-
1 δριμεία
-
2 δριμεῖα
-
3 δριμεία
δρῑμείᾱ, δριμύςpiercing: fem nom /voc /acc dual——————δρῑμείᾱͅ, δριμύςpiercing: fem dat sg (doric aeolic) -
4 δριμείᾳ
Βλ. λ. δριμεία -
5 δριμύς
A piercing, sharp, keen,βέλος Il.11.270
: metaph.,δριμεῖα μάχη 15.696
, Hes.Sc. 261;δ. χόλος Il.18.322
;μένος Od.24.319
; ; (lyr.).II of things which affect the eyes or taste, keen, pungent, acrid, of smoke,δριμύτατος καπνῶν Ar.V. 146
; of radish, etc., opp. γλυκύς, X.Mem.1.4.5, cf. Pl.Com.154 ([comp] Sup.); ; ὀσμαί ib. 421a30; with pungent drugs,Hp.
Fract.27;δ. οἶνος Luc.Merc.Cond.18
. Adv. - έως: [comp] Comp.δριμύτερον, ὄζειν Arist.Pr. 907a13
;ῥεύματος δριμύτερον γενομένου Hp.VM18
.III metaph., of persons, bitter, fierce, (lyr.); , etc.; also, keen, shrewd, ;ἔντονοι καὶ δ. Pl.Tht. 173a
; δ. καὶ δικανικός ib. 175d;δ. ἐν τῷ ἀποκρίνεσθαι Arist. Top. 156b37
;λόγος δριμύτατος Id.SE 182b37
(but λέξις and λόγος δ. of striking turns of phrase, Hermog.Id.1.2, 2.5): neut. as Adv., δριμὺ βλέπειν look bitter, Ar.Ra. 562; but also to look sharply, keenly, Pl.R. 519a, Luc.Symp.16;ἐνορᾶν Id.Cat.3
, Ael.VH14.22, D.C.59.26:—regul. Adv. δριμέως, Anaxandr.15.3;ἐρασθῆναι Ael.NA7.15
;δριμύτατα ἀλγεῖν Id.VH 12.1
.
См. также в других словарях:
δριμεῖα — δρῑμεῖα , δριμύς piercing fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμεία — δρῑμείᾱ , δριμύς piercing fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμείᾳ — δρῑμείᾱͅ , δριμύς piercing fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάψιμο — το 1. η καύση, η αποτέφρωση, η απανθράκωση 2. το οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος από την επαφή γυμνού μέρους τού σώματός του με τη φωτιά ή με καυστική ουσία 3. το σημάδι από έγκαυμα («ακόμη φαίνεται το κάψιμο τού χεριού») 4. το δυσάρεστο… … Dictionary of Greek
бридъкыи — (9*) пр. Горький, терпкий, жгучий: сдравие. иже аще въ времѩ ˫ако ножицемь. и бридкымь зели||емь. намъ ˫авлѩютьсѩ. ˫ако же въ плотнѣмь врачьствѣ бываеть. (δριμυτάτων) ПНЧ XIV, 2а б; рожци сɤть грѣси... тыхъ бо рожковъ вкɤсъ бридокъ. СбТр к. XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
DURUS — proprie ὁ ἰχυρὸς et καρτερὸς, ut duri agrestes, duri agricolae, apud Poetam: quales quia ut plurtmum laboris patientes, hinc durare et pati idem. Virg. l. 1. Aeneid. v. 211. Durate et vosmet rebus servate secundis. h. e. καρτερεῖτε. Et apud… … Hofmann J. Lexicon universale
MURIA — titulus Epigr. 103. l. 13. Martial. Antipolitani fateor sum filia thynni: Essem si scombri, non tibi missa forem. Liquamen est sale thynni soluti. Cum enim tria apud Veteres huiusmodi liquaminum genera essent; primum, quod a scombro, garum;… … Hofmann J. Lexicon universale
γλυκερίνη — Αλειφατική οργανική ένωση, του τύπου CH2OH CHOH CH2OH (επιστημονική ονομασία: 1,2,3 προπανοτριόλη), που ανήκει στην ομάδα των πολυσθενών αλκοολών. Η γ. είναι ευρύτατα διαδεδομένη στη φύση ως συστατικό μόριο, σε όλα τα ζωικά και φυτικά λίπη. Την… … Dictionary of Greek
καταστηλίτευσις — καταστηλίτευσις, ἡ (Μ) [καταστηλιτεύω] δριμεία στηλίτευση*, σφοδρή κατάκριση … Dictionary of Greek
κατσαδιάζω — [κατσάδα] επιπλήττω σφοδρά, κάνω δριμεία παρατήρηση, μαλώνω … Dictionary of Greek
λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… … Dictionary of Greek