-
1 κακοφρων
2, gen. ονος1) злонамеренный, враждебный(πραπίδων καρπός Pind. ap. Plut.; ἄναξ Eur.)
2) безрассудный, неразумный(ἀνήρ Eur.; Κάδμου λαός Eur.)
3) омрачающий ум, удручающий(μέριμνα Aesch.)
-
2 λαος
I.ион.-атт. λεώς ὅ тж. pl.(λαὸν ἀγείρειν Hom.)
2) пешие бойцы, пехота(ἵπποι καὴ λ. Hom.)
3) сухопутная армия(νῆές τε καὴ λ. Hom.)
4) люди, населениеλαοὴ ἀγροιῶται Hom. — поселяне;
ναυτικὸς λεώς Aesch. — моряки, гребцы;ὅ γεωργικὸς λεώς Arph. — земледельцы;ἐγχώριοι λαοί Aesch. — местное население;μέροπες λαοί Aesch. — человеческий род5) ( в театре) публика, зрители(αἱ στίχες τῶν λαῶν Arph.)
6) собрание, толпа(ἀκούετε, λεῴ! Arph.; ὅ πολὺς λεώς Plat.)
7) народ, племя(Δωριεύς Pind.; Λυδῶν τε καὴ Φρυγῶν Aesch.; ξύμπας Ἀχαιῶν λ. Soph.)
Κάδμου λ. Soph. = ΘηβαῖοιII.gen. к λᾶας См. λαας -
3 παλαι
πάλαι, τὸπάλαι (πᾰ) adv.1) прежде, раньшеἠμὲν τ. ἠδ΄ ἔτι καὴ νῦν Hom. — как прежде, так еще и теперь;
οἱ τ. λόγοι Aesch. — раньше начатый рассказ2) давно, издавна или некогдаἄρτι ἢ τ. ἐξ ἀγροῦ ; Plat. — только что или давно (уже ты прибыл) из деревни?;
σκοπῶ κἀγὼ τ. Soph. — да я давно думаю (об этом);καὴ οἱ τ. γεγονότες καὴ οἱ νῦν ὄντες ποιηταί Plat. — как старые, так и нынешние поэты;Κάδμου τοῦ τ. νέα τροφή Soph. — молодое потомство древнего Кадма -
4 παροικος
I21) соседний(πόλεις Aesch.)
2) соседскийπ. πόλεμος Her. — война с соседями
IIὅ1) соседΚάδμου πάροικοι καὴ δόμων Ἀμφίονος Soph. — живущие возле дворца Кадма и Амфиона, т.е. фиванцы;
ὅ Ἀττικὸς π. погов. Arst. — аттический сосед, т.е. беспокойный, опасный2) парэк, житель-иноземец Diog.L., NT. -
5 πολιτης
-
6 το...
I.τὸ...πάλαι, τὸπάλαι (πᾰ) adv.1) прежде, раньшеἠμὲν τ. ἠδ΄ ἔτι καὴ νῦν Hom. — как прежде, так еще и теперь;
οἱ τ. λόγοι Aesch. — раньше начатый рассказ2) давно, издавна или некогдаἄρτι ἢ τ. ἐξ ἀγροῦ ; Plat. — только что или давно (уже ты прибыл) из деревни?;
σκοπῶ κἀγὼ τ. Soph. — да я давно думаю (об этом);καὴ οἱ τ. γεγονότες καὴ οἱ νῦν ὄντες ποιηταί Plat. — как старые, так и нынешние поэты;Κάδμου τοῦ τ. νέα τροφή Soph. — молодое потомство древнего КадмаII.τό...ὀρθρινά, τόὀρθρῑνόν adv. рано утром, чуть свет Luc., Anth. -
7 τροφη
дор. τροφά (ᾱ) ἥ1) еда, пища, средства пропитания Her., Soph., Eur., Thuc., Plat.ἥ ἐμέ τ. Soph. — средство, которым я добываю себе пропитание, т.е. лук со стрелами2) образ жизни, поведение3) вскармливание(τ. τε καὴ παιδεία Plat.)
ἐν τροφαῖσιν Aesch. — в младенческом возрасте4) выращивание, воспитание Trag., Plat., Arst.6) отпрыск, потомствоΚάδμου τ. Soph. — потомки Кадма, т.е. фиванцы;
ἀρνῶν τροφαί Eur. — бараний приплод, т.е. ягнята
См. также в других словарях:
Κάδμου — Κάδμος the Cadmeans masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
CADMUS — I. CADMUS Agenoris fil. Phoenicum Rex. Alii eum e Tyro, alii autem e Sidone arcessunt, quibus habenda potior fides, quia Cadmi aevô Tyrus nondum erat condita. Regis filium Graeci faciunt, ut suo honori consulant, quia regnavit in Graecia; sed hoc … Hofmann J. Lexicon universale
SPARTA — Peloponnesi civitas nobilissima, Laconiae aput, ad Eurotam fluv. Lycurgi legibus optime olim instituta. Moenibus diu caruit, sed muri locô civium virtus fuit, quem admodum ex Agesilai responsione ad quendam, causam quaerentem, quamobrem tanta… … Hofmann J. Lexicon universale
Σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν … Dictionary of Greek
αρμονία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφή του Φόβου και του Δείμου, σύζυγος του Κάδμου. Στον πανηγυρισμό του γάμου της, τον υμέναιο έψαλαν οι ίδιες οι Μούσες και ήταν παρόντες όλοι οι θεοί του Ολύμπου, που έφεραν πλούσια και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… … Dictionary of Greek
LITERAE — quem primum habeant Auctorem, inter Gentiles admodum fuit controversum, reste Plin. l. 7. c. 56. ubi ait: Literas semper arbitror Assyrias fuisse: sed alii apud Aegyptios a Mercurio, ut A. Gellius: alii apud Syros repertas volunt. Anticlides in… … Hofmann J. Lexicon universale
Ύη — και, κατά τον Ησύχ., Ὑή, ἡ, Α η Σεμέλη, κόρη τού Κάδμου και τής Αρμονίας … Dictionary of Greek
Ιλλυρία — Αρχαία περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου στην οποία κατοικούσαν οι Ιλλυριοί. Στους προϊστορικούς χρόνους μια ομάδα φυλών που μιλούσαν διαλέκτους μιας ινδοευρωπαϊκής γλώσσας εγκαταστάθηκε στις βόρειες και τις ανατολικές ακτές της Αδριατικής, στις… … Dictionary of Greek