Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀπηδός

См. также в других словарях:

  • ὀπηδός — attendant masc/fem nom sg (ionic) ὀπηδός attendant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπηδός — ὀπηδός, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. οπαδός …   Dictionary of Greek

  • ὀπηδόν — ὀπηδός attendant masc/fem acc sg (ionic) ὀπηδός attendant neut nom/voc/acc sg (ionic) ὀπηδός attendant masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπηδοί — ὀπηδός attendant masc/fem nom/voc pl (ionic) ὀπηδός attendant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπηδούς — ὀπηδός attendant masc/fem acc pl (ionic) ὀπηδός attendant masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …   Dictionary of Greek

  • ὀπαδόν — ὀπᾱδόν , ὀπηδός attendant masc/fem acc sg (doric ionic) ὀπᾱδόν , ὀπηδός attendant neut nom/voc/acc sg (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπηδοῖς — ὀπαδέω follow pres opt act 2nd sg (attic epic doric ionic) ὀπηδέω follow pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ὀπηδός attendant masc/fem/neut dat pl (ionic) ὀπηδός attendant masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπηδῶ — ὀπαδέω follow pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ὀπαδέω follow pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) ὀπηδέω follow pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀπηδέω follow pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὀπηδός attendant… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπαδός — ο, η (Α ὀπαδός, ιων. τ. ὀπηδός) αυτός που συμπορεύεται, συνοδοιπόρος, ακόλουθος νεοελλ. αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, θιασώτης αρχ. 1. σωματοφύλακας («ἐμοὶ δ ὀπαδοὺς τούσδε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • οπηδεύω — ὀπηδεύω, δωρ. τ. ὀπαδεύω (Α) [οπηδός] οπηδώ* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»