-
1 γλευκίτης
γλευκί̱της, γλευκίτηςmasc nom sg -
2 γλευκίτης
A = γλεῦκος 1.1, Olymp.in Mete.311.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλευκίτης
-
3 γλευκίτην
γλευκί̱την, γλευκίτηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
4 γλυκύς
Grammatical information: adj.Derivatives: γλύκων individualising (Ar. Ek. 985), also PN, with Γλυκώνειος (Heph.); γλυκόεις (Nic.); diminutives: γλυκάδιον `sweetmeat, vinegar' (Choerob.; for the meaning cf. ἦδος = ὄξος), γλυκίδιον (pap.). - γλυκίν(ν)ᾱς m. `cake made with sweet wine' (Seleuk. ap. Ath., Cretan H.). - γλυκύτης (Hdt.). - Denom. γλυκαίνω (Hp.), γλύκυσμα (Lib., Sch.), mit γλύκανσις (Thphr.), γλυκαντικός (S.); γλυκάζω (LXX) etc.; γλυκασία `family-love' ( Sammelb.); γλυκίζω (Pagae, Gp.), γλυκισμός (Callix.); ἐγ-γλύσσω `be sweet' (Hdt. ἔγγλυκυς Dsc.; γλύξις `sweet wine' (Phryn. Com.); γλεῦξις οἶνος ἕψημα \< ἔχων\> H., cf. γλεῦκος. - Also γλυκερός (Od.), f. (with withdrawn accent) Γλυκέρα as PN, with Γλυκέριον. - With geminate: γλυκκόν γλυκύ and γλύκκα ἡ γλυκύτης H. - Plant name γλύκη βοτάνη τις ἐδώδιμος H. and (strange) γλυκυμή = γλυκύρριζα (Hp. ap. Gal.), cf. Strömberg Pflanzennamen 63. - γλεῦκος n. `sweet wine' (Arist.), γλεύκινος (Dsc.), γλευκίτης ( οἶνος) = γλεῦκος (Arist.-Komm.); γλευκήσας `stunned by γ.' (H.); also γλεύκη = γλυκύτης (Sch.) and γλεῦξις, s. γλύξις above.Etymology: If to Lat. dulcis, with γλ- \< δλ-. But the υ is also unexpected. The Mycenaean form seems to confirm the idea.- On arm. k` aɫcr `sweet' s. on ἡδύς. - Full grade γλεῦκος seems a late innovation (after the many neutral σ-stems) but ἀγλευκής (Epich.) seems old.Page in Frisk: 1,314-315Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γλυκύς
См. также в других словарях:
γλευκίτης — γλευκίτης, ο (Μ) [γλεύκος] κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση … Dictionary of Greek
γλευκίτης — γλευκί̱της , γλευκίτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… … Dictionary of Greek
γλευκίτην — γλευκί̱την , γλευκίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)