-
1 ανίκανος
[аниканос] εκ. неспособный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανίκανος
-
2 импотентный
ανίκανος (για συνουσιασμό)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импотентный
-
3 беспомощный
-
4 выбывать
выбывать, выбыть βγαίνω; αναχωρώ (уезжать) αποχωρώ (уходить) \выбывать из строя γίνο μαι ανίκανος για δουλειά \выбывать из игры βγαίνω από το παιχ νίδι* * *= выбытьвыбыва́ть из стро́я — γίνομαι ανίκανος για δουλειά
выбыва́ть из игры́ — βγαίνω από το παιχνίδι
-
5 негодный
-
6 нетрудоспособный
-
7 непригодностьый
непригодность||ыйприл ἄχρηστος, ἀνωφελής, ἀκατάλληλος / ἀνίκανος γιά ὑπηρεσία (о человеке):\непригодностьыйый инструмент τό ἄχρηστο ἐργαλείο· \непригодностьыйый к военной слу́жбе ὁ ἀνίκανος γιά στρατιωτική ὑπηρεσία· ни к чему́ \непригодностьыйый ἐντελῶς ἄχρηστος. -
8 неспособностьый
неспособность||ыйприл ἀνίκανος, ἀδέξιος:\неспособностьыйый ученик ὁ ἀνίκανος μαθητής· \неспособностьыйый к музыке ὁ ἄμουσος· он не способен на такую низость δέν εἶναι Ικανός γιά τέτοια προσ-τυχιά. -
9 негодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно, πλθ. -годны.1. άχρηστος, αχρηστευμένος• ακατάληλ-λος•негодный материал άχρηστο υλικό•
-ая вещь άχρηστο πράγμα•
вода -ая для питья μη πόσιμο νερό.
2. τιποτένιος, αχρείος, κακός•негодный человек άχρηστος άνθρωπος (παλιάνθρωπος)•
-ое дело κακή πράξη.
|| ανίκανος•негодный к военной службе ανίκανος για στρατιωτική υπηρεσία.
εκφρ.- ые средства – αθέμιτα μέσα. -
10 непригодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноάχρηστος, ακατάλληλος•непригодный инструмент άχρηστο εργαλείο.
|| ανίκανος•непригодный к военной службе ανίκανος για στρατιωτική θητεία.
-
11 неспособный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно.1. ανίκανος, αδέξιος• ακατάλληλος άπειρος•к борьбе ανίκανος για αγώνα•
неспособный к музыке ακατάλληλος για μουσική.
2. μη βολικός, δύσκολος, δυσχερής. -
12 нетрудоспособный
επ., βρ: -бен, -бна, -оανίκανος εργασίας•стать по болезни -ым γίνομαι ανίκανος εργασίας λόγω ασθένειας.
-
13 импотент
ο ανίκανος (για συνουσιασμό).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импотент
-
14 бездарный
-
15 бездарный
бездарныйприл ἀνίκανος, χωρίς ταλεντο (о человеке) / χωρίς ἀξία, πρωτόλειο (о произведении). -
16 беззубый
беззубыйприл1. φαφούτης, νωδός, ξεδοντιασμένος;2. перен (слабый) ἀνίσχυρος, ἀνίκανος. -
17 безрукий
безрукийприл1. κούλας;2. перен разг ἀδέξιος, ἀνίκανος. -
18 бессильный
бесси́л||ьныйприл1. (слабый) ἀδύναμος;2. перен ἀνήμπορος, ἀνίκανος. -
19 выбывать
выбыватьнесов, выбыть сов ἀναχωρώ, φεύγω, ἐγκαταλείπω:\выбывать из города ἀναχωρῶ ἀπό τήν πόλη· \выбывать из игры βγαίνω ἀπό τό παιγνίδι· \выбывать из строя а) γίνομαι ἀνάπητος, ἀνίκανος γιά δουλειά. б) βγαίνω ἐκτός μάχης (о военных). -
20 негодный
него́дн||ыйприл1. ἄχρηστος, ἀκατάλληλος:\негодныйый к употреблению ἀκατάλληλος προς χρήσιν вода, \негодныйая для питья τό μή πόσιμο νερό· \негодныйый к военной службе ὁ ἀνίκανος γιά στρατιωτική θητεία· попытка с \негодныйыми средствами ἡ προσπάθεια μέ ἀθέμιτα μέσα·2. (дурной, скверный) разг:\негодныйый человек παλιάνθρωπος.
См. также в других словарях:
ἀνίκανος — insufficient masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανίκανος — η, ο (Α ἀνίκανος, ον) 1. αυτός που δεν έχει την ικανότητα να κάνει ή να πει κάτι 2. αδέξιος, ανεπαρκής νεοελλ. 1. ο μη ικανός για στρατιωτική υπηρεσία, ιερατικό λειτούργημα ή εργασία εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας 2. αυτός που πάσχει… … Dictionary of Greek
ανίκανος — η, ο αυτός που δεν έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να πράξει κάτι: Φάνηκε ανίκανος να συμμαζέψει την κόρη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνικάνως — ἀνίκανος insufficient adverbial ἀνίκανος insufficient masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίκανον — ἀνίκανος insufficient masc/fem acc sg ἀνίκανος insufficient neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνικάνους — ἀνίκανος insufficient masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνικάνων — ἀνίκανος insufficient masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίκανοι — ἀνίκανος insufficient masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… … Dictionary of Greek
αδυνατώ — (Α ἀδυνατῶ, έω) [ἀδύνατος] βρίσκομαι σε αδυναμία να κάνω κάτι, είμαι ανίκανος νεοελλ. αδυνατίζω αρχ. 1. (για πρόσωπα) είμαι αδύναμος, ανίσχυρος, ανίκανος 2. (για πράγματα) είμαι ακατόρθωτος, απραγματοποίητος … Dictionary of Greek
αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… … Dictionary of Greek