-
1 σπερμα
- ατος τόσ. τινὸς φέρειν Pind. — быть беременной от кого-л. и кем-л.;
σπτέρματος πλῆσαι Plut. — оплодотворять;2) перен. семя, зародыш, начало, источник(κακῶν Dem.; τῆς στάσεως, σπέρματα λόγων χρηστῶν Plut.)
3) плод(τὰ γαίης σπέρματα Anth.)
4) отрасль, род(Πελοπιδῶν Aesch.)
ἀνθρώπων σπέρματα Plat. — род человеческий5) отпрыск, дитя, потомок(Ἀχιλλέως Soph.)
6) pl. сев, обсеменение(σπέρματος ἄρξασθαι Hes.)
7) pl. досл. оплодотворение, перен. материнство(μνήμη παλαιῶν σπερμάτων Soph.)
-
2 αθυτος
21) не принесенный в виде жертвы(πέλανοι Eur.)
ἱερὰ ἄθυτα Lys. — несовершенные жертвоприношения (ср. 2)2) отвергнутый в качестве жертвы, не принятый богами(ἱερά Aeschin.)
3) неосвященный жертвоприношениями, т.е. незаконный(σπέρματα παλλακῶν Plat.)
4) не совершивший жертвоприношенияἄ. ἀπῆλθεν Xen. — (Агид) вернулся, не совершив жертвоприношения
5) непригодный для жертвоприношения(βοῦς Plut.)
-
3 ατηκτος
21) не расплавленный(ἄ. καὴ ἀμάλακτος Arst.)
2) не растаявший(χιών Plat.)
3) нерастворимый(ὑπό τινος Plat.)
4) не поддающийся воздействию, неподатливый(νόμοις, καθάπερ τὰ σπέρματα πυρί Plat.)
-
4 γονη
дор. γονά ἥ тж. pl.1) рождение(Ἡράκλειοι γοναί Pind.)
γονῇ πεφυκὼς γεραίτερος Soph. — старший годами2) произведение на свет, роды(αἱ δι΄ ὠδίνων γοναί Eur.; ῥηΐδιοι γοναί Theocr.)
3) семенная жидкость, семя (преимущ. человека и животных)(Hes., Pind., Soph., Her., Plat.: τὰ φυτὰ προΐεται οὐ γονήν, ἀλλὰ σπέρματα Arst.)
4) плод, отпрыск, дитяπαίδων γ. Hom. = παῖδες;
ἔχειν γονὰς κατηκόους Soph. — иметь послушных детей;τέκνων δίπτυχος γ. Eur. — дети-близнецы5) потомство, род, племя(ἀραῖος Aesch.; γενναῖος Soph.; αἱ Δαρδάνου γοναί Eur.)
6) поколениеτρίταισιν ἐν γοναῖς Pind. или τριτοσπόρῳ γονῇ Aesch. — в третьем поколении;
τρίτος γένναν πρὸς δέκ΄ ἄλλαισιν γοναῖς Aesch. — потомок в 13-м поколении7) материнская утроба8) всходы, урожай(πάγκαρπος γ. Plat.)
-
5 διθυρος
21) имеющий двое ворот, двухвратный(νεώς Plut.)
2) двустворчатый(γένος τῶν ὀστρακοδέρμων Arst.)
3) двудольный(σπέρματα Arst.)
4) состоящий из двух табличек(δέλτοι Luc.)
-
6 δυστηκτος
-
7 εγκαρπος
-
8 θρομβωδης
-
9 κερασβολος
-
10 σπειρω
(fut. σπερῶ, aor. ἔσπειρα, ион. impf. iter. σπείρεσκον; pass.: aor. 2 ἐσπάρην с ᾰ, pf. ἔσπαρμαι)1) сеять или сажать(στάχυν Eur.; σῖτον Her.)
καρπόν, ὧν ἔσπειρε, θερίζειν погов. Plat. — собирать плоды того, что сеял;σ. εἰς πέτρας τε καὴ λίθους Plat., тж. σ. κατὰ πέτρων погов. Luc. — сеять на камне ( о бесплодных усилиях)2) засевать, обсеменять(ἄρουραν Hes.; γῆν Her.)
ἥ σπειρομένη Αἴγυπτος Her. — пригодная для земледелия часть Египта3) оплодотворять(τέκνων ἄλοκα Eur.)
4) производить на свет, (по)рождать(παῖδας Soph.)
5) рассеивать, разбрасывать, рассыпать(τὸν χρυσὸν ἀπὸ τοῦ τείχεος Her.; ἔγχη ἔσπαρται πέδῳ Eur.)
ἐσπάρησαν κατὰ τέν ἄλλην Ἑλλάδα Thuc. — (часть эгинцев) рассеялась по остальной Греции6) наливать, поливать(δρόσον ἐκ τευχέων Eur.)
7) распространять(βάξιν ἐς πᾶσαν πόλιν Soph.)
ὡς ὅ πλεῖστος ἔσπαρται λόγος Arph. — согласно наиболее распространенной версии8) расточатьσ. ἄθυτα σπέρματα Plat. — расточать неосвященное (законом) семя, т.е. приживать внебрачных детей
-
11 σπουδαιος
3(compar. σπουδαιότερος - ион. σπουδαιέστερος)1) дельный, превосходный, отличный(γυνή Her.; κιθαριστής Arst.)
2) добродетельный, порядочный, честный3) доброкачественный, хороший(τὰ σπέρματα Plut.)
οὐ σ. ἐς ὄψιν Soph. — неказистый, невзрачный4) важный, серьезный(λόγος Pind.; πράγματα Plat.; ταῦτα ὑμῖν σπουδαιότατά ἐστιν Dem.)
γελοῖα καὴ σπουδαῖα ἐλέγετο Xen. — были и шутки, и серьезные разговоры -
12 φερεκαρπος
-
13 σπέρμα
τό1) семя, зерно; 2) физиол, сперма, семя; 3) зародыш; 4) перен. зародыш, начало, источник; первопричина;σπέρμα εγκληματικότητας — источник преступности;
§ σπέρματα διχόνοιας — яблоко раздора;
ρίχνω το σπέρμα — положить начало (чему-л.), закладывать, основывать (что-л.)
См. также в других словарях:
σπέρματα — σπέρμα seed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπέρμαθ' — σπέρματα , σπέρμα seed neut nom/voc/acc pl σπέρματι , σπέρμα seed neut dat sg σπέρματε , σπέρμα seed neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπέρματ' — σπέρματα , σπέρμα seed neut nom/voc/acc pl σπέρματι , σπέρμα seed neut dat sg σπέρματε , σπέρμα seed neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουσάμι — (σήσαμο το ινδικό). Ελαιοφόρο φυτό της οικογένειας των Πεδαλιιδών ή Πηδαλιιδών (δικοτυλήδονα), είδος των εύκρατων και τροπικών κλιμάτων, όπου καλλιεργείται από τους αρχαίους χρόνους (Ινδία, Κίνα, Αίγυπτος). Έχει απαιτήσεις σε θερμοκρασία και… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… … Dictionary of Greek
κακάο — Κοινή ονομασία τουδικοτυλήδονου φυτού θεόβρωμα το κ., της οικογένειας των στερκουλιιδών. Η χρήση του κ. ήταν ήδη γνωστή στους Μεξικανούς, πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής· χρησιμοποιούσαν τους σπόρους του ακόμα και ως νόμισμα. Ο Χριστόφορος… … Dictionary of Greek
λούπινο — (Lupinus). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Το γένος αυτό περιλαμβάνει αρκετά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Αμερική και στην Ασία. Χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά και ως ζωοτροφή, ενώ … Dictionary of Greek
αβρός — (abrus). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει θάμνους διακοσμητικούς, ιθαγενείς των θερμών χωρών. Τα φύλλα τους είναι πτεροειδή και τα σπέρματά τους ωοειδή. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και μπορούν να ευδοκιμήσουν στα… … Dictionary of Greek
αραχίδα — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία α. η υπόγεια. Είναι ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών και παράγει ξηρούς καρπούς που περιέχουν ένα ή περισσότερα εδώδιμα σπέρματα, γνωστά με την ονομασία αράπικα φιστίκια. Η α … Dictionary of Greek