-
21 αποκτώ
(α) μετ. прям., перен. приобретать, становиться обладателем, достигать (чего-л.);αποκτώ θέση στην κοινωνία — достигнуть положения в обществе;
απέκτησε φήμη (την εκτίμηση) он завоевал известность (уважение);απέκτησε κακές συνήθειες он приобрёл дурные привычки; δεν απόκτησαν παιδιά у них не было детей; § απόκτησε он разбогател -
22 εκλεκτός
η, ό[ν]1) выбранный, отобранный, избранный;εκλεκτά έργα — избранные сочинения;
2) отборный, превосходный, отличный; избранный, изысканный;εκλεκτά προϊόντα — отличная продукция;
εκλεκτή κοινωνία — избранное общество;
εκλεκτός επιστήμων — выдающийся учёный;
φαγητά — изысканные блюдаεκλεκτός2/2ο, εκλεκτή η избранник, -ца;οι εκλεκτοί — избранные;
οι εκλεκτοί τού λάου — избранники народа
-
23 εξοστρακισμός
-
24 καταναλωτικός
η, ό[ν] относящийся к потреблению, потребительский;καταναλωτικός συνεταιρισμός — потребительская кооперация;
καταναλωτικόν κοινόν — потребители;
καταναλωτική κοινωνία — общество потребления
-
25 κεφαλαιοκρατικός
η, ό[ν] капиталистический;κεφαλαιοκρατική κοινωνία — капиталистическое общество;
κεφαλαιοκρατικό καθεστώς — капиталистический строй
-
26 κομμουνιστικός
η, ό[ν] коммунистический;κομμουνιστικό κόμμα — коммунистическая партия;
κομμουνιστικό μανιφέστο — коммунистический манифест;
κομμουνιστική κοινωνία — коммунистическое общество
-
27 πρωτόγονος
η, ο [ος, ον ]1) первобытный;πρωτόγονοςη κοινωνία — первобытное общество;
πρωτόγονος άνθρωπος — первобытный человек;
βρίσκομαι σε πρωτόγονοςή κατάσταση — находиться в первобытном состоянии;
2) перворождённый;3) примитивный, неразвитый;πρωτόγονοςα μέσα παραγωγής — примитивные средства производства
-
28 σοσιαλιστικός
η, ό[ν] социалистический;σοσιαλιστική κοινωνία — социалистическое общество;
σοσιαλιστικό κόμμα — социалистическая партия;
σοσιαλιστική άμιλλα — социалистическое соревнование;
σοσιαλιστική αλλαγή — или σοσιαλιστικ μετασχηματισμός — социалистические преобразования
-
29 χάρη
χάρη η1) благодать:Θεία χάρη / χάρις — Божественная благодать:
οι Απόστολοι δέχτηκαν τη Θεία χάρη — Апостолы получили Божественную благодать;
Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του αγίου Πνεύματος, είη μετά πάντων υμών (Θεία Λειτουργία) — Благодать Господа нашего Иисуса Христа, и любы Бога и Отца, и причастие Святаго Духа, буди со всеми вами (Божественная Литургия);
2) признательность благодарностьЭтим.< дргр. χάρις, -ιτος «благодеяние, радость» -
30 2842
{сущ., 20}отношения, взаимоотношения, участие, соучастие, общение, общительность, подаяние, пожертвование.Ссылки: Деян. 2:42; Рим. 15:26; 1Кор. 1:9; 10:16; 2Кор. 6:14; 8:4; 9:13; 13:14; Гал. 2:9; Еф. 3:9; Флп. 1:5; 2:1; 3:10; Флм. 1:6; Евр. 13:16; 1Ин. 1:3, 6, 7.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2842
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κοινωνία — κοινωνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc/acc dual κοινωνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
κοινωνίᾳ — κοινωνίαι , κοινωνία communion fem nom/voc pl κοινωνίᾱͅ , κοινωνία communion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνία — η 1. σύνολο ομοειδών ζώων ή ανθρώπων: Αυτό συμβαίνει στις κοινωνίες των ζώων, όχι στις κοινωνίες των ανθρώπων. 2. το σύνολο των κατοίκων ορισμένης πόλης ή χώρας και ιδιαίτερα η καλή τάξη: Η Πάτρα έχει καλή κοινωνία. 3. επικοινωνία, συναναστροφή,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
θεία κοινωνία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία … Dictionary of Greek
κοινωνίας — κοινωνίᾱς , κοινωνία communion fem acc pl κοινωνίᾱς , κοινωνία communion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνίαι — κοινωνία communion fem nom/voc pl κοινωνίᾱͅ , κοινωνία communion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνίαν — κοινωνίᾱν , κοινωνία communion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)