-
21 μικροπολιτης
-
22 νεοπολιτης
-
23 παρεγγραπτος
-
24 παρεγγραφω
1) приписывать, надписывать(τὸ αὑτοῦ ὄνομα Plat.; τὸν στίχον τοῦτον Plut.)
2) незаконно вписывать, вставлять(τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.; ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc.)
; незаконно зачислять(παρεγγραφεὴς πολίτης Aeschin.)
-
25 ποιησις
- εως ἥ1) изготовление, производство(μύρου Her.; τροφῆς Arst.)
2) сооружение, постройка(νεῶν Thuc.)
3) сотворение, созидание(τῶν ζῴων, ἥ τῶν μελῶν π. Plat.)
4) творчествоἡ ἐκ τοῦ μέ ὄντος εἰς τὸ ὂν ἰόντι αἰτία πᾶσά ἐστι π. Plat. — всякая причина перехода из небытия в бытие есть творчество
5) поэтическое искусство, поэзияᾠδαὴ καὴ ἥ ἄλλη π. Plat. — песни и другие виды поэтического искусства;
ἥ π. ἑκατέρα Plat. — оба вида поэзии, т.е. трагедия и комедия6) стихотворное произведение, поэмаτῆ Ὁμήρου ποιήσει εἴ τι χρέ πιστεύειν Thuc. — если верить поэме Гомера7) юр. усыновление Isae.8) юр. принятие в число гражданτῇ παρ΄ ὑμῶν ποιήσει πολίτης Dem. — человек, получивший в силу вашего решения право гражданства
-
26 συμπολιτης
-
27 φιλοπολιτης
-
28 χαυνοπολιτης
-
29 απλός
η, ό1) простой, несложный;απλό πρόβλημα — простая задача;
απλή μέθοδος — простой метод;
απλή πρόταση — простое предложение;
2) простой, обыкновенный; обычный; ординарный;σε απλό χαρτί — на простой бумаге;
εφ' απλού χάρτου — на простой (не гербовой) бумаге;
3) простодушный, наивный;4) простой, скромный;απλό δώρο — скромный подарок;
απλή ζωή — скромная жизнь;
5) простой, естественный, безыскусственный; непринуждённый;απλό ύφος — простой стиль речи;
απλοί τρόποι — простота обращения;
§ απλή επιστολή — простое письмо;
απλός στρατιώτης — рядовой (солдат);
απλός πολίτης — простой гражданин;
μιά απλή ματιά είναι αρκετή — достаточно взглянуть (чтобы)...
-
30 επίτιμος
-
31 4177
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4177
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πολίτης — citizen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… … Dictionary of Greek
πολίτης — ο θηλ. τισσα 1. κάτοικος πόλης. 2. μέλος, υπήκοος μιας πολιτείας, ενός κράτους: Όλοι οι πολίτες έχουν τα ίδια δικαιώματα μπροστά στο νόμο. 3. αυτός που δεν είναι ούτε στρατιώτης ούτε κληρικός: Καλός πολίτης (ευχή σε στρατιώτη). 4. ως κύρ. όν.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολίτης — πολί̱της , πολίτης citizen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολίτης, Κοσμάς — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του συγγραφέα Πάρη Ταβελούδη, Αθήνα 1893 – 1974). Σε ηλικία δύο ετών πήγε στη Σμύρνη, όπου έζησε ως τη Μικρασιατική καταστροφή. Αργότερα, ως τραπεζικός υπάλληλος, γνώρισε τη ζωή της ελληνικής επαρχίας. Την πρώτη επίσημη… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Λίνος — (1906 – 1981). Φιλόλογος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια Βερολίνου, Μονάχου και Παρισιού. Διετέλεσε επιμελητής χειρογράφων της Εθνικής… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Νικόλαος — (Καλαμάτα 1852 – Αθήνα 1921). Κορυφαίος λαογράφος και θεμελιωτής των λαογραφικών σπουδών στην Ελλάδα. Μαθητής ακόμα του γυμνασίου έδειξε ενδιαφέρον για τα ήθη και τα έθιμα των αρχαίων και των νεότερων Ελλήνων, για τα γλωσσικά ιδιώματα, τα… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Φώτος — (Αθήνα 1890 – 1934). Έλληνας κριτικός και σκηνοθέτης του θεάτρου. Γιος του Νικολάου Πολίτη, δέχτηκε έως ένα σημείο την επίδρασή του στον ιδεολογικό και θεωρητικό προσανατολισμό του. Από νεαρή ηλικία τον τράβηξε το θέατρο. Όταν, μετά το… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Αθανάσιος — (1893 – 1967). Έλληνας διπλωμάτης. Διορίστηκε στο διπλωματικό σώμα το 1917 ως ακόλουθος και από τότε υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στο εξωτερικό και την κεντρική υπηρεσία. Διετέλεσε σύμβουλος της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο (1935), στη… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Ιωάννης — (Πειραιάς 1886 – Αθήνα 1968). Βοτανολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το 1904 γράφτηκε στη φυσικομαθηματική Σχολή, ύστερα δε από φοίτηση ενός έτους, αναχώρησε στην Ιταλία, όπου φοίτησε στα πανεπιστήμια Νάπολης, Ρώμης και Παβίας. Το… … Dictionary of Greek
πολιῆτα — πολίτης citizen masc voc sg (epic ionic) πολίτης citizen masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)