-
1 πολιτης
-
2 πολίτης
ο, πολίτισσα и πολίτίτις (-ιδος) η1) гражданин, -анка;επίτιμος πολίτης — почётный гражданин;
τό χρέος τού πολίτη — гражданский долг;
2) гражданское лицо (в отличие от военного);γίνομαι πολίτης — демобилизоваться;
καλός πολίτ! — будь хорошим гражданином! (пожелание при увольнении в запас);
§ ακαδημαϊκός πολίτης — студент
-
3 πολίτης
ὁ πολίτης, ου горожанин, гражданин (ср. космополит) -
4 πολίτης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πολίτης
-
5 πολίτης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πολίτης
-
6 πολίτης
1. гражданин; 2. согражданин, земляк.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πολίτης
-
7 πολίτης
-
8 πολίτης
[политис] ουσ α гражданин, горожанин. -
9 πολιητης
-
10 ανημερος
-
11 ανιατος
-
12 αστος
I.ὅ1) горожанин, гражданин Hom., Eur., Soph., Her., Lys., Plat.2) ( в Афинах) житель города ( в отличие от πολίτης, пользовавшийся только гражданскими, но не политическими правами)(ἐξ ἀστῶν πολίτας ποιεῖν Arst.)
II.Aesch. стяж. к ἄϊστος -
13 ατελης
21) несовершившийся, несостоявшийся(ἐξοστρακισμός Plut.)
οὐκ ἀ. γενέσθαι Hom. — неизбежно произойти;εἰρήνη ἐγένετο ἀ. Xen. — мир не был заключен;τὰ λελεγμένα ἀτελῆ τινι φυλάξασθαι Soph. — забыть о том, что кем-л. сказано;ἀτελεῖ τῇ νίκῃ Thuc. — не добившись победы2) невыполненный(ὁμολογία Plat.)
3) не доведенный до конца, незаконченный (sc. τείχισις Thuc.; στρατεία Plut.)4) незрелый, недоразвитый(καρπός Pind.; ζῷον Arst.)
5) неполноправный(πολίτης Arst.)
6) бесконечный(ἀ. καὴ ἄπειρος Plat.)
7) бесцельный, бесплодный, напрасный(ὑδρεῖαι Δαναΐδων Plat.; ἥ φύσις οὐδὲν ἀτελὲς ποιεῖ Arst.)
8) не достигнувший, не добившийся(τινος Plat.)
ἀτελῆ τινα ἀποπέμψαι Plat. — отослать кого-л. ни с чем9) не умеющий, неспособный, немощный(νόος Pind.; περί τινος Arst.)
10) непосвященный(ἱερῶν HH.)
11) свободный от обложения, свободный от повинностей(χώρα Her.; ὀρφανοί Lys.; τῶν ἄλλων λειτουργιῶν Dem.)
12) не отягощенный налогами, свободный от вычетов, чистый(ὀβολός Xen.; μνᾶ Xen., Dem.)
-
14 αυτοπολιτης
-
15 γενος
1) рождение, происхождение(ὁμὸν γ. ἠδ΄ ἴα πάτρη Hom.)
γένει πολίτης Dem. — природный гражданин, т.е. коренной;αἱ κατὰ γ. βασιλεῖαι Arst. — наследственная царская власть;γ. εἶναί (ἔκ) τινος Hom. — происходить от кого-л.;γ. τῆς Σκύρου Soph. — родом из Скироса;τὸ γ. ἐξ Ἐλέας Plat. — родом из Элеи;ποδαπὸς τὸ γ. εἶ ; Arph. — откуда ты родом?;γένει ὕστερος Hom. — самый младший2) род, семья(αἷμά τε καὴ γ. Hom.)
οἱ ἐν γένει Soph. — родные, родственники;οἱ ἔξω γένους Soph. — чужие;γένει προσήκειν τινί Xen. — приходиться родственником кому-л.;3) отпрыск, потомок или потомство(θεῖον, δῖον, βασιλήϊον Hom.; ἐκεῖνοι καὴ τὸ γ. τὸ ἀπ΄ ἐκείνων Thuc.)
γένους ἐπάρκεσις Soph. — поддержка со стороны детей4) род, племя(Δωρικόν Her.)
χρύσεον γ. ἀνθρώπων Hes. — золотой век человечества;иногда описательно:τὸ μαντικὸν γ. Soph. = μάντεις;τὸ φιλόσοφον γένος Plat. = φιλόσοφοι;γ. ἀδάμαντος Hes. = ἀδάμας5) тж. pl. знатное происхождение(γένη καὴ πλοῦτοι Plat.)
ὅθι τοι γ. ἐστί Hom. — ибо ты знатного рода;οἱ ἀπὸ γένους Plut. — знатные люди, знать6) пол(γ. ἄρρεν, θῆλυ Arst.)
7) биол. ( в зависимости от предмета) род— семейство;
— отряд;— разряд, класс;— вид;— разновидность, порода (ἰχθύων, ἐντόμων, ἵππων, γ. τι βοῶν Arst.)8) лог. род(ἠδιὰ τῶν γενῶν διαίρεσις Arst.)
τὰ εἴδη μετέχει τῶν γενῶν Arst. — виды причастны, т.е. подчинены родам9) грам. род10) филос. элемент, стихия(τὰ τέτταρα γένη Plat.)
-
16 δικαιος
3 и 21) чтущий законы, честный, справедливый, праведный(ἀνήρ Hom., Aesch.)
2) справедливый, подобающий, правильный(τὸ ῥηθέν Hom.; λογισμός Dem.)
3) истинный, настоящий, подлинный(πολίτης Dem.; συγγραφεύς Luc.)
4) законный(μέμψις Arph.; ὁδός Dem.)
5) подходящий, (при)годный, отличный(ἅρμα Xen.; κρέας Plut.)
ἵππον τῷ βουλομένῳ δίκαιον ποιήσασθαι Xen. — приспособить лошадь к своим нуждам6) ровный, точныйαἱ ἑκατὸν ὀργυιαὴ δίκαιαί εἰσι στάδιον ἑξάπλεθρον Her. — ровно сто оргий составляют стадий в шесть плетров
7) (с εἰμί) имеющий правоδ. εἰμι ποιεῖν τι Thuc., Arph. — я вправе делать что-л.
8) (с εἰμί) обязанный9) (с εἰμί) заслуживающий, достойный(δ. ἐστ΄ ἀπολωλέναι Dem.). - см. тж. δίκαιον
-
17 ελευθερος
3 и 21) свободный, вольный, независимый(οἱ δοῦλοι καὴ οἱ ἐλεύθεροι Thuc., Arst.; πολίτης Arst.; ἐ. οὔτις ἐστὴ πλέν Διὸς Aesch.; ἥ πόλις κοινωνία τῶν ἐλευθέρων ἐστίν Arst.; ἐλεύθεροι ἀπ΄ ἀλλήλων Xen., Plat.)
ἐλευθερον ἦμαρ ἀπούρας Hom. — лишив свободы, обратив в рабство;κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον Hom. — поставить чащу (в честь) свободы;εἰς ἐλευθέραν φυλακέν ἀποθέσθαι τινά Diod. — подвергнуть кого-л. домашнему аресту;ἀγορὰ ἐλευθέρα Xen., Arst.; — свободная площадь, т.е. закрытая для представителей «неблагородных» профессий (торговцев, ремесленников и проч.)2) подобающий свободному гражданину, благородный(λόγος Soph.; φρονήματα, ἦθος Plat.; μεγαλόψυχος καὴ ἐ. Arst.)
3) необремененный долгами(χρήματα Dem.)
4) освобожденный, оправданный(αἵματος Eur.)
-
18 κακοσπλαγχνος
-
19 κερασβολος
-
20 κοσμοπολιτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πολίτης — citizen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… … Dictionary of Greek
πολίτης — ο θηλ. τισσα 1. κάτοικος πόλης. 2. μέλος, υπήκοος μιας πολιτείας, ενός κράτους: Όλοι οι πολίτες έχουν τα ίδια δικαιώματα μπροστά στο νόμο. 3. αυτός που δεν είναι ούτε στρατιώτης ούτε κληρικός: Καλός πολίτης (ευχή σε στρατιώτη). 4. ως κύρ. όν.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολίτης — πολί̱της , πολίτης citizen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολίτης, Κοσμάς — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του συγγραφέα Πάρη Ταβελούδη, Αθήνα 1893 – 1974). Σε ηλικία δύο ετών πήγε στη Σμύρνη, όπου έζησε ως τη Μικρασιατική καταστροφή. Αργότερα, ως τραπεζικός υπάλληλος, γνώρισε τη ζωή της ελληνικής επαρχίας. Την πρώτη επίσημη… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Λίνος — (1906 – 1981). Φιλόλογος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια Βερολίνου, Μονάχου και Παρισιού. Διετέλεσε επιμελητής χειρογράφων της Εθνικής… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Νικόλαος — (Καλαμάτα 1852 – Αθήνα 1921). Κορυφαίος λαογράφος και θεμελιωτής των λαογραφικών σπουδών στην Ελλάδα. Μαθητής ακόμα του γυμνασίου έδειξε ενδιαφέρον για τα ήθη και τα έθιμα των αρχαίων και των νεότερων Ελλήνων, για τα γλωσσικά ιδιώματα, τα… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Φώτος — (Αθήνα 1890 – 1934). Έλληνας κριτικός και σκηνοθέτης του θεάτρου. Γιος του Νικολάου Πολίτη, δέχτηκε έως ένα σημείο την επίδρασή του στον ιδεολογικό και θεωρητικό προσανατολισμό του. Από νεαρή ηλικία τον τράβηξε το θέατρο. Όταν, μετά το… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Αθανάσιος — (1893 – 1967). Έλληνας διπλωμάτης. Διορίστηκε στο διπλωματικό σώμα το 1917 ως ακόλουθος και από τότε υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στο εξωτερικό και την κεντρική υπηρεσία. Διετέλεσε σύμβουλος της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο (1935), στη… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Ιωάννης — (Πειραιάς 1886 – Αθήνα 1968). Βοτανολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το 1904 γράφτηκε στη φυσικομαθηματική Σχολή, ύστερα δε από φοίτηση ενός έτους, αναχώρησε στην Ιταλία, όπου φοίτησε στα πανεπιστήμια Νάπολης, Ρώμης και Παβίας. Το… … Dictionary of Greek
πολιῆτα — πολίτης citizen masc voc sg (epic ionic) πολίτης citizen masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)