Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἐξοστρακισμός

См. также в других словарях:

  • ἐξοστρακισμός — banishment by ostracism masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξοστρακισμός — Αρχαίο πολιτικό μέτρο που όριζε την απομάκρυνση επικίνδυνων προσώπων από την πολιτεία, για ένα χρονικό διάστημα. Ο ε. εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και σε άλλες δημοκρατικές πολιτείες, όπως στο Άργος και στις Συρακούσες. Καθιερώθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • εξοστρακισμός — ο 1. η εξορία με οστρακισμό (βλ. λ.). 2. μτφ., απόρριψη, απομάκρυνση, εξοβελισμός, ξεκούμπισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οστρακισμός ή εξοστρακισμός — Νομικός θεσμός που εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και στις πόλεις που μιμούνταν το αθηναϊκό πολίτευμα (Άργος, Μέγαρα, Μίλητος, Συρακούσες), βασιζόμενος στο δικαίωμα του λαού να εξορίζει για δέκα χρόνια από την πόλη οποιονδήποτε πολίτη, του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • ἐξοστρακισμοῖς — ἐξοστρακισμός banishment by ostracism masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοστρακισμοῦ — ἐξοστρακισμός banishment by ostracism masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοστρακισμῷ — ἐξοστρακισμός banishment by ostracism masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοστρακισμόν — ἐξοστρακισμός banishment by ostracism masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αειφυγία — Ποινή μόνιμης εξορίας στην αρχαία Ελλάδα, που επιβαλλόταν από τον Άρειο Πάγο σε όσους διέπρατταν σοβαρά αδικήματα του κοινού δικαίου και ιδίως φόνο ή τραύματα με προμελέτη, ασέβεια, επιβουλή της ζωής του συζύγου από τη γυναίκα κλπ. Η ποινή, που… …   Dictionary of Greek

  • εκφυλλοφορία — ἐκφυλλοφορία (AM), Μ και ἐκφυλλοφόρησις καταδίκη γραμμένη σε φύλλα ελιάς, εξοστρακισμός, εξορία …   Dictionary of Greek

  • εκφυλλοφόρησις — ἐκφυλλοφόρησις, η (AM) καταδίκη που καταγραφόταν πάνω σε φύλλα ελιάς (ιδ. εξορία, εξοστρακισμός) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»