Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ανίκανος

  • 1 ανικανος

        2
        недостаточный или неспособный Babr.

    Древнегреческо-русский словарь > ανικανος

  • 2 ανίκανος

    η, ο [ος, ον ]
    1) неспособный; неумелый; бездарный; 2) нетрудоспособный; 3) негодный, непригодный (о призывниках, священнослужителях); 4) мед. импотентный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανίκανος

  • 3 ανίκανος

    [аниканос] εκ. неспособный.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανίκανος

  • 4 ανίκανος

    [аниканос] επ неспособный.

    Эллино-русский словарь > ανίκανος

  • 5 διόλου

    επίρρ. ничуть, нисколько, ни капельки, совсем не;
    πείνασες;

    - διόλου! — ты проголодался?—Нисколько!;

    δεν εργάζεται διόλου — он совсем не работает;

    όλως διόλου — совсем, совершенно;

    είναι όλως διόλου ανίκανος — он совершенно бездарен

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διόλου

  • 6 κλασσικός

    η, ό[ν] 1.
    1) классический, античный;

    κλασσικά συγγράμματα — труды античных писателей; — классическая, античная литература;

    κλασσική εποχή — античный период;

    2) классический (об образовании);
    3) классический, являющийся классикой; 4) ирон. классический, типичный;

    κλασσικός ανίκανος — совершенно неспособный;

    κλασσικός ψεύτης — классический враль, непревзойдённый лжец;

    2. (ο) классик;

    ο κλασσικός συγγραφεύς — писатель-классик

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κλασσικός

  • 7 στέκω

    (αόρ. (ε)στάθηκα) αμετ.
    1) стоять;

    στέκω στα νύχια ( — или στίς μύτες) των ποδιών — стоять на цыпочках;

    2) идти (быть к лицу);

    σού στέκει ωραία το φόρεμα — тебе очень идёт это платье;

    3) απρόσ. подобает, идёт;

    δεν στέκει να... — не подобает, неприлично...;

    δεν στέκει σε σένα να τρέχεις στίς ταβέρνες — тебе не к лицу бегать по тавернам;

    § στέκω στην εξουσία — стоять у власти, править страной;

    στέκω αλά κάπα ( — или κάπα γάμπια) — или στέκ τραβέρσο мор. — лежать в дрейфе;

    στέκω στα κουπιά мор. — сушить вёсла;

    δεν στέκει καλά — а) он чувствует себя неважно, ему нездоровится; — б) дела у него идут неважно (о торговце);

    στέκομαι

    1) — стоять;

    μόλις στέκομαι στα πόδια — еле держаться на ногах;

    στάσου! постой!, подожди!;
    2) стоять без движения, не работать; останавливаться (о механизме и т. п.); στάθηκε το ρολόγι часы стали;

    τό τραίνο στέκεται πέντε λεπτά — поезд стоит пять минут;

    στέκομαι χωρίς δουλειά — а) быть безработным; — б) простаивать;

    3) оставаться, быть, находиться;
    όπου σταθώ κι' όπου βρεθώ где бы я ни был; 4) стоять (о здании); 5) поддерживать, помогать, выручать; του στάθηκα σ' όλες τίς δύσκολες περιστάσεις я помог ему в трудных обстоятельствах; 6) перен. оказываться, показывать, проявлять себя; στάθηκε ανίκανος он оказался неспособным; στάθηκε άνδρας он пока- зал себя мужчиной; 7) отдаваться (о женщине); του στάθηκε με το πρώτο она отдалась ему сразу; 8) находиться в состоянии течки (о животных); 9) случаться, происходить; στάθηκε ενα σπουδαίο περιστατικό произошло важное событие; 10) останавливаться, прекращаться (об истечении жидкости); στάθηκε η μύτη μου με τον πάγο лёд остановил кровотечение из носа;

    § στέκομαι εμπόδιο — препятствовать, быть помехой;

    στάθηκα τυχερός мне повезло;
    στάθηκε ο νούς μου я растерялся; στάθηκε η αιτία (это) явилось причиной; στάθηκε αδύνατο нельзя было, оказалось невозможным; στάσου να δείς! я тебе покажу! (угроза)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στέκω

  • 8 φαίνομαι

    (αόρ. φάνηκα)
    1) быть видным, виднеться; 2) появляться, показываться; έχει καιρό να φανεί από δώ он давно не появлялся здесь; 3) проявляться, выявляться, обнаруживаться (о намерениях; о недостатках); φάνηκε καλός (κακός, ανίκανος) он оказался хорошим (плохим, неспособным); φάνηκε ότι... оказалось, что...; 4) казаться, выглядеть;

    φαίνομαι νεώτερος παρ' ότι είμαι — выглядеть моложе своих лет;

    φαίνεται εΰκολο (δίκαιο)... — кажется лёгким (справедливым)...;

    5) казаться, представляться (кому-л.);

    μου φαίνεται ότι... — мне кажется, что...;

    έτσι σού φαίνεται — тебе так кажется;

    πώς σού φαίνεται; — как ты думаешь?, что ты (на это) скажешь?;

    πώς σού φάνηκε; каково твоё впечатление?, как тебе показалось?;

    δεν μού φαίνεται — не думаю;

    όπως σού φανεί как тебе будет угодно;
    λέγω ό, τι μού φανεί говорить всё, что взбредёт в голову; 6) απρόσ. видимо, видно, кажется; по всей вероятности;

    φαίνεται, ότι (πώς) θα βρέξει — кажется, будет дождь;

    ως (δπως, καθώς) φαίνεται — по-видимому, видимо, вероятно; — судя по всему

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φαίνομαι

См. также в других словарях:

  • ἀνίκανος — insufficient masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανίκανος — η, ο (Α ἀνίκανος, ον) 1. αυτός που δεν έχει την ικανότητα να κάνει ή να πει κάτι 2. αδέξιος, ανεπαρκής νεοελλ. 1. ο μη ικανός για στρατιωτική υπηρεσία, ιερατικό λειτούργημα ή εργασία εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας 2. αυτός που πάσχει… …   Dictionary of Greek

  • ανίκανος — η, ο αυτός που δεν έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να πράξει κάτι: Φάνηκε ανίκανος να συμμαζέψει την κόρη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνικάνως — ἀνίκανος insufficient adverbial ἀνίκανος insufficient masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίκανον — ἀνίκανος insufficient masc/fem acc sg ἀνίκανος insufficient neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνικάνους — ἀνίκανος insufficient masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνικάνων — ἀνίκανος insufficient masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίκανοι — ἀνίκανος insufficient masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

  • αδυνατώ — (Α ἀδυνατῶ, έω) [ἀδύνατος] βρίσκομαι σε αδυναμία να κάνω κάτι, είμαι ανίκανος νεοελλ. αδυνατίζω αρχ. 1. (για πρόσωπα) είμαι αδύναμος, ανίσχυρος, ανίκανος 2. (για πράγματα) είμαι ακατόρθωτος, απραγματοποίητος …   Dictionary of Greek

  • αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»