Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αναχωρώ

  • 1 αναχωρώ

    [анахоро] р. выезжать, удаляться,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναχωρώ

  • 2 выбывать

    выбывать, выбыть βγαίνω; αναχωρώ (уезжать) αποχωρώ (уходить) \выбывать из строя γίνο μαι ανίκανος για δουλειά \выбывать из игры βγαίνω από το παιχ νίδι
    * * *
    = выбыть
    βγαίνω; αναχωρώ ( уезжать); αποχωρώ ( уходить)

    выбыва́ть из стро́я — γίνομαι ανίκανος για δουλειά

    выбыва́ть из игры́ — βγαίνω από το παιχνίδι

    Русско-греческий словарь > выбывать

  • 3 вылетать

    вылетать, вылететь αναχωρώ (με αεροπλάνο) απογειώνομαι когда мы вылетаем? πότε αναχωρούμε (или φεύγουμε);
    * * *
    = вылететь
    αναχωρώ ( με αεροπλάνο); απογειώνομαι

    когда́ мы вылета́ем? — πότε αναχωρούμε ( или φεύγουμε)

    Русско-греческий словарь > вылетать

  • 4 выступать

    выступать, выступить 1) (выйти вперёд) προεξέχω 2) (отправляться) αναχωρώ, ξεκινώ 3) (публично) μιλώ ( δημόσια) εμφανίζομαι, παίζω (об актёре) \выступать перед микрофоном μιλώ στο μικρόφωνο·\выступать с предложением κάνω πρόταση
    * * *
    = выступить
    1) ( выйти вперёд) προεξέχω
    2) ( отправляться) αναχωρώ, ξεκινώ
    3) ( публично) μιλώ (δημόσια); εμφανίζομαι, παίζω ( об актёре)

    выступа́ть пе́ред микрофо́ном — μιλώ στο μικρόφωνο

    выступа́ть с предложе́нием — κάνω πρόταση

    Русско-греческий словарь > выступать

  • 5 ехать

    ехать 1) πηγαίνω ( με μετα φορικό μέσο) \ехать поездом (на автомобиле, метро) πηγαίνω με τρένο ( αυτοκίνητο, μετρό) \ехать верхом πηγαίνω καβάλα 2) (уезжать) φεύγω, αναχωρώ куда вы едете? πού πηγαίνετε; я еду завтра φεύγω αύριο
    * * *

    е́хать по́ездом (на автомоби́ле, метро́) — πηγαίνω με τρένο (αυτοκίνητο, μετρό)

    е́хать верхо́м — πηγαίνω καβάλα

    2) ( уезжать) φεύγω, αναχωρώ

    куда́ вы е́дете? — πού πηγαίνετε

    я е́ду за́втра — φεύγω αύριο

    Русско-греческий словарь > ехать

  • 6 отплыть

    отплыть αναχωρώ, αποπλέω
    * * *
    αναχωρώ, αποπλέω

    Русско-греческий словарь > отплыть

  • 7 уезжать

    уезжать, уехать αναχωρώ, φεύγω
    * * *
    = уехать
    αναχωρώ, φεύγω

    Русско-греческий словарь > уезжать

  • 8 выбывать

    выбывать
    несов, выбыть сов ἀναχωρώ, φεύγω, ἐγκαταλείπω:
    \выбывать из города ἀναχωρῶ ἀπό τήν πόλη· \выбывать из игры βγαίνω ἀπό τό παιγνίδι· \выбывать из строя а) γίνομαι ἀνάπητος, ἀνίκανος γιά δουλειά. б) βγαίνω ἐκτός μάχης (о военных).

    Русско-новогреческий словарь > выбывать

  • 9 выезжать

    выезжать
    несов ἀναχωρώ, φεύγω/ μετακομίζω (из квартиры):
    \выезжать за город ἀναχωρώ (или φεύγω) στήν ἐξοχή· \выезжать за границу φεύγω στό ἐξωτερικό.

    Русско-новогреческий словарь > выезжать

  • 10 отправляться

    отправлять||ся
    1. (поехать, пойти) ξεκινώ, ἀναχωρώ, πηγαίνω:
    \отправлятьсяся в путь ξεκινώ (γιά τό ταξίδι)· \отправлятьсяся поездом, пароходом παίρνω τό τραίνο, τό βαπόρι·
    2. (отходить \отправляться о поезде и т. п.) φεύγω, ἀναχωρώ·
    3. (исходить из чего-л.) ὀρμώμαι, ξεκινώ ἀπό...· ◊ \отправлятьсяся на тот свет τά τινάζω· \отправлятьсяся на бокову́ю разг πηγαίνω νά κοιμηθώ, πάω νά τό κόψω δίπλα.

    Русско-новогреческий словарь > отправляться

  • 11 разъехаться

    -едусь, -едешься
    ρ.σ.
    1. (για πολλούς)• φεύγω• αναχωρώ (προς διάφορες κατευθύνσεις). || χωρίζω, παίρνω άλλη κατεύθυνση.
    2. φεύγω, αναχωρώ•

    она -лась с мужем αυτή έφυγε με τον άντρα της.

    3. δε συναντιέμαι (καθ οδό)•

    разъехаться с товарищем δε συναντιέμα ι, στο δρόμο με το σύντροφο.

    4. διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ πολύ σιμά•

    дорога такая узкая, что трудно разъехаться ο δρόμος είναι τόσο στενός, που είναι δύσκολο να μην εγγίξεις.

    5. διαχωρίζω, -ομαι, χωρίζω, -ομαι, παίρνω άλλη κατεύθυνση•

    лыжи -лись на льду τα σκι χώρισαν στον πάγο.

    || πέφτω, σκορπώ. || κουρελιάζω, ξεφτίζω• σχίζομαι•

    рубашка -лась το πουκάμισο έγινε κουρέλια.

    6. εκτείνομαι, πιάνω μέρος,. καταλαβαίνω χώρο.

    Большой русско-греческий словарь > разъехаться

  • 12 выехать

    1. (уехать) αναχωρώ, φεύγω 2. (прибыть куда-л.) φθάνω/φτάνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выехать

  • 13 отойти

    1. (удалиться в сторону) απομακρύνομαι 2. (трансп.) αναχωρώ, ξεκινώ, φεύγω
    поезд отошёл το τρένο έφυγε/αναχώρησε
    3. (отступить) υποχωρώ, φεύγω 4. (отделиться, перестать плотно прилегать к чему-л., выделиться) υποχωρ/ώ
    обои отошли η ταπετσαρία ξεκόλλησε/υποχώρησε
    пятно отошло η κηλίδα/ο λεκές/το σημάδι εξαφανίστηκε

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отойти

  • 14 отшвартовывать

    εξορμώ (το πλοίο)
    -ся αναχωρώ, αποπλέω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отшвартовывать

  • 15 отъехать

    απομακρύνομαι, αναχωρώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отъехать

  • 16 выезжать

    выезжать, выехать αναχω ρώ, φεύγω
    * * *
    = выехать
    αναχωρώ, φεύγω

    Русско-греческий словарь > выезжать

  • 17 в

    в
    (во) предлог с вин. и пред л. п.
    1. (на вопрос «где», «куда») σέ, είς, στον, στήν, στό, ἐν:
    в Москве στή Μόσχα; находиться в доме εἶμαι στό σπίτι; ехать в город πηγαίνω στήν πόλη, ἀναχωρῶ γιά τἡν πόλη; вступить в партию μπαίνω στό κόμμα;
    2. (при обозначении времени) στίς, είς, ἐν:
    в пять часов утра στίς (είς τάς) πέντε τό πρωί; в мае τό Μάη; в прошлом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι (πέρσι); в молодости στά νειατα (μου);
    3. (в течение) σέ, μέσα σέ, ἐντός:
    я сделал это в пять дней τό Εκαμα σέ πέντε μέρες;
    4. (при обозначении расстояния в переводе опускается):
    в двух шагах от до́ма δύο βήματα ἀπ' τό σπίτι; в пяти километрах от Москвы πέντε χιλιόμετρα μακριά ἀπ' τή Μόσχα;
    5. (при указании количественных признаков, размера, веса):
    дом в три этажа σπίτι μέ τρία πατώματα; комната в десять квадратных метров δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων стоимостью в пять рублей ἀξίας πέντε ρουβλίων весом в три килограмма βάρους τριών κιλών (или χιλιόγραμμων); комедия в трех действиях κωμωδία σέ τρεις πράξεις, τρίπρακτη κωμωδία;
    6. (при обозначении перехода в какое-л. состояние или пребывания в нем) σέ, είς:
    превратить в развалины κάνω ἐρείπια, μετατρέπω (или μεταβάλλω) σέ (είς) ἐρείπια; деревья в цвету́ τά δένδρα εἶναι ἀνθισμένα; в расцвете сил στήν ἀκμή (τῶν δυνάμεων); быть в хорошем настроении ἔχω κέφι, εἶμαι κεφάτος, εἶμαι εὐδιάθετος;
    7. (при указании на признак, вид, форму предмета) μέ, σέ:
    произведение в прозе τό ἔργο σέ πεζό, τό πεζό, τό πεζογράφημα; драма в стихах δράμα σέ στίχους, ἐμμετρο δράμα; тетрадь в клетку τετράδιο μέ τετραγωνάκια, τετράδιο τής ἀριθμητικής; в форме (в виде) чего-л., μέ τή μορφή, ἐν είδει; ◊ быть в пальто́ φορώ παλτό, εἶμαι μέ τό παλτό; слово в слово ἐπί λέξει, λέξη προς λέξη, κατά λέξιν в шу́тку στ' ἀστεία, χωρατεύοντας, ἀστειευόμενος; в качестве μέ τήν ἰδιότητα τοῦ, σάν, ἐν εἰδεν в честь προς τιμήν в действительности στήν πραγματικότητα; в оправдание γιά δικαιολογία; в слу́чае σέ περίπτωση, ἐν περιπτώσει; он весь в отца εἶναι ίδιος ὁ πατέρας του; играть в шахматы παίζω σκάκι.

    Русско-новогреческий словарь > в

  • 18 вылетать

    вылетать
    несов, вылететь сов
    1. πετῶ/ ἀναχωρώ μέ τό ἀεροπλάνο, ἀφίπτα-μαι (на самолете)·
    2. (стремительно выходить, выезжать) πετιέμαι ἔξω:
    он пу́лей вылетел из комнаты πετάχτηκε ἔξω ἀπό τό δωμάτιο σάν σίφουνας· ◊ \вылетать из головы ξεχνῶ, λησμονώ ἐντελώς κάτι· вылететь в трубу́ φαλλίρησε, χρεωκόπη-σε· \вылетать из института (с работы) разг μέ διώχνουν ἀπό τή σχολή (από τή δουλειά).

    Русско-новогреческий словарь > вылетать

  • 19 выступать

    выступать
    несов
    1. (выходить вперед) βγαίνω, προχωρώ ἐμπρός, ἐξέρχομαι:
    ·\выступать из берегов πλημμυρίζω, ςεχειλω·
    2. (отправляться) ἀναχωρώ, ξεκινώ/ ἐκστρατεύω (в поход)·
    3. (публично) ἀγορεύω, δημηγορώ/ ἐκτελώ (исполнять):
    \выступать с речью βγάζω λόγο, ἐκφωνώ λόγο· \выступать на сцене βγαίνω (или ἀνεβαίνω) στή σκηνή, παρουσιάζομαι ἀπό σκηνής· \выступать в роли кого-л. παίζω τό ρόλο κάποιου, ὑποδύομαι· \выступать с предложением κάνω πρόταση·
    4. (проступать) Ερχομαι, φαίνομαι (о слезах)/ ἀναφαίνομαι, βγαίνω (о сыпи)/ καλύπτω, σκεπάζω (о плесени)·
    5. (выдаваться) (προ)εξέχω, προεκβάλλω, προέχω·
    6. (идти с важным видом) κορδώ-νομαι.

    Русско-новогреческий словарь > выступать

  • 20 двухчасовой

    двухчасов||ой
    прил δίωρος:
    \двухчасовой перерыв τό δίωρο διάλειμμα· выехать \двухчасовойым поездом ἀναχωρῶ μέ τό τραίνο τῶν δύο.

    Русско-новогреческий словарь > двухчасовой

См. также в других словарях:

  • αναχωρώ — αναχωρώ, αναχώρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναχωρώ — (AM ἀναχωρῶ, έω) απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ μσν. παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα αρχ. μσν. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι 2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να …   Dictionary of Greek

  • αναχωρώ — ησα 1. απομακρύνομαι από κάποιον τόπο, φεύγω: Πότε αναχωρείς για την πατρίδα; 2. ξεκινώ, αφορμώμαι από κάποιο δοσμένο: Αναχωρεί από την αρχή ότι τίποτε δε γίνεται χωρίς αιτία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναχωρῶ — ἀναχωρέω go back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναχωρέω go back pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀναχωρέω go back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναχωρέω go back pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοίτη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τάφος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το γοτθ. (af) leipan «αναχωρώ», το αρχ. άνω γερμ. lidan «αναχωρώ», τα αρχ. νορβηγικά leiδa «οδηγώ, ενταφιάζω» και leiδi «τάφος», ίσως δε και με το αβεστ. raēθ «φεύγω,… …   Dictionary of Greek

  • μεταπατώ — μεταπατῶ (Μ) 1. αναχωρώ εκ νέου, μεταβαίνω σε άλλο μέρος 2. αναχωρώ έφιππος, ιππεύω …   Dictionary of Greek

  • μετοίχομαι — (Α) 1. πηγαίνω να βρω κάποιον ή πηγαίνω να προσκαλέσω ή να πάρω κάποιον μαζί μου 2. επιζητώ ή επιδιώκω κάτι 3. ορμώ, επιτίθεμαι, καταδιώκω 4. διέρχομαι, περνώ 5. φεύγω συνοδευόμενος από κάποιον 6. αναχωρώ από έναν τόπο για να πάω σε άλλον.… …   Dictionary of Greek

  • μισεύω — και μισσεύω και μισεύγω (Μ μισεύω και μισσεύω και μισεύγω) 1. (γενικά) αναχωρώ από έναν τόπο 2. (ειδικά) αποδημώ, εκπατρίζομαι, ξενιτεύομαι («σαν τούς αποχαιρέτησε κι εμίσσευγε», Ερωτόκρ.) 3. εγκαταλείπω κάποιον αβοήθητο 4. απομακρύνομαι, φεύγω,… …   Dictionary of Greek

  • προεξοδεύω — Α αναχωρώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξοδεύω «αναχωρώ, φεύγω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξοδεύω — Α 1. αναχωρώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. συνοδεύω πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξοδεύω «βγαίνω και πορεύομαι, αναχωρώ, φεύγω»] …   Dictionary of Greek

  • υπάπειμι — Α 1. αναχωρώ, αποχωρώ σιγά σιγά ή κρυφά 2. μτφ. υπερβαίνω μια ορισμένη ηλικία («ἐφήβου ἄρτι ὑπαπῄει», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄπειμι (ΙΙ) «απέρχομαι, αναχωρώ, υποχωρώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»