-
1 χυμός
χῡμός, χυμόςjuice: masc nom sg -
2 χυμός
I juice of plants, Hp.Epid.6.6.3 (cf. Gal.17 (2).327), Pl.Ti. 60a, 60b(pl.), Arist.HA 554a13(pl.), 596b17, Thphr. HP9.1.1, al.2 animal juices, 'humours', Hp.VM18, Arist.HA 556b22, PA 676a16; juice in a wider sense covering 1.1 and 2, Id.Mete. 380b2 (pl.), 32: freq. in later writers, Gal.15.62, 16.497, Porph.Abst. 2.45, etc.;ἡμίπεπτοι χ. Gal.6.258
; πέψαι τοὺς χ. ib.253.3 χυμός· σίελος, Hsch. ( αἱ τῶν χυμῶν κενώσεις include πτύσματα in Gal.16.644).II flavour,ἅμα τῇ γεύσει ὁ χ. Arist.Ph. 245a9
, cf. Mete. 356a13 (pl.), de An. 414b11: but not of the action of causing taste, ἡ τοῦ χ. [ἐνέργεια] ἀνώνυμος ib. 426a15;ἰχθῦν.., ἔχοντα τοὺς χ. ἐν αὑτῷ Arched.2.9
; opp. ὀσμαί, χρόαι, Plu.2.646b (and so interchangeable withχυλός 11
(q.v.), Diocl.Fr.138): several varieties distd. by Thphr. CP6.4.1, cf. Plu.2.913b. -
3 χυμός
1) juice2) sapΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χυμός
-
4 χυλός
I juice of plants,χυλῶν στακτῶν εἴτε ἀνθῶν ἢ καρπῶν Pl.Criti. 115a
, cf. Arist.HA 596b15, Col. 796a23, Aud. 802a15, Thphr.HP6.4.6, LXX 4 Ma.6.25.b decoction, Dsc.Eup.1.55; but distd. fr. ἀφέψημα, Id.1.105.3 juice produced by the digestion of food, chyle, Gal.UP4.3.4 barley-water, gruel, having the barley or groats strained off, whereas πτισάνη was taken unstrained,πτισάνης χ. Hp.Acut.6
, cf. Cratin.297 (lyr.), Ephipp.13.6 (anap.): pl., Anaxipp.1.46.II = χυμός 11, flavour, taste, Gorg. ap.S.E.M.7.85, v.l. in Arist.EN 1118a28;αἱ διὰ χυλῶν ἡδοναί Epicur. Fr.67
, cf. Ep.3.p.63U., Diocl.Fr.112, Phld.Mus.p.103K.;κατ' ὀσμὴν καὶ χρόαν καὶ χυλόν Id.Sign.27
: metaph., χ. στωμυλμάτων, φιλίας, Ar.Ra. 943, Pax 997 (anap.). (Gal.11.450 distinguishes χυλός juice fr. χυμός flavour, attributing this usage to Aristotle and later writers, whereas earlier authors used χυμός in both senses: the Mss. vary.) -
5 χυμοίς
χῡμοῖς, χυμόςjuice: masc dat plχυμόωimpart a taste: pres opt act 2nd sgχυμόωimpart a taste: pres subj act 2nd sgχυμόωimpart a taste: pres ind act 2nd sg -
6 χυμοῖς
χῡμοῖς, χυμόςjuice: masc dat plχυμόωimpart a taste: pres opt act 2nd sgχυμόωimpart a taste: pres subj act 2nd sgχυμόωimpart a taste: pres ind act 2nd sg -
7 χυμοίσι
χῡμοῖσι, χυμόςjuice: masc dat pl (epic ionic aeolic)χυμόωimpart a taste: pres part act masc /neut dat pl (doric aeolic)χυμόωimpart a taste: pres subj act 3rd sg (epic)χυμόωimpart a taste: pres ind act 3rd pl (aeolic) -
8 χυμοῖσι
χῡμοῖσι, χυμόςjuice: masc dat pl (epic ionic aeolic)χυμόωimpart a taste: pres part act masc /neut dat pl (doric aeolic)χυμόωimpart a taste: pres subj act 3rd sg (epic)χυμόωimpart a taste: pres ind act 3rd pl (aeolic) -
9 χυμοίσιν
χῡμοῖσιν, χυμόςjuice: masc dat pl (epic ionic aeolic)χυμόωimpart a taste: pres part act masc /neut dat pl (doric aeolic)χυμόωimpart a taste: pres subj act 3rd sg (epic)χυμόωimpart a taste: pres ind act 3rd pl (aeolic) -
10 χυμοῖσιν
χῡμοῖσιν, χυμόςjuice: masc dat pl (epic ionic aeolic)χυμόωimpart a taste: pres part act masc /neut dat pl (doric aeolic)χυμόωimpart a taste: pres subj act 3rd sg (epic)χυμόωimpart a taste: pres ind act 3rd pl (aeolic) -
11 χυμού
χῡμοῦ, χυμόςjuice: masc gen sgχυμόωimpart a taste: pres imperat mp 2nd sgχυμόωimpart a taste: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
12 χυμοῦ
χῡμοῦ, χυμόςjuice: masc gen sgχυμόωimpart a taste: pres imperat mp 2nd sgχυμόωimpart a taste: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
13 χυμοί
χῡμοί, χυμόςjuice: masc nom /voc plχυμόωimpart a taste: pres subj mp 2nd sgχυμόωimpart a taste: pres ind mp 2nd sgχυμόωimpart a taste: pres subj act 3rd sg -
14 χυμούς
χῡμούς, χυμόςjuice: masc acc pl -
15 χυμώ
-
16 χυμῷ
-
17 χυμώι
-
18 χυμῶι
-
19 χυμών
χῡμῶν, χυμόςjuice: masc gen plχυμόωimpart a taste: pres part act masc voc sg (doric aeolic)χυμόωimpart a taste: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)χυμόωimpart a taste: pres part act masc nom sgχυμόωimpart a taste: pres inf act (doric) -
20 χυμῶν
χῡμῶν, χυμόςjuice: masc gen plχυμόωimpart a taste: pres part act masc voc sg (doric aeolic)χυμόωimpart a taste: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)χυμόωimpart a taste: pres part act masc nom sgχυμόωimpart a taste: pres inf act (doric)
См. также в других словарях:
χυμός — ο, ΝΜΑ 1. το θρεπτικό υγρό που κυκλοφορεί στα διάφορα μέρη τών φυτών 2. καθένα από τα τέσσερα υγρά τού σώματος τα οποία, κατά τους αρχαίους φυσιολόγους, προσδιόριζαν την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα τού ατόμου και που είναι το αίμα, το φλέγμα … Dictionary of Greek
χυμός — ο 1. το υγρό που περιέχεται μέσα στις οργανικές ουσίες, το ζουμί. 2. το υγρό που σχηματίζεται στο στομάχι από τη μετατροπή των τροφών, ο γαστρικός χυμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυμός — χῡμός , χυμός juice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτώδης χυμός — Φυτικός ιξώδης χυμός, που πήζει εύκολα και γρήγορα στον αέρα. Διέρχεται από τους γαλακτοφόρους σωλήνες ή αυλούς, μεταξύ του φλοιού και του καμβίου πολλών φυτών, που λέγονται γαλακτώδη ή γαλακτοφόρα (ευφορβία, εβέα, φίκος, χελιδόνιο, παπαρούνα).… … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
ηδύχυμος — η, ο αυτός που έχει γλυκό χυμό, ο γλυκόχυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + χυμος (< χυμός), πρβλ. δύσ χυμος, εύ χυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κακόχυμος — η, ο (AM κακόχυμος, ον) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από κακοχυμία αρχ. 1. (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς 2. (για τροφές) α) ανθυγιεινός β) αυτός που έχει κακή γεύση 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόχυμον η κακοχυμία.… … Dictionary of Greek
καλόχυμος — η, ο 1. αυτός που έχει άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός 2. αυτός που έχει γλυκό χυμό, ο εύγευστος 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει καλούς χυμούς, που δεν πάσχει από ερεθισμούς ή ελκώσεις τού δέρματος, που τα επιπόλαια τραύματά του επουλώνονται και… … Dictionary of Greek
νεκταρόχυμος — νεκταρόχυμος, ον (Μ) αυτός που έχει χυμό σαν νέκταρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, αρος + χυμος (< χυμός), πρβλ. γλυκύ χυμος, κακό χυμος] … Dictionary of Greek
χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek