-
21 неработоспособный
неработоспособныйприл ἀνίκανος (πρός ἐργασίαν), ἀνάπηρος. -
22 нетрудоспособностьый
нетрудоспособность||ыйприл ἀνίκανος προς ἐργασίαν. -
23 неумелый
неуме||лыйприл ἀδέξιος, ἀνεπιτήδειος / ἀνίκανος, ἀτζαμής, κακότεχνης (о человеке). -
24 никудышный
никудышныйприл разг ἀνάξιος, ἀνίκανος, μηδαμινός, τιποτένιος. -
25 оказываться
оказ||ываться1. (очутиться) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι:он \оказыватьсяал-ся дома βρέθηκε στό σπίτι·2. (обнаруживаться на деле) φαίνομαι, ἀποδείχνομαι:это \оказыватьсяалось нелегким (делом) ἀποδείχτηκε πώς αὐτό ήταν δύσκολο· \оказыватьсяалось, что... φάνηκε ὀτι..., ἀποδείχθηκε δτι...· он \оказыватьсяался хорошим товарищем ἐφάνηκε καλός σύντροφος· \оказыватьсяаться достойным βγαίνω ἀξιος· \оказыватьсяаться неспособным φαίνομαι ἀνίκανος. -
26 плавать
плаватьнесов1. см. плыть1 уметь \плавать ξέρω νά κολυμπώ·2. (не тонуть) (ἐπι-) πλέω· ◊ мелко \плавать презр. ἀνίκανος ἀνθρωπος. -
27 бездарный
[μπιζντάρνυΤ] εκ. ανίκανος -
28 безрукий
[μπιζρούκιϊ] επ. (μεταφ.) ανίκανος -
29 непригодный
[νυιριγκόντνυϊ] εκ. άχρηστος, ανίκανος -
30 неспособный
[νισπασόμπνυΐ] εκ. ανίκανος -
31 бездарный
[μπιζντάρνυΤ] επ ανίκανος -
32 безрукий
[μπιζρούκιϊ] επ (μεταφ) ανίκανος -
33 непригодный
[νυιριγκόντνυϊ] επ άχρηστος, ανίκανος -
34 неспособный
[νισπασόμπνυϊ] επ ανίκανος -
35 бессильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно1. αδύνατος, ανίσχυρος.2. ανίκανος. -
36 импотент
-а α.ανίκανος για συνουσιασμό. -
37 импотентный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. ανίκανος σεξουαλικά.2. μτφ. στείρος,άγονος. -
38 короткий
επ., βρ: короток κ. короток, коротки, коротко, короткоκ. коротко, коротки, коротки κ. коротки; короче.1. κοντός, βραχύς•-ие ноги κοντά πόδια•
-ие волосы μικρά μαλλάκια•
платье коротко το φόρεμα είναι κοντό•
-ие брюки κοντό παντελόνι•
короткий путь κοντινός δρόμος•
-ое дыхание λαχάνιασμα•
-ое пальто κοντό πανωφόρι.
|| χαμηλός•-ая трава χαμηλά χόρτα.
2. σύντομος• μικρός•зимой дни -ие το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές•
короткий срок σύντομη προθεσμία•
короткий разговор σύντομη συνομιλία.
|| γρήγορος, απότομος•удар απότομο χτύπημα.
|| συνοπτικός•-ая расправа συνοπτική διαδικασία (χωρίς πολλές διατυπώσεις).
3. στενός, φιλικός•-ие отношения στενές σχέσεις•
-ое знакомство γνωριμία από κοντά.
εκφρ.- ая волна – βραχύ κύμα (ραδίου)•- ая память – βραχεία μνήμη•руки коротки у тебя – κ.τ.τ. τα χέρια σου είναι κοντά (είσαι ανίσχυρος, ανίκανος να τα βάλεις με μένα)•короткий ум ή ум короток – στενός, περιορισμένος νους•в -их словах – συνοπτικά, σύντομα, κοντολογής•на -ой ноге – σε στενές (φιλικές) σχέσεις. -
39 мелко
επίρ.μικρά, λίγο, λιγοστά κλπ. επ.ως κατηγ. είναι ρηχά.εκφρ.мелко плавать – ανίκανος, αδύνατος, φτωχός τω πνεύματι, αδέξιος, δεν πλέει στα βαθιά (δεν εμβαθύνει). -
40 наименее
επίρ.λιγότερο, πιο λίγο•это мне наименее нравится αυτό μου αρέσει λιγότερο•
наименее удачный способ ο λιγότερο τελεσφόρος τρόπος•
наименее выгодно λιγότερο επικερδής.
|| μαζί με επ. σχηματίζει υπερθετικό βαθμό ο λιγότερο, ο ελάχιστα•наименее способный ученик ο λιγότερο ικανός μαθητής (ο πιο ανίκανος).
См. также в других словарях:
ἀνίκανος — insufficient masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανίκανος — η, ο (Α ἀνίκανος, ον) 1. αυτός που δεν έχει την ικανότητα να κάνει ή να πει κάτι 2. αδέξιος, ανεπαρκής νεοελλ. 1. ο μη ικανός για στρατιωτική υπηρεσία, ιερατικό λειτούργημα ή εργασία εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας 2. αυτός που πάσχει… … Dictionary of Greek
ανίκανος — η, ο αυτός που δεν έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να πράξει κάτι: Φάνηκε ανίκανος να συμμαζέψει την κόρη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνικάνως — ἀνίκανος insufficient adverbial ἀνίκανος insufficient masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίκανον — ἀνίκανος insufficient masc/fem acc sg ἀνίκανος insufficient neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνικάνους — ἀνίκανος insufficient masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνικάνων — ἀνίκανος insufficient masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίκανοι — ἀνίκανος insufficient masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… … Dictionary of Greek
αδυνατώ — (Α ἀδυνατῶ, έω) [ἀδύνατος] βρίσκομαι σε αδυναμία να κάνω κάτι, είμαι ανίκανος νεοελλ. αδυνατίζω αρχ. 1. (για πρόσωπα) είμαι αδύναμος, ανίσχυρος, ανίκανος 2. (για πράγματα) είμαι ακατόρθωτος, απραγματοποίητος … Dictionary of Greek
αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… … Dictionary of Greek