Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

όμενος

См. также в других словарях:

  • θυόμενος — θῡόμενος , θύω 1 offer by burning pres part mp masc nom sg θῡόμενος , θύω 2 rage pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιόμενος — καταπάομαι gain possession of pres part mp masc nom sg (epic doric ionic) καταπίνω gulp aor part mid masc nom sg καταπῑόμενος , καταπίνω gulp fut part mid masc nom sg καταπῑόμενος , καταπίνω gulp pres part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιόμενος — πίνω Aër. aor part mid masc nom sg πῑόμενος , πίνω Aër. fut part mid masc nom sg πῑόμενος , πίνω Aër. pres part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφυόμενος — ἀναφῡόμενος , ἀνά , ἀπό ὕω rain pres part mp masc nom sg ἀνά ἀφύσσω draw pres part mp masc nom sg ἀναφῡόμενος , ἀνά φύω bring forth pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταφυόμενος — ἐγκαταφῡόμενος , ἐν , κατά , ἀπό ὕω rain pres part mp masc nom sg ἐν , κατά ἀφύσσω draw pres part mp masc nom sg ἐγκαταφῡόμενος , ἐν καταφύομαι pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθυόμενος — ἐκθῡόμενος , ἐκ θύω 1 offer by burning pres part mp masc nom sg ἐκθῡόμενος , ἐκ θύω 2 rage pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Papyrus 19 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 19 Name Oxyrhynchus Papyri 1170 Text Matthäusevangelium 10 11 † …   Deutsch Wikipedia

  • Papyrus 49 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 49 …   Deutsch Wikipedia

  • περαζόμενος — η, ο (στον Ερωτόκρ.) (για τον χρόνο) περασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περῶ, κατά τις μτχ. σε (ζ)όμενος] …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • ανταποδίνω — ωσα, όθηκα, ομένος, δίνω σε αντάλλαγμα εκείνου που πήρα: Ακόμη δεν του ανταπόδωσα όσα μου έκανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»