-
1 ἕπομαι
Aεἱπόμην Il.4.274
, al., Hdt.1.45, Th.3.10, etc., [dialect] Ep. alsoἑπόμην Od.2.413
, al.: [tense] fut.ἕψομαι Il.10.108
, etc.: [tense] aor. 2ἑσπόμην 12.398
, al., in moods without [pref] ἑ- (v. infr.), imper.σπεῖο 10.285
,συνεπί-σπεο Lyr.Alex.Adesp.20
, inf.σπέσθαι Il.5.423
, Od.22.324, part.σπόμενος Call.Hec.1.4.7
; in Prose in compds.,ἐπισπέσθαι Pl.Phdr. 248c
,ἐπι-σπόμενος Th.3.43
, etc. (Cf. Skt. sacate 'accompany', 'follow', Lat. sequor, Lith. sèkti'follow'; ἑσπόμην ( Ἀρίσταρχος δασύνει Sch.Il.10.246) fr. ἐ-σπ-όμην, ἐ- (augm.) becoming ἑ- under the influence of ἕπομαι : ἑσπ- does not certainly occur in the moods in Hom.; when found (usu. with v.l. σπ-), it is preceded by an elided vowel, so that σπ- can be read (cf. Ptol.Asc. ap. Sch.Il.l.c.) ; Pi.O.8.11, 9.83, 10(11).78, I.5(4).36 are indecisive ( ἑσπ- only cj. in P.10.17, I.6(5).17); but ἑσποίμην occurs A.R.3.35,ἑσπόμενος 1.103
, 470, 3.615, 4.434, Mosch.2.147, [tense] pres. indic.ἕσπεται A.R.4.1607
, D.P.436, 1140, v.l. for ἔρχεται in Od.4.826 : [tense] pres. part.ἐφεσπόμενος Maiist.46
: Skt. has a redupl. [tense] pres. stem saśc(a)-):— to be or come after, follow,I of Persons, whether after or in company with, abs.,ὁ μὲν ἦρχ', ὁ δ' ἅμ' ἕσπετο Il.11.472
;ἡγήσατο, τοὶ δ' ἅμ' ἕποντο Od.2.413
:—Constr.: c. dat.,υἱέϊ σῷ Il.3.174
, cf. 9.428, 10.108, etc.: c. acc., Pi.N.10.37 (s.v.l.), Luc.Asin.51 ;ἕ. ἅμα τινί Il.2.534
, etc.;σοὶ γὰρ ἑψόμεσθ' ἅμα S.El. 253
; with ἅμα doubled,οἵ τοι ἅμ' αὐτῷ Ἴλιον εἰς ἅμ' ἕποντο Od.11.372
, cf. 15.541 ; abs., v. infr. 11.2 ; less freq. ἐπ'. τινος Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f (v. infr. 11.1); , X.Cyr.5.2.1, etc.; ἐπὶ βασιλέα against the king, Id.An.1.4.14;μετά τινι Il.18.234
;μετά τινα 13.492
;μετά τινος Ar.Pl. 823
;σύν τινι Od.7.304
, etc.;ὄπισθε Hdt.1.45
, etc.2 follow, as attendants,οὐκ οἴη, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι δὔ ἕποντο Od.1.331
, cf. 8.46, etc.; also, escort, attend, by way of honour,θεοὶ δ' ἅμα πάντες ἕποντο Il.1.424
;νέῳ ὧδε θεοὶ πομπῆες ἕπονται Od.3.376
.3 in hostile sense, pursue, Il.11.154, etc.; ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτὸν ἕποντο they pressed upon him, ib. 474 (never in Od.);οἱ πελτασταὶ εἵποντο διώκοντες X.An.5.4.24
.4 keep pace with, , cf. Od.6.319: metaph. of a man's limbs or strength, γούναθ' ἕποιτο, δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται, they do his bidding, Il.4.314, Od.20.237 ;ἕπεσθαι τοῖς καιροῖς τοῦ πολέμου Plu.Pomp.17
.5 follow the motions of another, ὁ δ' ἑσπόμενος (better δὲ σπ.) πέσε δουρί, of one from whose body a spear is drawn, Il.12.395 ; τρυφάλεια ἅμ' ἕσπετο χειρί the helm went with his hand, i. e. came off in his hand, 3.376 ; [ἔπαλξις] ἕσπετο, i.e. the battlement came down, 12.398.7 follow, obey,νόμῳ Hdt.5.18
, Th.2.35;τῷ ξυνῷ Heraclit.2
;μηνυτῆρος φραδαῖς A.Eu. 245
: abs., Id.Ag. 1053, Hdt.0.16; accept an invitation, X.Smp.1.7 ; ἕ. κακοῖς submit to them, S.Tr. 1074.8 simply, come near, approach, in imper., ἕπεο προτέρω come on nearer, Il.18.387, Od.5.91.9 follow up, esp. in mind, understand, ἆρ' ἕπομαί σου τῷ λόγῳ; Pl.Prt. 319a ;οὐχ ἕσπου τοῖς λεχθεῖσιν Id.Plt. 280b
;οὐχ ἕπομαι τοῖς λεγομένοις Id.Euthphr. 12a
.11 impers., ἕπεται διελθεῖν it follows to.., Arist.EN 1111b5.12 ἑπόμενα, τά, opp. προηγούμενα, backward points, i.e. those lying on the opposite side of the radius vector of a spiral from the direction of its motion, Archim.Spir.11 Def.6.b Astron., positions following in the daily movement of the heavens, eastward positions, Hipparch.1.11.5, etc.II of Things, as of bridal presents, ὅσσα ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι go with her from the parent's house, Od.1.278, 2.197 (v. supr. 4 and 5).2 of honour, glory, etc.,τούτῳ.. κῦδος ἅμ' ἕψεται Il.4.415
; so ἄτη, τιμὴ ἕπεταί τινι, 9.512, 513,ἕπεται παλαιὸς ὄλβος Pi.P.5.55
;πειθὼ δ' ἕποιτο καὶ τύχη A.Supp. 523
, etc.; ἦ οὐ γιγνώσκεις ὅ τοι ἐκ Διὸς οὐχ ἕπετ' ἀλκή; that no defence attendeth thee from Zeus, Il.8.140, cf. Pi.N.11.43, A.Ag. 854.3 follow upon (i.e. result from),τῇ ἀχαριστίᾳ ἡ ἀναισχυντία ἕ. X.Cyr. 1.2.7
, etc.; τὰ ἑπόμενα τῆς τοιαύτης κατακοσμήσεως its consequences, Pl.Plt. 271e, cf. R. 504b; ἑπόμενος, opp. προηγούμενος, consequent (opp. antecedent), Dam.Pr. 115 ; τὰ ἑ. [μεγέθη] the consequents in a proportion, opp. ἡγούμενα, Euc.5Def.11, etc.4 follow suit, agree with,ἕπεται ὁ λόγος..Κάδμοιο κούραις Pi.O.2.22
; ἕπεται ἐν ἑκάστῳ μέτρον ib.13.47 ; ἑπόμενα σωφροσύνῃ things agreeing with.., Pl.Lg. 632c ; ἔργα -όμενα τῇ γραφῇ ib. 934c; τὰ τούτοις ἑ. the like to these, Id.R. 406d ; ἀναγκαῖα καὶ ἑ. ἀλλήλοις interdependent, ib. 486e ; ; of Nymphs, οὔτε θνητοῖς οὔτ' ἀθανάτοισιν ἕπονται they belong to.., h.Ven.259. -
2 ἕπομαι
ἕπομαι (ἕπομαι, -εται, -ονται; ἕπηται; ἕποιτο; ἑπέσθω; ἑπόμενοι: fut. ἕψεται, -ονται: impf. ἕπετο: aor. ἕσπετο; coni. ἑσπέσθαι; ἑσπόμενοι, σπομέναν.)1 followa of people, c. dat.καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.39
καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον· ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον, ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον, καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.36
τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ Παρθ. 2.. Νηρεὺς δ' ὁ γέρων ἕπετα[ι (supp. Lobel) Pae. 15.4b of things, c. dat. “πεύθομαι δ' αὐτὰν κατακλυσθεῖσαν ἐκ δούρατος ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ ἑσπέρας ὑγρῷ πελάγει σπομέναν” (the clod went with the spray by which it was washed into the sea, Gildersleeve) P. 4.40 met., ὅλβος ἅμ' ἕσπετο sc.Ἰαμίδαις O. 6.72
μέγα τοι κλέος αἰεί, ᾧτινι σὸν γέρας ἕσπετ' ἀγλαόν ( ἕσπητ v. l.) O. 8.11 τόλμα δε καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις ἕσποιτο ( ἕποιτο v. l.) O. 9.83μακρότεραι Τερψίᾳ θ' ἕψοντ Ἐριτίμῳ τ ἀοιδαί O. 13.42
καιρὸν εἰ φθέγξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων (sc. σοι) P. 1.82 οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ' αἰεὶ βροτῷ (Heindorf: βροτῶν codd.) P. 2.75τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται P. 3.84
πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106 ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων (sc. σοι) P. 5.55 ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις ἀγάνορα πλοῦτον ἀνθεῖν σφίσιν ( ἕσποιτο coni. Mosch.) P. 10.17μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4
ἕσπετο δ' αἰενάου πλούτου νέφος ( ἕπετο v. l.) fr. 119. 4.cI heed, obey ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω̆ ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς (Pauw: σπέσθαι codd.) I. 6.17 σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ fr. 131. b. 1.II accord, be in keeping with ἕπεται δὲ λόγος εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις (ἐπ' αὐτῶν ἁρμόζει. Σ.) O. 2.22 ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν” N. 3.29 “ θυμὸς δ' ἑπέσθω” (sc. καθάπερ καὶ τὸ σῶμα. Σ.) I. 6.49III be attendant, beἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον O. 13.47
ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.28
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43
IV follow, traceἀρχαῖς δὲ προτέραις ἑπόμενοι καί νυν κελαδησόμεθα O. 10.78
V dub., follow c. acc. ἕπεται δέ, Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ ( κατά subaudit Σ: ἐπέβα coni. Wil.: πολυγνώτῳ γένει Er. Schmid: ἐφέπει Bury) N. 10.37VI fragg. ἕπομ[αι (supp. Snell) fr. 215. 13. μελιρρόθων δ' ἕπεται πλόκαμοι fr. 246a. -
3 έπομαι
-
4 ἕπομαι
-
5 ἕπομαι
Grammatical information: v.Meaning: `follow, accompany'.Other forms: Ipf. εἱπόμην, fut. ἕψομαι, aor. ἑσπόμην, inf. σπέσθαι (Il.); ἑσπ-έσθαι, - όμενος, - οίμην certain only since A. R., who also has as innovation the present ἕσπεται;Dialectal forms: Myc. eqeta \/hekʷetās\/, eqesijo \/ hekʷesios\/, s. Gérard-Rousseau, Les mentions rlig. 91-94.Derivatives: ἑπέτᾱς `who accompanies' (Pi.), = myk. e-qe-ta; - τις f. (A. R.); further ἀοσσέω, ὀπάων, ὀπάζω, s. v.; cf. ὀπηδός.Etymology: Identical with Skt. sácate, Av. hačaitē (= ἕπεται, IE *sekʷ-̯etai); further Lat. sequor = OIr. sechur, Lith. sekù, sèkti `follow'; doubtful is the Germ. word for `to see', Goth. saíƕan etc. - The aorist ἑσπόμην stands (with secondary aspiration after ἕπομαι like εἱπόμην) for *ἐ-σπ-; the form ἑσπέσθαι, certain only in hellen. times, is secondary. Debrunner Μνήμης χάριν 1, 81ff. - W.-Hofmann s. sequor.Page in Frisk: 1,544-545Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἕπομαι
-
6 ἕπομαι
-
7 επομαι
(impf. εἱπόμην, fut. ἕψομαι; aor. 2 ἑσπόμην imper. σποῦ, inf. σπέσθαι; pf. неупотреб.)1) (за или с кем и чем-л.) следовать, идти(ὄπισθεν Her.)
ἕ. ἅμα τινί Hom., Trag., Plat., ἐπί τινος Hom., μετά τινος Thuc., Plat., μετά τινι Hom., σύν τινι Hom., Soph., Xen. и ἐπί τινι Eur., Xen.; — идти с кем-л., сопровождать кого-л., сопутствовать кому-л.;κεινέ τρυφάλεια ἕσπετο χειρί Hom. — пустой шлем (Париса) последовал за рукой (т.е. остался в руке) Менелая;ὅ δ΄ ἑσπόμενος πέσε δουρί Hom. — тот (Сарпедон) упал, потянувшись за копьем;ἕπεο προτέρω Hom. — подойди поближе;οἱ ἑπόμενοι Xen. — спутники, свита2) следовать вровень, поспевать, не отставать(ἵπποις Hom.; ἕ. τῷ στίβῳ τῶν ἵππων Xen.)
3) следовать, подчиняться, повиноваться(τῷ νόμῳ Her.; φαύλοις πάθεσιν Arst.; τοῖς καιροῖς Plut.)
ἕ. κακοῖς Soph. — покориться несчастьям4) следовать мыслью, следить, понимать(λόγῳ, τοῖς λεγομένοις Plat.)
5) следовать, надлежать6) соответствовать, подобатьἕ. πάσῃ τῇ πολιτείᾳ Plat. — соответствовать всему государственному строю;
τὰ τούτοις ἑπόμενα Plat. — то, что с этим связано;ἀναγκαῖα καὴ ἑπόμενα ἀλλήλοις Plat. — (обстоятельства) необходимые и взаимно сопряженные;οὔτε θνητοῖς οὐτ΄ ἀθανάτοισιν ἕπονται HH. — (нимфы) не относятся ни к смертным, ни к бессмертным7) следовать (во времени)οἱ ἑπόμενοι Plat. — будущие поколения, потомки;
ἐν τοῖς ἑπομένοις ἔσται δῆλον Arst. — это выяснится в дальнейшем8) следовать (из чего-л.), вытекать, быть последствиемτὰ ἑπόμενα τῆς τοιαύτης κατακοσμήσεω;
Plat. — то, что вытекало из такого порядка вещей;τοῖς εἰρημένοις ἑπόμενον Arst. — следствие (вывод) из сказанного9) преследовать, гнать (перед собой)(διὰ πεδίοιο Hom.)
θηρίοις ἕ. Xen. — охотиться за дикими животными -
8 ἕπομαι
ἕπομαι ['следовать'] 1. сопровождать; 2. повиноваться (ср. лат. sequor) aor. ἐσπόμην impf. εἱπόμην -
9 ἕπομαι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἕπομαι
-
10 έπομαι
(тк ενεστ. и παρατ είπόμην)1) следовать, идти вслед за...; έπεται συνέχεια продолжение следует; 2) απρόσ. следует, вытекает; выходит; εκ τούτου έπεται отсюда следует...; ως έπεται а) итак, следовательно; б) следующим образом; § ενός κάκου δοθέντος μύρια επονται пришла беда — отворяй ворота -
11 ἕπομαι
-
12 ἕπομαι
V 0-0-0-0-1=1 3 Mc 2,26to follow, to obey [τινι] (→διἕπομαι, συνἕπομαι,,) -
13 παρ-έπομαι
παρ-έπομαι (s. ἕπομαι), nebenbei folgen, womit verbunden sein, τινί, Plat. Soph. 266 b Legg. II, 667 b; Arist. H. A. 6, 18; τὰ παρεπόμενα τῷ πολέμῳ κακά, Pol. 4, 45, 6 u. öfter, u. Sp.
-
14 συμ-παρ-έπομαι
συμ-παρ-έπομαι (s. ἕπομαι), dep. med., mit daneben gehen, folgen; ὅσοις συμπαρέπεταί τις χάρις, Plat. Legg. II, 667 b, hinzukommen; von Belohnungen, Xen. Cyr. 2, 1, 23 u. Sp., wie D. Cass. 61, 3.
-
15 συν-εφ-έπομαι
συν-εφ-έπομαι (s. ἕπομαι), = συνεπακολουϑέω, mit od. zugleich folgen, begleiten; Her. 5, 47. 9, 102; ξυνεφέσπετο δὲ ἐλευϑερία, Plat. Legg. III, 701 a; auch ξυνεπισπώμεϑα τῷ λόγῳ, Soph. 254 c; τούτῳ τῷ μύϑῳ ὁ ξυνεπισπόμενος εὖ εἴσεται, Ep. VII, 344 d; Xen. Cyr. 6, 4, 10 u. öfter, u. Folgde.
-
16 ἐπι-έπομαι
ἐπι-έπομαι (s. ἕπομαι), nachfolgen, Ap. Rh. 2, 18.
-
17 συν-έπομαι
συν-έπομαι (s. ἕπω), mit od. zugleich folgen; ποίμναις, Soph. O. R. 1125; u. übertr., 1523; ἐμοὶ ξυνέσπετο, Aesch. Ag. 929; ἄντυγι ξυνείπετο, Eur. Hipp. 1231; in Prosa: Her. 5, 47. 8, 103; Thuc. 3, 38 u. öfter; καὶ ὅσα τούτοις ἄλλα πάϑη ξυνέπεται, Plat. Tim. 52, d, u. öfter; fut., Legg. IV, 721 c; ὅτῳ ἂν καλόν τι ξυνέσπηται, ib. 706 a, wie Xen.; auch übrtr., geistig folgen können, begreifen, verstehen, τῷ λόγῳ, Plat. Legg. III, 695 c; das partic. auch c. gen., ὁπόσα τούτων ξυνεπόμενα εἴπομεν, die Folgen, Legg. X, 899 c.
-
18 δι-έπομαι
-
19 σπέ
ἕπομαιaor imperat act 2nd sgἕπομαιaor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
20 σπέσθε
ἕπομαιaor imperat mid 2nd plἕπομαιaor ind mid 2nd pl (homeric ionic)
См. также в других словарях:
έπομαι — → δες έπεται … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἕπομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek
έπομαι — 1. έρχομαι κατόπι, ακολουθώ. 2. στο γ πρόσωπο εν., έπεται προκύπτει, βγαίνει ως συμπέρασμα: Από αυτό έπεται ότι θα έχουμε εκλογές. 3. η μτχ., επόμενος, επόμενη και επομένη, ο επίρρ. επομένως ως επίθ., α. που έρχεται κατόπι, που ακολουθεί, ύστερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἕπεσθον — ἕπομαι pres imperat mp 2nd dual ἕπομαι pres ind mp 3rd dual ἕπομαι pres ind mp 2nd dual ἕπομαι imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕπεο — ἕπομαι aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἕπομαι pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἕπομαι imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕπεσθε — ἕπομαι pres imperat mp 2nd pl ἕπομαι pres ind mp 2nd pl ἕπομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕπευ — ἕπομαι aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic) ἕπομαι pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) ἕπομαι imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποῦ — ἕπομαι aor imperat mid 2nd sg (attic) ἕπομαι aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) σποῦ eye indeclform (indecl) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπέ — ἕπομαι aor imperat act 2nd sg ἕπομαι aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπέσθε — ἕπομαι aor imperat mid 2nd pl ἕπομαι aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)