-
1 ανάπηρος
[анапирос] εκ. искалеченный, покалеченный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανάπηρος
-
2 ανάπηρος
[анапирос] ουσ. а. калека.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανάπηρος
-
3 инвалид
инвалид м ο ανάπηρος \инвалид войны о ανάπηρος του πολέμου* * *мο ανάπηροςинвали́д войны́ — ο ανάπηρος του πολέμου
-
4 калека
-
5 нетрудоспособный
-
6 инвалид
инвалидм ὁ ἀνάπηρος:\инвалид войны ὁ ἀνάπηρος πολέμου, ὁ ἀπόμαχος. -
7 инвалид
-а α.ανάπηρος, σακάτης — войны, ανάπηρος πολέμου. -
8 инвалид
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инвалид
-
9 калека
ο ανάπηρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > калека
-
10 калека
калека м, ж ὁ σακάτης, ὁ ἀνάπηρος, -
11 неработоспособный
неработоспособныйприл ἀνίκανος (πρός ἐργασίαν), ἀνάπηρος. -
12 увечный
увеч||ный1. прил σακάτικος, ἀκρωτηριασμένος·2. м ὁ ἀνάπηρος, ὁ σακάτης. -
13 инвалид
[ινβαλίτ] ουσ. α ανάπηρος -
14 калека
[καλιέκα] ουσ. α./θ. ανάπηρος -
15 инвалид
[ινβαλίτ] ουσ α ανάπηρος -
16 калека
[καλιέκα] ουσ α /θ. ανάπηρος -
17 изувеченный
επ. από μτχ.κατασακατεμένος, σακάτης, ανάπηρος. -
18 изувечить
-чу, -чишь|, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изувеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. σακατεύω, κάνω ανάπηροαχρηστεύω, φθείρω, χαλνώ.σακατεύομαι, γίνομαι ανάπηρος. -
19 искалеченный
επ. από μτχ.σακάτης, σακατεμένος, ανάπηρος. || χαλασμένος, άχρηστος. -
20 искалечить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искалеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.σακατεύω. || χαλνώ, διαφθείρω (ηθικά).σακατεύομαι, μένω σακάτης, ανάπηρος. || χαλνώ, διαφθείρομαι (ηθικά).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνάπηρος — maimed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπηρος — η, ο 1. ακρωτηριασμένος, σακάτης: Του είχαν δώσει το περίπτερο, γιατί ήταν ανάπηρος πολέμου. 2. ανίκανος, μερικά ή ολικά, για δουλειά από έλλειψη σωματικής ή πνευματικής αρτιότητας: Έκανε αυτή τη δουλειά, γιατί ήταν από παιδί ανάπηρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάπηρος — η, ο (Α ἀνάπηρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης 2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα 2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά … Dictionary of Greek
ἀναπήρως — ἀνάπηρος maimed adverbial ἀνάπηρος maimed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπηρον — ἀνάπηρος maimed masc/fem acc sg ἀνάπηρος maimed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήροις — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρου — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρους — ἀνάπηρος maimed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρων — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρῳ — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπηρα — ἀνάπηρος maimed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)