγόρευον», Ομ. Ιλ.) 4. (για όψη) λεία, ελαφρά («ἦκα στίλβοντες… …   Dictionary of Greek

  • ανεξικακία — η (AM ἀνεξικακία) το να είναι κανείς ανεκτικός προς τους κακούς, αμνησικακία, πραότητα, μακροθυμία αρχ. υπομονή, καρτερία …   Dictionary of Greek

  • αοργησία — ἀοργησία, η (AM) [αόργητος] η συγκράτηση της οργής, η ψυχραιμία, η πραότητα αρχ. πλήρης έλλειψη οργής …   Dictionary of Greek

  • αχολία — Η έλλειψη ή ελάττωση χολής. Η α. είναι σύμπτωμα ορισμένων παθήσεων, κυρίως των χοληφόρων οδών. Χαρακτηρίζεται από ίκτερο, υπέρχρωση των ούρων, αποχρωματισμό των κοπράνων (α. κοπράνων) κ.ά. * * * η (AM ἀχολία) [άχολος] νεοελλ. ελάττωση ή έλλειψη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»