Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανίκανος

См. также в других словарях:

  • ἀνίκανος — insufficient masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανίκανος — η, ο (Α ἀνίκανος, ον) 1. αυτός που δεν έχει την ικανότητα να κάνει ή να πει κάτι 2. αδέξιος, ανεπαρκής νεοελλ. 1. ο μη ικανός για στρατιωτική υπηρεσία, ιερατικό λειτούργημα ή εργασία εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας 2. αυτός που πάσχει… …   Dictionary of Greek

  • ανίκανος — η, ο αυτός που δεν έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να πράξει κάτι: Φάνηκε ανίκανος να συμμαζέψει την κόρη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνικάνως — ἀνίκανος insufficient adverbial ἀνίκανος insufficient masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίκανον — ἀνίκανος insufficient masc/fem acc sg ἀνίκανος insufficient neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνικάνους — ἀνίκανος insufficient masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνικάνων — ἀνίκανος insufficient masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίκανοι — ἀνίκανος insufficient masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

  • αδυνατώ — (Α ἀδυνατῶ, έω) [ἀδύνατος] βρίσκομαι σε αδυναμία να κάνω κάτι, είμαι ανίκανος νεοελλ. αδυνατίζω αρχ. 1. (για πρόσωπα) είμαι αδύναμος, ανίσχυρος, ανίκανος 2. (για πράγματα) είμαι ακατόρθωτος, απραγματοποίητος …   Dictionary of Greek

  • αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»