-
1 πολιτικος
I31) гражданский, государственный, общественный(λειτουργίαι Dem.; κοινωνία Arst.)
τὸ πολιτικὸν στράτευμα Xen. — войско, состоящее из (местных) граждан;ἥ πολιτικέ χώρα Polyb. (лат. ager publicus) — общественный земельный фонд ( у римлян);ἥ πολιτικέ ἐπιστήμη Plat. — искусство управлять государством, политика;ἄνθρωπος φύσει ζῷον πολιτικόν (sc. ἐστιν) Arst. — человек по природе есть существо общественное2) общеупотребительный(τὰ ὀνόματα Isocr.)
IIὅ государственный деятель, политик Plat., Arst. etc. -
2 πολιτικός
πολιτικός, ή, όν гражданский, государственный, политический; сущ. государственный деятель -
3 πολιτικός
η, ό[ν] 1.1) прям., перен. политический;πολιτική γεωγραφία (οίκονομία) — политическая география (экономия);
πολιτικοί άνδρες — политические деятели;
πολιτικό γραφείο — политбюро;
πολιτικός θάνατος — политическая смерть;
πολιτικός κρατούμενος — или πολιτικ κατάδικος юр. — политический заключённый;
πολιτικό αδίκημα ( — или εγκλημα) — политическое преступление;
2) гражданский (в разн. знач); штатский;πολιτικά δικαιώματα — гражданские права;
πολιτική αγωγή юр. — гражданский иск;
πολιτικός γάμος — гражданский брак;
πολιτική άμυνα — гражданская оборона;
ντυμένος πολιτικά — одетый в штатское, в гражданской одежде;
πολιτικός μηχανικός — инженер по гражданскому строительству;
3) дипломатичный; политичный (разг);πολιτικώτατη απάντηση — очень политичный ответ;
2. (ο) политик, политический деятель -
4 πολίτικος
α, ο относящийся к Стамбулу, Константинополю; стамбульский, константинопольский -
5 πολιτικός
[политикос] еж. политический, гражданский. -
6 πολιτικός
[политикос] ουσ α политик. -
7 αγοραιος
21) покровительствующий народным собраниям(Ζεύς Her., Aesch., Eur.)
2) покровительствующий торговле(Ἑρμῆς Arph.)
3) рыночный, базарный(ὄχλος Xen., Plut.; δῆμος Arst.)
ἀγοραῖα τέλη Arst. — рыночные пошлины4) площадной, грубый, вульгарный(σκώμματα Arph.; φιλία Arst.; ὀνόματα Luc.; λόγοι Plut.)
5) умеющий выступить в народном собрании или на судеἀ. καὴ πολιτικός Plut. — опытный политический деятель;
ἀνέρ ἀ. Plut. — искусный адвокат -
8 ηνιοχος
дор. ἁνίοχος (ᾱ) ὅ1) управляющий вожжами, т.е. правящий конями или колесницей(παραιβάται ἡνίοχοί τε Hom.)
ἐφ΄ ἅρματι ἑστὼς ἓξ ἵππων ἡ. Plat. — стоящий на колеснице и управляющий шестеркой коней2) (у)правитель, руководитель(χειρῶν τε καὴ ἰσχύος Pind.; πολιτικὸς οἷος ἡ. Plat.)
αἰγίδος ἡ. Ἀθάνα Arph. — управляющая, т.е. вооруженная эгидой Афина -
9 ξυλλογος
ὅ1) собрание, сборище, сходка Her., Arst.ξύλλογοι γυναικοπληθεῖς Eur. — многолюдные женские собрания;
ἅπας σ. στρατεύματος Eur. — полный сбор войска;καὴ ἐν ἐκκλησίᾳ καὴ ἐν ἄλλῳ ξυλλόγῳ, ὅστις ἂν πολιτικὸς σ. γίγνηται Plat. — и в народном собрании, и во всяком другом собрании, если оно только посвящено политическим вопросам2) сборный пункт Xen.3) присутствие духа, бодрость(σύλλογον ψυχῆς λαβεῖν Eur.)
-
10 συλλογος
ὅ1) собрание, сборище, сходка Her., Arst.ξύλλογοι γυναικοπληθεῖς Eur. — многолюдные женские собрания;
ἅπας σ. στρατεύματος Eur. — полный сбор войска;καὴ ἐν ἐκκλησίᾳ καὴ ἐν ἄλλῳ ξυλλόγῳ, ὅστις ἂν πολιτικὸς σ. γίγνηται Plat. — и в народном собрании, и во всяком другом собрании, если оно только посвящено политическим вопросам2) сборный пункт Xen.3) присутствие духа, бодрость(σύλλογον ψυχῆς λαβεῖν Eur.)
-
11 βίος
ο в разн. знач жизнь;συζυγικός βίος — супружеская жизнь;
πολιτικός (δημόσιος) βίος — политическая (общественная) жизнь;
βίοι μεγάλων ανδρών жизнь замечательных людей;ο βίος της κυβερνήσεως ήτο βραχύς — правительство просуществовало недолго;
καθ' άπαντα τον βίον του или καθ' όλον του τον βίον всю свою жизнь;διά βίου пожизненно; § βίοι αγίων жития святых;αυτός είναι βίος και πολιτεία ≈ — он прошёл огонь, воду и-медные трубы
-
12 γάμος
ο брак, бракосочетание, женитьба; венчание; свадьба;πιστοποιητικό γάμου — брачное свидетельство;
άδεια γάμου — разрешение на брак;
γάμος εξ ερωτος — брак по любви;
έρχομαι εις γάμον ( — или εις γάμου κοινωνίαν) — вступать в брак;
κάνω γάμο — справлять свадьбу;
εικονικός γάμος — фиктивный брак;
πολιτικός — гражданский брак;μοργανατικός ( — или εξ αριστεράς χειρός) γάμος — морганатический брак;
αταίριαστος γάμος — а) неравный брак; — б) неудачный брак;
γάμος μικτός — смешанный брак;
§ αργυροι (χρυσοί, αδαμάντινοι) γάμοι — серебряная (золотая, бриллиантовая) свадьба;
παρ τόνε στο γάμο σου, να σού πεί και τού χρόνου — погов, в огороде бузина, а в Киеве дядька
-
13 θάνατος
ο1) смерть (тж. о животном, растении); кончина;φυσικός (βίαιος) θάνατος — естественная (насильственная) смерть;
αίφνίδιος θάνατος — скоропостижная смерть;
μετά -ατον посмертно;σε περίπτωση -ατού в случае (или на случаи) смерти; 2) перен. смерть, гибель;πολιτικός θάνατος — гражданская смерть;
ηθικός θάνατος — нравственное падение;
αυτό είναι θάνατος γιά μάς — это для нас гибель, катастрофа;
του είναι θάνατος η παύση του από την εργασία — увольнение с работы для него равносильно смерти;
3) потеря (разума, рассудка и т. п.);θάν της μνήμης — потеря памяти;
§ σιγή -ατού гробовое молчание;μισώ μέχρι -ατού смертельно ненавидеть; μάχομαι μέχρι -ατού сражаться не на жизнь, а на смерть; είμαι μεταξύ ζωής και -ατού быть между жизнью и смертью;είναι γιά θάνατο — его дни сочтены (о больном);
καταδικάζω σε θάνατό — выносить смертный приговор
-
14 μηχανικός
η, ό[ν] 1.1) механический; относящийся к механике, к машине; машинный;μηχανική καλλιέργεια — машинная обработка (земли и т. п.);
2) машинальный, автоматический;μηχανική κίνηση — машинальное движение;
μηχανική απάντηση — машинальный ответ;
§ μηχανική μνήμη — механическая память;
2. (ο)1) механик; моторист;μηχανικός σκηνής — машинист сцены;
2) инженер;διπλωματούχος μηχανικός — дипломированный инженер;
πολιτικός μηχανικός — инженер-строитель
-
15 ορίζοντας
[-ων (-οντος)] ο прям., перен. горизонт; кругозор;πολιτικός ορίζοντας — а) политический кругозор; — б) политическая обстановка;
ανοίγω νέους ορίζοντες — открывать новые горизонты;
έχω στενό ορίζοντα — быть ограниченным человеком;
χάνομαι απ' τον ορίζοντα — исчезнуть с горизонта;
με ευρύ ( — или πλατύ) ορίζοντα — с широким кругозором
-
16 πρόσφυγας
[-υξ (-υγος)] ο, πρόσφυγίνα η бежен|ец, -ка; эмигрант, -ка;πολιτικός πρόσφυγας — политэмигрант;
επαναπατρισμός των πρόσφύγων — репатриация (полит)эмигрантов
-
17 σπουδαίος
αία, ο[ν]1) важный, серьёзный; значительный;σπουδαία εφεύρεση — важное открытие;
σπουδαίος νέος — серьёзный юноша;
εξαιρετικά σπουδαίος — особо важный;
παίζω σπουδαίο ρόλο — играть значительную роль;
2) важный, важничающий;σπουδαίο πρόσωπο ирон. — важная шишка;
κάνω το σπουδαίο — важничать;
3) видный, выдающийся, замечательный;σπουδαίος πολιτικός — выдающийся политик;
σπουδαίος στρατηγός — видный генерал;
4) видный (о человеке);5) красивый, прекрасный;σπουδαίο υπόδημα — прекрасная обувь;
6) порядочный, честный, добродетельный;§ τό σπουδαίο είναι, ότι... — важно то, что...;
σπουδαία τα λάχανα! — подумаешь, чепуха!, не бог весть что!
См. также в других словарях:
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
πολίτικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν [Πόλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κωνσταντινούπολη ή αυτός που προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη («πολίτικος χαλβάς») 2. το θηλ. ως ουσ. η πολίτικη κοινή ονομασία μιας ποικιλίας τού φυτού που είναι γνωστό με τη… … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται, αρμόζει στην πολιτική: Πολιτικά κόμματα. 2. αυτός που αναφέρεται στον πολίτη: Πολιτικές ελευθερίες. 3. αυτός που αναφέρεται στην πολιτεία: Πολιτικός γάμος. 4. επιτήδειος: Πολιτικότατη απάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτικός — πολῑτικός , πολιτικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίτικος — η, ο από την Κωνσταντινούπολη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτικός γάμος — Γάμος που τελείται μπροστά στα αρμόδια όργανα της κρατικής εξουσίας. Σε ορισμένες χώρες είναι υποχρεωτικός, ενώ σε άλλες είναι ισόκυρος προς τον θρησκευτικό, οπότε οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τελέσουν όποιον από τους δύο θέλουν ή και τους δύο.… … Dictionary of Greek
Σκουλούδης, Στέφανος — Πολιτικός (Κωνσταντινούπολη 1838 Αθήνα 1928). Καταγόταν από γνωστή κρητική οικογένεια. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά όταν ξαναγύρισε στην Κωνσταντινούπολη, μετά την αποφοίτηση του, ασχολήθηκε με το εμπόριο. Μαζί με τον Ανδρέα … Dictionary of Greek
Στάης, Σπυρίδων — Πολιτικός (1859 1932). Καταγόταν από τα Κύθηρα και σπούδασε φυσικομαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αρχικά υπηρέτησε ως καθηγητής σε διάφορα γυμνάσια της χώρας αλλ’ από το 1892 ασχολήθηκε με την πολιτική. Εκλέχτηκε βουλευτής Κυθήρων και με… … Dictionary of Greek
φίλιστος — Πολιτικός και ιστορικός από τις Συρακούσες, λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία από τον συγγενή του Διονύσιο τον Πρεσβύτερο, τον οποίο βοήθησε να καταλάβει την αρχή. Διετέλεσε πρώτος υπουργός και στρατιωτικός διοικητής του, αλλά μετά έπεσε στη δυσμένειά … Dictionary of Greek
Δεληγιάννης, Θεόδωρος — Πολιτικός. Βλ. λ. Δηλιγιάννης, Θεόδωρος … Dictionary of Greek
Σιάντος, Γεώργιος — Πολιτικός (1890 1947). Προσχώρησε νωρίς στο σοσιαλιστικό κίνημα. Διετέλεσε στέλεχος του καπνεργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Φυλακίστηκε πολλές φορές για την πολιτική του δραστηριότητα. Το 1942 νοσηλευόταν σαν κρατούμενος στη μονή της Πέτρας… … Dictionary of Greek