Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βγαίνω

  • 1 βγαίνω

    [вгэно] р. выходить, пускаться в путь,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βγαίνω

  • 2 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 3 выходить

    выходи́ть I
    несов
    1. βγαίνω, ἐξέρχομαι/ κατεβαίνω, κατέρχομαι (из вагона, самолета, экипажа)/ φεύγω (покидать)/ περνώ, μεταβαίνω (в другое помещение):
    \выходить на у́лицу βγαίνω (или κατεβαίνω) στό δρόμο· \выходить в море βγαίνω στό πέλαγος, στ· ἀνοιχτἄ \выходить из порта βγαίνω ἀπ' τό λιμάνί \выходить из окружения воен. διασπώ τήν περικύκλωση, διασπώ τόν κλοιό· \выходить из-за стола σηκώνομαι ἀπό τό τραπέζι·
    2. (появляться) φαίνομαι/ δημοσιεύομαι, ἐκδίδομαι (о книге):
    \выходить на сцену βγαίνω, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι στή σκηνή· \выходить на работу πηγαίνω στήν δουλειά·
    3. (израсходоваться) ξοδεύομαι, καταναλίσκομαι·
    4. (удаваться) καταφέρνω, ἐπιτυγχάνω:
    э́то у меня хорошо́ выходит αὐτό τό καταφέρνω καλά·
    5. (получаться) γίνομαι, βγαίνω:
    из него́ выйдет хороший механик αὐτός θά γίνει (илива βγή) καλός μηχανικός· из э́того куска выходит два платья ἀπό ἕνα κομμάτι ὕφασμα βγαίνουν δύο φορέματά из £того ничего не выходит ἀπ' αὐτό δέν βγαίνει τίποτε·
    6. (из какой-л. среды) προέρχομαι, κατάγομαι·
    7. (выбывать) ἀποχωρώ, βγαίνω, ἐγκαταλείπω:
    \выходить из игры βγαίνω ἀπ· τό παιγνίδι· \выходить из строя (о машине) ἀχρηστεύομαι· \выходить в тираж (об облигации) ἀπο-σβύνομαΓ \выходить в отставку παραιτούμαι, ἀποστρατεύομαι1
    8. (об окне, двери и т. п.) βγαίνω, βγάζω κάπου, βλέπω κἀπου:
    окно выходит во двор тб παράθυρο βλέπει στήν αὐλή· ◊ \выходить замуж παντρεύομαι· \выходить из затруднения βγαίνω ἀπ' τή δυσκολία· \выходить из терпения χάνω τήν ὑπομονή· \выходить из себя γίνομαι ἔξω φρενών, παραφέρομαί \выходить из моды πάβω νά εἶμαι τής μόδας· \выходить из берегов πλημμυρίζω· выходит, что... πάει νά πεῖ πώς...· не выходит из головы δέν βγαίνει ἀπό τό κεφάλι μου (или ἀπό τόν νοῦ μου).
    вы́ходить II
    сов см. выхаживать.

    Русско-новогреческий словарь > выходить

  • 4 выйти

    выйти 1) εξέρχομαι, βγαίνω \выйти на улицу βγαίνω στο δρό μο все вышли? όλοι βγήκαν; 2) (появиться) εκδίδομαι, βγαίνω вышла из печати но вая книга εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο вышел новый фильм βγήκε μια νέα ταινία 3) (удать ся ) πετυχαίνω у меня ничего не вышло δεν το πέτυχα ◇ \выйти замуж παντρεύομαι (για γυναί κα) \выйти из моды βγαίνω από τη μόδα
    * * *
    1) εξέρχομαι, βγαίνω

    вы́йти на у́лицу — βγαίνω στο δρόμο

    все вы́шли? — όλοι βγήκαν

    2) ( появиться) εκδίδομαι, βγαίνω

    вы́шла из печа́ти но́вая кни́га — εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο

    вы́шел но́вый фильм — βγήκε μια νέα ταινία

    3) ( удаться) πετυχαίνω

    у меня́ ничего́ не вы́шло — δεν το πέτυχα

    ••

    вы́йти за́муж — παντρεύομαι (για γυναίκα)

    вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα

    Русско-греческий словарь > выйти

  • 5 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

  • 6 выбывать

    выбывать, выбыть βγαίνω; αναχωρώ (уезжать) αποχωρώ (уходить) \выбывать из строя γίνο μαι ανίκανος για δουλειά \выбывать из игры βγαίνω από το παιχ νίδι
    * * *
    = выбыть
    βγαίνω; αναχωρώ ( уезжать); αποχωρώ ( уходить)

    выбыва́ть из стро́я — γίνομαι ανίκανος για δουλειά

    выбыва́ть из игры́ — βγαίνω από το παιχνίδι

    Русско-греческий словарь > выбывать

  • 7 выбить

    -бью, -бьешь, προστκ. выбей ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω•

    выбить стекло σπάζω το τζάμι•

    выбить дверь σπάζω την πόρτα•

    выбить зуб σπάζω το δόντι.

    || εκβάλλω, βγάζω, εκδιώκω•

    выбить врага из окопов βγάζω τον εχθρό από τα χαρακώματα.

    2. ξεσκονίζω χτυπώντας•

    выбить ковер ξεσκονίζω το χαλί με χτυπήματα.

    3. καταστρέφω, χαλνώ•

    рожь -та градом η βρίζα χάλασε από το χαλάζι,

    4. βαθουλώνω, κάνω λακκούβα χτυπώντας• κόβω, βγάζω ανάγλυφο (κέρματα, μετάλλια κ.τ.τ.).
    5. πλατύνω, εκλεπτύνω σφυρηλατώντας,
    εκφρ.
    выбить дорогу – ανοίγω δρόμο (με τη συχνή διάβαση οχημάτων).
    1. διεξέρχομαι,βγαίνω διασχίζοντας, διασχίζω. || απαλλάσσομαι•

    выбить из нищеты βγαίνω από τη φτώχεια•

    выбить из долгов ξεχρεώνομαι.

    2. βγαίνω, εξέρχομαι στην επιφάνεια, αναφαίνομαι (για νερό, φωτιά, φύτρες κ.τ.τ.).
    εξέχω•

    волосы -лись из-под шляпы τα μαλλιά βγήκαν κάτω από το καπέλλο.

    εκφρ.
    выбить в люди – βγαίνω στην κοινωνία (αποκτώ κοινωνική πείρα). выбить на дорогу ευδοκιώ, προκόβω στην κοινωνία•
    выбить из графика ή расписания – παραβιάζω το δρομολόγιο•
    выбить из сил – αποκάμνω, κατεξαντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > выбить

  • 8 вылезти

    κ. вылезть, -езу, -езешь, παρλθ. χρ. вылез, -ла, -ло, προστκ. вылези, κ. вылезь, ρ.σ.
    1. βγαίνω με δυσκολία ή έρποντας, σκαρφαλώνοντας•

    вылезти из ямы σκαρφαλώνοντας βγαίνω από το λάκκο•

    вылезти из автобуса με δυσκολία βγαίνω από το λεωφορείο (λόγω συνωστισμού).

    || μτφ. απαλλάσομαι, γλυτώνω, λυτρώνομαι•

    из нуады βγαίνω από τη φτώχεια (ένδεια).

    2. εξέχω, προεξέχω, φαίνομαι, προβάλλω.
    3. μαδώ, μαδίζομαι, πέφτω•

    после тифа -ли волосы μετά από τον τύφο έπεσαν τα μαλλιά.

    Большой русско-греческий словарь > вылезти

  • 9 сниматься

    1. (отделяться, открепляться, соскакивать) βγαίνω, αποσπώ
    - с учета διαγράφομαι, ξεγράφομαι
    2. (освобождаясь от чего-л. задерживающего, приобретать возможность двигаться) αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι
    απαγκιστρώνομαι
    - с якоря мор. αποπλέω, απαίρω
    3. (покидать какое-л. место, отправляясь в путь) αφήνω, εγκαταλείπω 4. (принимать участие в киносъёмке) παίζω/βγαίνω (στην ταινία) 5. (фотографироваться) φωτογραφίζομαι, βγαίνω σε φωτογραφία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сниматься

  • 10 всплывать

    всплывать
    несов, всплыть сов
    1. βγαίνω στήν ἐπιφάνεια, ἀναδύομαι, ἐπιπλέω·
    2. перен (обнаруживаться) ἀποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, βγαίνω στό φῶς, βγαίνω στά φόρα.

    Русско-новогреческий словарь > всплывать

  • 11 вылезать

    вылезать
    несов, вылезть сов·
    1. βγαίνω, βγαίνω ἔξω, ἐξέρχομαι/ βγαίνω σερνόμενος (ползком)·
    2. (о волосах и т. п.) πέφτω/ μαδῶ (όψετ.) (о мехе)/ ξεφτίζω (άμ£Τ.) (о шерсти).

    Русско-новогреческий словарь > вылезать

  • 12 выступать

    выступать
    несов
    1. (выходить вперед) βγαίνω, προχωρώ ἐμπρός, ἐξέρχομαι:
    ·\выступать из берегов πλημμυρίζω, ςεχειλω·
    2. (отправляться) ἀναχωρώ, ξεκινώ/ ἐκστρατεύω (в поход)·
    3. (публично) ἀγορεύω, δημηγορώ/ ἐκτελώ (исполнять):
    \выступать с речью βγάζω λόγο, ἐκφωνώ λόγο· \выступать на сцене βγαίνω (или ἀνεβαίνω) στή σκηνή, παρουσιάζομαι ἀπό σκηνής· \выступать в роли кого-л. παίζω τό ρόλο κάποιου, ὑποδύομαι· \выступать с предложением κάνω πρόταση·
    4. (проступать) Ερχομαι, φαίνομαι (о слезах)/ ἀναφαίνομαι, βγαίνω (о сыпи)/ καλύπτω, σκεπάζω (о плесени)·
    5. (выдаваться) (προ)εξέχω, προεκβάλλω, προέχω·
    6. (идти с важным видом) κορδώ-νομαι.

    Русско-новогреческий словарь > выступать

  • 13 выбрать

    -беру, -берешь ρ.σ.μ.
    1. εκλέγω, επιλέγω, διαλέγω• ξεδιαλέγω, καθαρίζω•

    выбрать сор из семян καθαρίζω το σπόρο•

    выбрать цитаты из классиков βγάζω περικοπές από τους κλασσικούς•

    выбрать профессию εκλέγω επάγγελμα. выбрать себе модное платье διαλέγω για τον εαυτό μου φόρεμα μόδας.

    2. εκλέγω με ψηφοφορία•

    выбрать президиум εκλέγω προεδρείο.

    3. βγάζω, εξάγω• τραβώ, σύρω προς τα ε’ζω•

    выбрать все из сундука βγάζω όλα τα πράγματα από το σεντούκι" выбрать сеть τραβώ το δίχτυ.

    || εξαντλώ, καταναλώνω•

    выбрать все запасы εξαντλώ όλα τα αποθέματα.

    4. βρίσκω, εξοικονομώ (για χρόνο)•

    не могу выбрать свободного часа δε μπορώ να βρω μια ώρα ελεύθερη.

    5. λαβαίνω, παίρνω•

    выбрать патент παίρνω πατέντα,

    απλ. βγάζω (ύστερα από συνδυασμούς, υπολογισμούς)" выбрать из остатков материала платье βγάζω (κόβω), από περισσεύματα (κομμάτια) υφασμάτων, ένδυμα.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι με δυσκολία, ανάμεσα απο•

    выбрать из болота βγαίνω μέ δυσκολία από το βάλτο.

    || απαλλάσσομαι•

    выбрать из долгов βγαίνω από τα χρέη.

    2. μετοικώ, μετακομίζομαι, αλλάζω κατοικία.
    3. βλ. выбрать (4 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбрать

  • 14 вылететь

    -лечу, -летишь ρ.σ.
    1. πετώ έξω•

    птица -ла из гнезда το πουλί πέταξε από τη φωλιά.

    || φεύγω πετώντας, αφίπταμαι. || πετάγομαι, πετιέμαι•

    пробка -ла с выстрелом το βούλωμα εκπυρσοκρότησε.

    || βγαίνω έξω γρήγορα•

    в испуге он -ел из кабинета καταφοβισμένος πετάχτηκε έξω από το γραφείο•

    машина опрокинулась и я -ел вон το αυτοκίνητο ανατράπηκε κι εγω πετάχτηκα έξω.

    2. εμφανίζομαι ξαφνικά, βγαίνω με ταχύτητα.
    3. μτφ. απολύομαι, διώχνομαι, πετιέμαι•

    вылететь из института διώχνομαι από το ινστιτούτο•

    вылететь из службы απολύομαι από την υπηρεσία;

    εκφρ.
    вылететь из головы, из памяти – ξεχνώ, δε θυμάμαι, μου διαφεύγει•
    вылететь в трубу – χρεοκοπώ, φαλίρω•
    вылететь пулей, стрелой – βγαίνω σαν σφαίρα, σαν βέλος, με αστραπιαία ταχύτητα.

    Большой русско-греческий словарь > вылететь

  • 15 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 16 вон

    I вон II (прочь) έξω! выгнать \вон πετώ έξω; выйти \вон βγαίνω έξω \вон! φύγε! II вон Ι (вот) να, ιδού
    * * *
    I
    ( вот) να, ιδού
    II
    ( прочь) έξω!

    вы́гнать вон — πετώ έξω

    вы́йти вон — βγαίνω έξω

    Русско-греческий словарь > вон

  • 17 выглядывать

    выглядывать, выглянуть 1) παρατηρώ, κοιτάζω ( έξω) 2) (показаться) βγαίνω, προβάλλω \выглядыватьиз окна προβάλλω απ' το παράθυρο солнце выглянуло из-за туч о ήλιος βγήκε από τα σύννεφα
    * * *
    = выглянуть
    1) παρατηρώ, κοιτάζω (έξω)
    2) ( показаться) βγαίνω, προβάλλω

    выгля́дывать из окна́ — προβάλλω απ’το παράθυρο

    со́лнце вы́глянуло из-за туч — ο ήλιος βγήκε από τα σύννεφα

    Русско-греческий словарь > выглядывать

  • 18 затруднение

    затруднение с η δυσκολία το εμπόδιο (помеха) выйти из \затруднениея βγαίνω από δύσκολη θέση, ξεμπλέκω
    * * *
    с
    η δυσκολία; το εμπόδιο ( помеха)

    вы́йти из затрудне́ния — βγαίνω από δύσκολη θέση, ξεμπλέκω

    Русско-греческий словарь > затруднение

  • 19 мода

    мода ж η μόδα· быть в \модае είμαι της μόδας· войти в \модау μπαίνω στη μόδα' выйти из \модаы βγαίνω από τη μόδα· демонстрация мод η επίδειξη μόδας" журнал мод το φιγουρίνι
    * * *
    ж
    η μόδα

    быть в мо́де — είμαι της μόδας

    войти́ в мо́ду — μπαίνω στη μόδα

    вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα

    демонстра́ция мод — η επίδειξη μόδας

    журна́л мод — το φιγουρίνι

    Русско-греческий словарь > мода

  • 20 навстречу

    навстречу σε προϋπάντηση* выйти \навстречу βγαίνω σε προϋπάντηση пойти \навстречу кому-л. а) πηγαίνω να προϋπαντήσω κάποιον* б) перен. Έρχομαι να βοηθήσω κάποιον
    * * *

    вы́йти навстре́чу — βγαίνω σε προϋπάντηση

    пойти́ навстре́чу кому́-л. — а)πηγαίνω να προϋπαντήσω κάποιον б) перен. έρχομαι να βοηθήσω κάποιον

    Русско-греческий словарь > навстречу

См. также в других словарях:

  • βγαίνω — βγαίνω, βγήκα, βγαλμένος βλ. πίν. 109 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… …   Dictionary of Greek

  • βγαίνω — βγήκα, βγαλμένος 1. αφαιρούμαι, αποσύρομαι: Βγήκε το τακούνι μου. 2. ανατέλλω, εμφανίζομαι, αναδύομαι: Ξημέρωσε, σε λίγο θα βγει ο ήλιος. 3. δημοσιεύομαι, εκδίδομαι: Οι πρωινές εφημερίδες άργησαν να βγουν σήμερα. 4. αναδεικνύομαι, εκλέγομαι: Δε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έβγω — βγαίνω …   Dictionary of Greek

  • ξεπροβάλλω — βγαίνω σιγά σιγά, κάνω την εμφάνιση μου, προβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ προβάλλω «εκδιώκω, αποβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • εκφοιτώ — ἐκφοιτῶ ( άω), ιων. τ. ἐκφοιτέω (Α) 1. βγαίνω συνεχώς, συνηθίζω να βγαίνω έξω 2. γεν. βγαίνω έξω, εξέρχομαι 3. τελειώνω τις σπουδές μου, αποφοιτώ 4. (για πράγμ.) κοινολογούμαι, διαδίδομαι 5. καταντώ, καταλήγω …   Dictionary of Greek

  • εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

  • παρεκβαίνω — ΝΑ, κρητ. τ. παρεσβαίνω Α [εκβαίνω] 1. βγαίνω έξω από κάτι, απομακρύνομαι 2. συνεκδ. παρεκτρέπομαι, βγαίνω από τον δρόμο μου, παρεκκλίνω, αποκλίνω, λοξοδρομώ 3. (για ρήτορες ή συγγραφείς) βγαίνω από το κυρίως θέμα τής ομιλίας ή τού συγγράμματος,… …   Dictionary of Greek

  • προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»