-
1 εξοστρακισμος
-
2 εξοστρακισμός
-
3 ατελης
21) несовершившийся, несостоявшийся(ἐξοστρακισμός Plut.)
οὐκ ἀ. γενέσθαι Hom. — неизбежно произойти;εἰρήνη ἐγένετο ἀ. Xen. — мир не был заключен;τὰ λελεγμένα ἀτελῆ τινι φυλάξασθαι Soph. — забыть о том, что кем-л. сказано;ἀτελεῖ τῇ νίκῃ Thuc. — не добившись победы2) невыполненный(ὁμολογία Plat.)
3) не доведенный до конца, незаконченный (sc. τείχισις Thuc.; στρατεία Plut.)4) незрелый, недоразвитый(καρπός Pind.; ζῷον Arst.)
5) неполноправный(πολίτης Arst.)
6) бесконечный(ἀ. καὴ ἄπειρος Plat.)
7) бесцельный, бесплодный, напрасный(ὑδρεῖαι Δαναΐδων Plat.; ἥ φύσις οὐδὲν ἀτελὲς ποιεῖ Arst.)
8) не достигнувший, не добившийся(τινος Plat.)
ἀτελῆ τινα ἀποπέμψαι Plat. — отослать кого-л. ни с чем9) не умеющий, неспособный, немощный(νόος Pind.; περί τινος Arst.)
10) непосвященный(ἱερῶν HH.)
11) свободный от обложения, свободный от повинностей(χώρα Her.; ὀρφανοί Lys.; τῶν ἄλλων λειτουργιῶν Dem.)
12) не отягощенный налогами, свободный от вычетов, чистый(ὀβολός Xen.; μνᾶ Xen., Dem.)
См. также в других словарях:
ἐξοστρακισμός — banishment by ostracism masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξοστρακισμός — Αρχαίο πολιτικό μέτρο που όριζε την απομάκρυνση επικίνδυνων προσώπων από την πολιτεία, για ένα χρονικό διάστημα. Ο ε. εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και σε άλλες δημοκρατικές πολιτείες, όπως στο Άργος και στις Συρακούσες. Καθιερώθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
εξοστρακισμός — ο 1. η εξορία με οστρακισμό (βλ. λ.). 2. μτφ., απόρριψη, απομάκρυνση, εξοβελισμός, ξεκούμπισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οστρακισμός ή εξοστρακισμός — Νομικός θεσμός που εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και στις πόλεις που μιμούνταν το αθηναϊκό πολίτευμα (Άργος, Μέγαρα, Μίλητος, Συρακούσες), βασιζόμενος στο δικαίωμα του λαού να εξορίζει για δέκα χρόνια από την πόλη οποιονδήποτε πολίτη, του οποίου… … Dictionary of Greek
ἐξοστρακισμοῖς — ἐξοστρακισμός banishment by ostracism masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοστρακισμοῦ — ἐξοστρακισμός banishment by ostracism masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοστρακισμῷ — ἐξοστρακισμός banishment by ostracism masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοστρακισμόν — ἐξοστρακισμός banishment by ostracism masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αειφυγία — Ποινή μόνιμης εξορίας στην αρχαία Ελλάδα, που επιβαλλόταν από τον Άρειο Πάγο σε όσους διέπρατταν σοβαρά αδικήματα του κοινού δικαίου και ιδίως φόνο ή τραύματα με προμελέτη, ασέβεια, επιβουλή της ζωής του συζύγου από τη γυναίκα κλπ. Η ποινή, που… … Dictionary of Greek
εκφυλλοφορία — ἐκφυλλοφορία (AM), Μ και ἐκφυλλοφόρησις καταδίκη γραμμένη σε φύλλα ελιάς, εξοστρακισμός, εξορία … Dictionary of Greek
εκφυλλοφόρησις — ἐκφυλλοφόρησις, η (AM) καταδίκη που καταγραφόταν πάνω σε φύλλα ελιάς (ιδ. εξορία, εξοστρακισμός) … Dictionary of Greek