Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σύγκρασις

См. также в других словарях:

  • σύγκρασις — σύγκρᾱσις , σύγκρασις mixing together fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκραση — η / σύγκρασις άσεως ΝΑ, και ιων. τ. σύγκρησις, ήσεως, Α [συγκεράννυμι] 1. η ενέργεια τού συγκεράννυμι*, σύμμιξη, ανάμιξη 2. εκκλ. η ένωση με τον θεό αρχ. 1. σύνθεση («οὐ θνητός, οὐδ ἀθάνατος, ἀλλ ἔχων τινὰ σύγκρασιν», Άλεξ.) 2. αστρον. ο… …   Dictionary of Greek

  • συγκράσει — συγκρά̱σει , σύγκρασις mixing together fem nom/voc/acc dual (attic epic) συγκρά̱σεϊ , σύγκρασις mixing together fem dat sg (epic) συγκρά̱σει , σύγκρασις mixing together fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκράσεις — συγκρά̱σεις , σύγκρασις mixing together fem nom/voc pl (attic epic) συγκρά̱σεις , σύγκρασις mixing together fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Teles the Cynic — Teles ( el. Τέλης) of Megara, was a Cynic philosopher and teacher who lived c. 235 BCE. He wrote various discourses ( diatribes ), seven fragments of which were preserved by Stobaeus. The fragments are: #Περὶ τοῡ δοϰεῖν ϰαὶ τοῡ εἶναι On Seeming… …   Wikipedia

  • срастворение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (σύγκρασις) слияние, смешение, соединение …   Словарь церковнославянского языка

  • Teles (filósofo) — Teles (en griego: Τέλης), fue un filósfo y profesor Cínico que vivió en Atenas y Megara. Es conocido por escribir varios discursos (diatribas) que son los documetos más antiguos que se conocen sobre la diatriba cinico estoica, siete fragmentos de …   Wikipedia Español

  • ιδιοσυγκρασία — Ενδεικτικός όρος ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου σε σχέση με τα συστατικά της δομής του και των οργανικών λειτουργιών του. Η θεωρία των ιατρών φιλοσόφων της αρχαιότητας (όπως ο Ιπποκράτης), η οποία εμπεριείχε πολλά στοιχεία φαντασίας… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοσύγκρασις — ἰδιοσύγκρασις, ἡ (Α) η ιδιοσυγκρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + σύγκρασις] …   Dictionary of Greek

  • συγκρατικός — (I) ή, όν, Μ [συγκρατῶ] αυτός που ενισχύει κάποιον. (II) ή, όν, Α [σύγκρασις] συγκραματικός*. επίρρ... συγκρατικῶς Α με συνδυασμό …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՌՆԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0926 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 11c գ. σύγχυσις, ἑπιμιξία, φυρμός, κοινόν confusio, turbatio. Խառնակն գոլ. խառնակիլն. որպէս Շփոթութիւն. խռովութիւն. ... *Կոչեցաւ անուն նորա խառնակութիւն (Եբր. պապել …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»