-
1 κοινωνία
-
2 κοινωνια
ἥ1) (взаимо)отношение, (со)участие, общение, связь(πρὸς ἀλλήλους Plat. и μετ΄ ἀλλήλων NT.; ἡδονῆς τε καὴ λύπης, κοινωνίαι καὴ ὁμιλίαι Plat.)
τίς θαλάσσης βουκόλοις κ. ; Eur. — что общего у пастухов с морем?;ἥ ἀνθρωπίνη κ. Plat. — человеческие взаимоотношения, т.е. человеческое общество;δεξιὰς κοινωνίας δοῦναί τινι NT. — заключить с кем-л. союз2) брачная связь, брак Eur.3) общность(τῶν πόνων Plat.)
4) пожертвование, подаяние(εἰς τοὺς πτωχούς NT.)
-
3 κοινωνία
η1) общество;κομμουνιστική κοινωνία — коммунистическое общество;
αταξική κοινωνία — бесклассовое общество;
2) объединение, общество; лига;Κοινωνία των Εθνών ист. Лига Наций; 3) церк, причастие -
4 κοινωνία
ἡ κοινωνία общность; (со)общество -
5 κοινωνία
{сущ., 20}отношения, взаимоотношения, участие, соучастие, общение, общительность, подаяние, пожертвование.Ссылки: Деян. 2:42; Рим. 15:26; 1Кор. 1:9; 10:16; 2Кор. 6:14; 8:4; 9:13; 13:14; Гал. 2:9; Еф. 3:9; Флп. 1:5; 2:1; 3:10; Флм. 1:6; Евр. 13:16; 1Ин. 1:3, 6, 7.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κοινωνία
-
6 κοινωνία
{сущ., 20}отношения, взаимоотношения, участие, соучастие, общение, общительность, подаяние, пожертвование.Ссылки: Деян. 2:42; Рим. 15:26; 1Кор. 1:9; 10:16; 2Кор. 6:14; 8:4; 9:13; 13:14; Гал. 2:9; Еф. 3:9; Флп. 1:5; 2:1; 3:10; Флм. 1:6; Евр. 13:16; 1Ин. 1:3, 6, 7.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κοινωνία
-
7 κοινωνία
общностьобщение κοινωνίᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κοινωνία
-
8 κοινωνίᾳ
общностьκοινωνίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κοινωνίᾳ
-
9 κοινωνία
(взаимо)отношения, (со)участие, общение, общительность, подаяние, пожертвование.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κοινωνία
-
10 κοινωνία
[кинониа] ουσ θ общество. -
11 ακοινωνια
-
12 ανακρασις
-
13 δυσανακρατος
-
14 ελευθερος
3 и 21) свободный, вольный, независимый(οἱ δοῦλοι καὴ οἱ ἐλεύθεροι Thuc., Arst.; πολίτης Arst.; ἐ. οὔτις ἐστὴ πλέν Διὸς Aesch.; ἥ πόλις κοινωνία τῶν ἐλευθέρων ἐστίν Arst.; ἐλεύθεροι ἀπ΄ ἀλλήλων Xen., Plat.)
ἐλευθερον ἦμαρ ἀπούρας Hom. — лишив свободы, обратив в рабство;κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον Hom. — поставить чащу (в честь) свободы;εἰς ἐλευθέραν φυλακέν ἀποθέσθαι τινά Diod. — подвергнуть кого-л. домашнему аресту;ἀγορὰ ἐλευθέρα Xen., Arst.; — свободная площадь, т.е. закрытая для представителей «неблагородных» профессий (торговцев, ремесленников и проч.)2) подобающий свободному гражданину, благородный(λόγος Soph.; φρονήματα, ἦθος Plat.; μεγαλόψυχος καὴ ἐ. Arst.)
3) необремененный долгами(χρήματα Dem.)
4) освобожденный, оправданный(αἵματος Eur.)
-
15 επικοινωνια
-
16 ιδιωτης
I1) отдельный человек, отдельное лицоφιλία ἰδιώταις καὴ κοινωνία πόλεσιν Thuc. — дружба между отдельными людьми и общение между государствами
2) частный человек, не должностное лицо(οὔτ΄ ἰ. οὔτε ἄρχων Lys.)
ἔτι ἰδιώτῃ ἐόντι Δαρείῳ Her. — когда Дарий был еще частным лицом3) простой солдат, рядовой боец(οὔτε στρατηγὸς οὔτε ἰ. Xen.; ἡγεμόνες ἄνευ ἰδιωτῶν Arst.)
4) простой человек, простолюдин(οἱ ἰδιῶται καὴ πένητες Plut.; ἄνθρωποι ἀγράμματοι καὴ ἰδιῶται NT.)
5) несведущий человек, не имеющий профессионального образованияοἱ δημιουργοὴ καὴ ἰδιῶται Plat. — мастера и люди без специальности;
οἱ ἰατρικῆς ἰδιῶται Plat. — несведущие в медицине, не врачи;ἰ. τῷ λόγῳ NT. — неискушенный в красноречии6) необученный солдатἰδιῶται, ὡς εἰπεῖν χειροτέχναι Thuc. — неопытные бойцы, чуть ли не чернорабочие
7) новичок, неопытный человек(ἰ. ἔργου Xen.)
ἰ. κατὰ τοὺς πόνους Xen. — не приученный к трудам8) прозаик9) здешний человек, земляк(οἱ ξένοι καὴ οἱ ἰδιῶται Arph.)
II1) частный, стоящий в стороне от общественных дел, непричастный к политической жизни(ἀνήρ Her.)
2) личный, особый, частный, домашний(θεοί Arph.; βίος Plat., Plut.)
3) несведущий, непросвещенный, неученый(ὄχλος Plut.)
-
17 ξυγκρασις
- εως ἥ смешение, смесь(τῶν χρωμάτων Plat.)
ἥ ἑς τοὺς ὀλίγους καὴ τοὺς πολλοὺς ξ. Thuc. — средняя форма между властью немногих и господством масс;σ. καὴ κοινωνία Plut. — тесное общение -
18 πολιτικος
I31) гражданский, государственный, общественный(λειτουργίαι Dem.; κοινωνία Arst.)
τὸ πολιτικὸν στράτευμα Xen. — войско, состоящее из (местных) граждан;ἥ πολιτικέ χώρα Polyb. (лат. ager publicus) — общественный земельный фонд ( у римлян);ἥ πολιτικέ ἐπιστήμη Plat. — искусство управлять государством, политика;ἄνθρωπος φύσει ζῷον πολιτικόν (sc. ἐστιν) Arst. — человек по природе есть существо общественное2) общеупотребительный(τὰ ὀνόματα Isocr.)
IIὅ государственный деятель, политик Plat., Arst. etc. -
19 συγκρασις
- εως ἥ смешение, смесь(τῶν χρωμάτων Plat.)
ἥ ἑς τοὺς ὀλίγους καὴ τοὺς πολλοὺς ξ. Thuc. — средняя форма между властью немногих и господством масс;σ. καὴ κοινωνία Plut. — тесное общение -
20 φιλικος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κοινωνία — κοινωνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc/acc dual κοινωνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
κοινωνίᾳ — κοινωνίαι , κοινωνία communion fem nom/voc pl κοινωνίᾱͅ , κοινωνία communion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνία — η 1. σύνολο ομοειδών ζώων ή ανθρώπων: Αυτό συμβαίνει στις κοινωνίες των ζώων, όχι στις κοινωνίες των ανθρώπων. 2. το σύνολο των κατοίκων ορισμένης πόλης ή χώρας και ιδιαίτερα η καλή τάξη: Η Πάτρα έχει καλή κοινωνία. 3. επικοινωνία, συναναστροφή,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
θεία κοινωνία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία … Dictionary of Greek
κοινωνίας — κοινωνίᾱς , κοινωνία communion fem acc pl κοινωνίᾱς , κοινωνία communion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνίαι — κοινωνία communion fem nom/voc pl κοινωνίᾱͅ , κοινωνία communion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνίαν — κοινωνίᾱν , κοινωνία communion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)